Γιώργος Παυλόπουλος
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο και ειδικά η Ανυπότακτη Γαλλία γνώριζαν εκ των προτέρων ότι ακόμη και αυτό το πρόγραμμα δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αποδεκτό, ούτε από το γαλλικό σύστημα και την ΕΕ ούτε από τους «μακρονιστές», με τους οποίους έδωσαν τα χέρια «για να ηττηθεί η Λεπέν», ενώ δεν αποκλείεται (έστω και αν διασπαστούν) να τα δώσουν πάλι για να κυβερνηθεί η χώρα.
«Τείχος» στην Ακροδεξιά, που όμως δεν ηττήθηκε
Η πλειοψηφία των Γάλλων ύψωσε και αυτή τη φορά τείχος απέναντι στην Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά την περασμένη Κυριακή, αποδεικνύοντας πως δεν ξεχνά τίποτα, παρά τις συστηματικές και άοκνες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της και μετατροπής της σε μια «σοβαρή και κυβερνώσα» Ακροδεξιά. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό δε ότι πρωταγωνιστικό ρόλο για να συμβεί αυτό είχαν οι νέοι και οι «πληβείοι» του Παρισιού και των άλλων μεγαλουπόλεων – από τα πιο χτυπημένα τμήματα της εργατικής τάξης μέχρι τους μετανάστες, δεύτερης, τρίτης ή και τέταρτης γενιάς – που έδωσαν τα μεγαλύτερα ποσοστά στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο.
Το παραπάνω γεγονός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί, καθώς έχει τη δική του ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την πολιτική αναμέτρηση, πέρα από τις αναλύσεις για τις πολιτικές συμμαχίες που συγκροτήθηκαν, τη σκοπιμότητα και το περιεχόμενό τους, καθώς και τα σενάρια της επόμενης μέρας. Πολύ περισσότερο καθώς η Ακροδεξιά, παρά την αποτυχία της να βρεθεί στην κορυφή και να πλησιάσει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, που ήταν και ο στόχος της, κάθε άλλο παρά έχει ηττηθεί, όπως αποδεικνύουν και οι αριθμοί.
Το RN, για του λόγου το αληθές, αναδείχθηκε καθαρά πρώτο κόμμα και στον δεύτερο γύρο, συγκεντρώνοντας 8,75 εκατ. ψήφους – 10,1 εκατ. μαζί με τους συμμάχους του – έναντι 7 εκατ. για το Μέτωπο και 6,3 για το στρατόπεδο του Μακρόν. Με απλά λόγια, δηλαδή, σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, του 2017 και του 2022, φέτος το επέλεξαν τριπλάσιοι και διπλάσιοι αντιστοίχως Γάλλοι. Κι αυτό, αναμφίβολα, κάτι σημαίνει, ειδικά ως πολιτική υποθήκη για τις προεδρικές του 2027.
«Η γαλλική Αριστερά πρέπει να μάθει επειγόντως την τέχνη του συμβιβασμού», έγραψε η παλαίμαχη αρθρογράφος της le Monde, Σιλβί Κάουφμαν – παραβιάζοντας, ουσιαστικά, ανοιχτές θύρες…
Η Ακροδεξιά δεν έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση της Γαλλίας, αυτό είναι βέβαιο. Ποιοι, όμως, θα αναλάβουν τον συγκεκριμένο ρόλο και ποιος ή ποια θα πάρει την εντολή από τον Μακρόν προκειμένου να ηγηθεί του νέου σχήματος; Ποιοι, με άλλα λόγια, θα επωμιστούν το καθήκον να βγάλουν τη Γαλλία από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει, καθώς είναι η πρώτη φορά που πρέπει να συγκροτηθεί μια πολυκομματική συμμαχία, με δεδομένο ότι το σύνταγμα δεν δίνει δυνατότητα διεξαγωγής νέων εκλογών για το επόμενο έτος;
Ως τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, σαφής απάντηση δεν υπήρχε στα παραπάνω ερωτήματα. Πρέπει, ωστόσο, να θεωρείται δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξει και θα δοθεί, μιας και είναι γνωστό ότι στις αστικές δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα που να μην μπορούν να ξεπεραστούν ειρηνικά, με συμφωνίες που συνάπτονται τόσο πάνω όσο και κάτω από το τραπέζι. Η ιστορία έχει αποδείξει, άλλωστε, ότι η βία και οι ανατροπές παίρνουν το πάνω χέρι μόνο στην περίπτωση που τα αδιέξοδα δημιουργούνται από την ταξική πάλη. Όταν, δηλαδή, ο επαναστατημένος λαός και ένας διαφορετικός, εργατικός και αντικαπιταλιστικός πόλος φτάνει στο σημείο να διεκδικεί την – πραγματική και όχι την κυβερνητική – εξουσία.
