Ηλίας Ιωακείμογλου
Η κατοικία μετατρέπεται σε «επενδυτικό αγαθό», σε κεφάλαιο στην πιο καθαρή και αμείλικτη μορφή του
Η αντίθεση ενοικιαστών και ιδιοκτητών κατοικιών, καθώς είναι οξυμένη κατά τα τελευταία έτη, παράγει διαρκώς συγκρουσιακές καταστάσεις και έντονα επεισόδια. Μπορεί αυτά να φαίνονται πρόσκαιρες περιπέτειες της κοινωνικής ζωής, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για την διεξαγωγή μιας διαδικασίας που αλλάζει την φύση της ενοικίασης κατοικιών. Πρόκειται για την ολοκλήρωση της μετάβασης της κατοικίας από έναν τρόπο ύπαρξης, αυτόν της Εστίας σε έναν άλλον τρόπο ύπαρξης, αυτόν του Κεφαλαίου (όχι του εμπορεύματος αλλά του κεφαλαίου). Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Σε μια μακρά περίοδο, από την αρχική επικράτηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην Ελλάδα μέχρι πρόσφατα, η εκμίσθωση κατοικίας ήταν συνήθως μια πράξη που ακολουθούσε την λογική της συντήρησης ή μεγέθυνσης του νοικοκυριού και της οικογένειας, και ο σκοπός δεν ήταν τόσο η αύξηση του κεφαλαίου όσο η συντήρηση του ακινήτου, η αποταμίευση, η συμπλήρωση του οικογενειακού εισοδήματος, η εξασφάλιση κατοικίας στην επόμενη γενιά ως μέσο ασφάλισης έναντι μελλοντικών κινδύνων. Η ενοικίαση ήταν ενταγμένη στην λογική της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως θα λέγαμε με τους όρους της μαρξιστικής θεωρίας. Αυτό, βεβαίως, δεν ήταν ένας απόλυτος κανόνας αλλά ένας κανόνας με τις εξαιρέσεις του. Στην Ελλάδα, για ιστορικούς λόγους, που σχετίζονται με τον εμφύλιο πόλεμο και την πολιτική της κατοικίας που προέκυψε, η ένταξη της ενοικίασης στη λογική της κοινωνικής αναπαραγωγής ήταν αυτό που επικρατούσε.
Η κατάσταση αντιστρέφεται τώρα με ραγδαίους ρυθμούς: ήδη βρίσκεται σε ταχύτατη εξέλιξη η διαδικασία μετάβασης της ενοικίασης των κατοικιών, από την υπαγωγή στη λογική της κοινωνικής αναπαραγωγής στην υποταγή στη λογική του κέρδους, στη δικαιοδοσία της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Η κατοικία μετατρέπεται σε «επενδυτικό αγαθό», σε κεφάλαιο στην πιο καθαρή και αμείλικτη μορφή του. Η μετάβαση αυτή δεν έχει τίποτα το πρωτόγνωρο, με την έννοια ότι ο καπιταλισμός μονίμως επεκτείνεται με αυτόν τον μεταβατικό τρόπο, υποτάσσοντας καταρχάς στοιχεία ή διαδικασίες που προέρχονται από το παρελθόν, τα οποία εν συνεχεία μετασχηματίζει ώστε να ενταχθούν τελικά, μετά από μια περίοδο μετάβασης, στον ειδικά –κεφαλαιοκρατικό– τρόπο παραγωγής (κατά την έκφραση του Μαρξ).