Σήμερα, φυσικά, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση. Κι αυτό διότι δεν υπάρχει ούτε κίνημα που να θέτει τέτοιου είδους ζητήματα, μαζικά και συγκροτημένα, ούτε όμως κόμμα ή συνασπισμός που εκπροσωπείται στη νέα βουλή και τολμά να αμφισβητήσει τη δομή, τα ιερά και τα όσια της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει: Η Λεπέν προσπαθεί με κάθε τρόπο να διαβεβαιώσει, έστω κι αν ακόμη δεν το έχει καταφέρει στον βαθμό που θα επιθυμούσε και θα ήταν αναγκαίος, ότι δεν συνιστά απειλή για τα συμφέροντα του γαλλικού κεφαλαίου και της αστικής τάξης. Οι «μακρονιστές», από την πλευρά τους, θεωρούν δεδομένο πως ουδείς θα αμφισβητήσει την προσήλωση και την πίστη τους στις αρχές και τις αξίες του υφιστάμενου οικοδομήματος.
Όσο για την Αριστερά, κινδυνεύει σοβαρά να μετατραπεί, για μια ακόμη φορά, σε «δωρητή οργάνων» για ένα άρρωστο και ευρισκόμενο σε κρίση σύστημα. Ένα σύστημα το οποίο μπορεί μεν να καταγγέλλει διαρκώς και να δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι θέλει να αλλάξει, στην πράξη όμως αποδεικνύεται σωτήρας του σε κάθε κρίσιμη στιγμή. Σε βαθμό, μάλιστα, που είναι δικό της επίτευγμα ότι το Ensemble (Μαζί) του Μακρόν όχι απλώς δεν υπέστη την προαναγγελθείσα συντριβή, αλλά αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη με 168 βουλευτές και έχει φιλοδοξίες να αποτελέσει τον βασικό «κορμό» και της επόμενης κυβέρνησης!
Ας γίνουμε πιο σαφείς. Όταν ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, λίγα λεπτά μετά τη δημοσιοποίηση των exit pollsτο βράδυ του δεύτερου γύρου, έσπευδε να καλέσει τον Μακρόν να παραδεχθεί την ήττα του και να του διαμηνύσει πως είναι υποχρέωσή του να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο, προκειμένου αυτό να «εφαρμόσει ολόκληρο το πρόγραμμά του και μόνο αυτό», γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Το έκανε, λοιπόν, κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους, με σκοπό να αποτινάξει από πάνω του τον «μουντζούρη» για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.
Οι αιτίες που οδηγούν στο παραπάνω συμπέρασμα είναι πολλές: Πρώτο, οι 182 (ίσως και 10-15 επιπλέον με την προσθήκη κάποιων ανεξάρτητων) βουλευτές του Μετώπου – που εξελέγησαν μόνο λόγω της συμμαχίας του με τους «μακρονιστές» κατά της Λεπέν – όχι απλώς δεν διασφαλίζουν την απόλυτη πλειοψηφία των 289 εδρών, αλλά απέχουν τόσο από αυτήν που δεν του επιτρέπουν να διεκδικήσει τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης μειοψηφίας. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, πως είναι αναγκασμένο να αναζητήσει ξανά εταίρους στο Ensemble, το μοναδικό με επαρκή αριθμό εδρών. Εφόσον δε αυτό συμβεί, είναι δεδομένο πως οι «εκπτώσεις» που θα γίνουν στο κυβερνητικό πρόγραμμα (τις οποίες ήδη προετοιμάζουν ορισμένοι) θα το κάνουν να μοιάζει ελάχιστα με τις προεκλογικές εξαγγελίες του.
Δεύτερο, το ίδιο το Μέτωπο αποτελεί ένα ετερόκλητο πολιτικό-ιδεολογικό συνονθύλευμα, το οποίο συγκροτήθηκε με σκοπό να κλείσει τον δρόμο στη Λεπέν. Διαμόρφωσε δε το πρόγραμμά του μέσα σε χρόνο-ρεκόρ (λιγότερο από μία εβδομάδα) και χωρίς να προηγηθεί ιδιαίτερη συζήτηση, μιας και κυριαρχούσε ουσιαστικά η βεβαιότητα πως δεν θα ήταν πρώτη δύναμη και, σε κάθε περίπτωση, ότι δεν θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Σίγουρα, πάντως, δεν το έκανε επειδή στα μέτρα που περιλαμβάνει συμφωνούν όλες οι συνιστώσες του και κυρίως οι Σοσιαλιστές, οι οποίοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι στον εσωτερικό συσχετισμό, έχοντας διπλασιάσει τις έδρες τους σε σύγκριση με το 2022 (τους αναλογούν κάτι παραπάνω από 60, έναντι 75 περίπου για την Ανυπότακτη Γαλλία). Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το «αστέρι» τους, ο Ραφαέλ Γκλικσμάν, φρόντισε να δηλώσει απευθυνόμενος στον Μελανσόν και την LFI πως οι πάντες οφείλουν να συμπεριφερθούν ως «ενήλικες» εάν θέλουν να κυβερνήσουν τη Γαλλία…
Τρίτο και σημαντικότερο, το πρόγραμμα του Μετώπου – που αποτελεί, κατ’ αναλογία, τη γαλλική εκδοχή του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» το οποίο είχε παρουσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των εκλογών του 2015 – είναι μη αποδεκτό τόσο από την αστική τάξη και το κεφάλαιο της Γαλλίας όσο και από τα επιτελεία της ΕΕ στις Βρυξέλλες και της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη. Γι’ αυτό και έχουν αρχίσει ήδη να εκτοξεύονται τροχιοδεικτικές βολές, με προέλευση εντός και εκτός συνόρων, που προειδοποιούν για δημοσιονομική εκτροπή, υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας, πρόστιμα σε βάρος του Παρισιού, αφήνοντας υπονοούμενα ακόμη και ελέγχους και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.
Θα μπορούσε, βεβαίως, να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό είναι το επιθυμητό. Μόνο που για να ισχύει κάτι τέτοιο, θα πρέπει τα ηνία να έχει μια πολιτική δύναμη η οποία θα διαθέτει πρόγραμμα που φτάνει «μέχρι το τέλος», δηλαδή μέχρι τη ρήξη με την εγχώρια ολιγαρχία και την ΕΕ. Μια δύναμη που θα έχει, παράλληλα, διαπαιδαγωγήσει ένα κίνημα με ανατρεπτικούς και αντικαπιταλιστικούς στόχους και θα το έχει εφοδιάσει με τις αναγκαίες «σημαδούρες» για να μην παρεκκλίνει της πορείας του.
Προφανώς, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ακόμη και το πιο αριστερό – και μειοψηφικό – τμήμα του, που εκφράζεται από τον Μελανσόν και το ρεύμα που κυριαρχεί (ως σήμερα) στην Ανυπότακτη Γαλλία δεν τολμά να θέσει τέτοιου είδους ζητήματα και στόχους, «στριμώχνοντας» την τακτική του σε ένα αδιέξοδο και ντε φάκτο επικίνδυνο κυβερνητισμό, ο οποίος οδηγεί αντικειμενικά σε συμμαχίες χωρίς αρχές, όπως αυτή που συνήψε με Σοσιαλιστές, Πράσινους και ΚΚ. Γι’ αυτό και, αργά ή γρήγορα, ο «μπαμπούλας» της Ακροδεξιάς θα πάψει να είναι τόσο τρομαχτικός και για τους Γάλλους, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Αντιδημοκρατικός ο εκλογικός νόμος
Εκβιαστικά διλήμματα, ad hoc συμμαχίες, παραχάραξη συσχετισμών
Εάν οι εκλογές στη Γαλλία διεξάγονταν με το αντιδημοκρατικό εκλογικό σύστημα της Ελλάδας, τότε είναι πιθανό η Εθνική Συσπείρωση να είχε τη δυνατότητα, με τη βοήθεια του γνωστού «μπόνους» στο πρώτο κόμμα, να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτό, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως ο γαλλικός νόμος είναι πιο δίκαιος και λιγότερο καλπονοθευτικός, καθώς οδηγεί από άλλο δρόμο στην ίδια κατεύθυνση με τον αντίστοιχο των ΗΠΑ, ο οποίος επιτρέπει να αναδειχθεί πρόεδρος ακόμη και κάποιος/-α υποψήφιος/-α που έχει συγκεντρώσει λιγότερες ψήφους από τον/την αντίπαλό του (όπως συνέβη το 2016).
Πέρα από το γεγονός ότι η ακροδεξιά παράταξη και οι σύμμαχοί της διασφάλισαν πολύ μικρότερη αναλογία εδρών στη βουλή από όσες της αναλογούν με βάση το ποσοστό της – το 25%, ενώ συγκέντρωσαν το 37% των ψήφων – πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο ευνοεί τα εκβιαστικά πολιτικά διλήμματα και τις ad hoc (και συχνά παρά φύση) συμμαχίες, ενισχύοντας παράλληλα τη γνωστή λογική της «χαμένης ψήφου». Ειδικά στον δεύτερο γύρο, στον οποίο πρακτικά κρίνονται όλα, καθώς σε καθεμία από τις 577 εκλογικές περιφέρειες απαιτείται η απλή πλειοψηφία για να εκλεγεί κάποιος/-α, με αποτέλεσμα τα μικρότερα κόμματα κυριολεκτικά να εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη, ακόμη και στην περίπτωση που έχουν αξιόλογο ποσοστό, τόσο σε τοπικό όσο και σε πανεθνικό επίπεδο.
Αυτό, βεβαίως, μπορεί να μην επισημαίνεται ιδιαιτέρως στη συγκεκριμένη αναμέτρηση, καθώς εξυπηρέτησε περίφημα τον στόχο της μη κυριαρχίας της Ακροδεξιάς. Μόνο που μελλοντικά, είναι κάτι που μπορεί να στραφεί – και θα στραφεί, εφόσον προκύψει ανάγκη – και ενάντια στις δυνάμεις της Αριστεράς, στερώντας ή περιορίζοντας δραματικά την εκπροσώπησή τους στην Εθνοσυνέλευση.
Η επόμενη μέρα και η αντικαπιταλιστική Αριστερά
«Ανακούφιση» χαρακτηρίζει τη νίκη του Νέου Λαϊκού Μετώπου «για τους εργαζόμενους που δικαίως φοβήθηκαν τις διχαστικές πολιτικές της Εθνικής Συσπείρωσης» η Εργατική Πάλη (Lutte Ouvriere), η οποία είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα στους ψηφοφόρους της να στηρίξουν στον δεύτερο γύρο «αριστερούς» υποψηφίους. Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι το RN μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω όταν η επόμενη κυβέρνηση αποδείξει πως δεν έχει να προσφέρει τίποτα στους εργαζόμενους πέρα από νέα πισωγυρίσματα, ενώ τονίζει την ανάγκη να «ξαναχτίσουμε ένα αληθινό κομμουνιστικό, επαναστατικό και διεθνιστικό εργατικό κόμμα».
Η Διαρκής Επανάσταση (Revolution Permanente), από την πλευρά της, σημειώνει ότι ο φραγμός στην Ακροδεξιά επιτεύχθηκε κυρίως στην ανάσταση του «ρεπουμπλικανικού μετώπου», κάτι που με τη σειρά του κατέστησε δυνατή την εκλογή ορισμένων προσώπων που ευθύνονται για την άνοδό της, όπως ο σοσιαλιστής πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και ο απερχόμενος υπουργός Εσωτερικών, Ζεράλντ Νταρμανέν. «Μια πολιτική ανεξάρτητη από τους μηχανισμούς αυτής της Αριστεράς και του καθεστώτος είναι καθοριστική για την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης μας», προσθέτει στην ανακοίνωσή της.
Τέλος, η οργάνωση Νέο Επαναστατικό Κόμμα-Επαναστάτες (NPA-R), κάνει επίσης λόγο για «μια μικρή στιγμή ευτυχίας για όσους δεν ήθελαν να δοκιμάσουν την Ακροδεξιά στην κυβέρνηση». Αφού δε προειδοποιεί πως έχει ήδη φτάσει η «ώρα της διαπραγμάτευσης ενάντια στις εργατικές τάξεις», με ευθύνη (αν και όχι ισομερή) και των τριών μπλοκ που διεκδίκησαν την κυβέρνηση, επισημαίνοντας τις αντιθέσεις και αντιφάσεις εντός του Νέου Λαϊκού Μετώπου, καλεί τον κόσμο του αγώνα και τις άλλες οργανώσεις της Αριστεράς σε διαδήλωση στο Παρίσι αυτή την Κυριακή, 14 Ιουλίου.