Στην διάρκεια αυτής της μετάβασης, η σχέση ιδιοκτητών και ενοικιαστών μετατρέπεται σε εξόχως ανταγωνιστική σχέση, επειδή για κάθε πλευρά η κατοικία είναι κάτι το τελείως διαφορετικό, έχει τελείως διαφορετική φύση για τους μεν και για τους δε: Για τον μεν ενοικιαστή, η κατοικία είναι χώρος για τη συντήρηση και αναπαραγωγή των ικανοτήτων του προς εργασία, δηλαδή του εμπορεύματος που διαθέτει στην αγορά ώστε να εξασφαλίσει όσα χρειάζεται για να ζήσει μια κανονική ζωή. Είναι και κάτι επιπλέον, είναι Εστία, δηλαδή κατοικία που λειτουργεί ως τόπος ατομικής ασφάλειας και ιδιωτικότητας, χώρος σχετικής αυτονομίας και καταφυγής, μνήμης των προσωπικών σχέσεων, υπαρξιακό αρχείο. Αντίθετα, για τους ιδιοκτήτες η «εστία του Άλλου» είναι γυμνό χρήμα που θέλει, και απαιτεί επιτακτικά, να γίνει περισσότερο χρήμα. Είναι με μια λέξη Κεφάλαιο, και ως τέτοιο, πρέπει να αμείβεται, με κέρδος τουλάχιστον ίσο με την μέση κερδοφορία που διαμορφώνεται στο σύνολο της οικονομίας.
Αυτές οι δύο όψεις της κατοικίας, Εστία για τους μεν, Κεφάλαιο για τους δε, είναι ασυμβίβαστες και επομένως η αντίθεση ιδιοκτητών και ενοικιαστών είναι ανταγωνιστική. Ζουν σε δύο διαφορετικά σύμπαντα με διαφορετικές γλώσσες, και η αντίθεσή τους δεν μπορεί να λυθεί με διάλογο και αμοιβαία κατανόηση, παρά μόνο με αντιπαράθεση και συσχετισμό δυνάμεων.
Οι δύο όψεις της κατοικίας, Εστία για τους μεν, Κεφάλαιο για τους δε, είναι ασυμβίβαστες και επομένως η αντίθεση ιδιοκτητών και ενοικιαστών είναι ανταγωνιστική
Από το γεγονός ότι ιδιοκτήτες και ενοικιαστές αντιλαμβάνονται την κατοικία, ο καθένας με τον δικό τους διαφορετικό τρόπο, προκύπτει ότι κάθε πλευρά διαμορφώνει διαφορετικούς στόχους σε ό,τι αφορά το ενοίκιο: Για τον μεν ενοικιαστή, το ενοίκιο δεν πρέπει να υπερβαίνει ένα σταθερό ποσοστό του μισθού του, αλλιώς το εισόδημά του δεν θα επαρκεί για να καλύψει τα υπόλοιπα έξοδά του, και η συντήρηση των εργασιακών ικανοτήτων του θα είναι αδύνατη ή ελλιπής. Σύμφωνα με έναν κανόνα που έχει προκύψει εμπειρικά από την άμεση παρατήρηση, το «σωστό» ενοίκιο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 25% περίπου του εισοδήματος του νοικοκυριού. Ο ιδιοκτήτης βλέπει το ζήτημα με τελείως διαφορετικό τρόπο: θεωρεί ότι σωστό είναι να εισπράττει ενοίκιο τουλάχιστον ίσο με το μέσο κέρδος που θα απέδιδε το κεφάλαιό του σε άλλες, εναλλακτικές τοποθετήσεις.
Με δεδομένους αυτούς τους δύο αλληλογρονθοκοπούμενους στόχους, έναν για τον ενοικιαστή και έναν για τον ιδιοκτήτη, η οικονομική συγκυρία μετά την πανδημία οδηγεί στο εξής: Οι μεν μισθοί παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, και αναλογικά μικρό παραμένει το ποσό που είναι σε θέση τα νοικοκυριά των μισθωτών να καταβάλουν για ενοίκιο (το 25% του μισθού) εκτός εάν δεχθούν ότι ο μισθός τους θα τελειώνει στις 15 ή στις 20 του μήνα. Η δε κερδοφορία έχει αυξηθεί και έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, και τα επιτόκια είναι υψηλά, με αποτέλεσμα ο τυπικός ιδιοκτήτης (λίγες είναι οι εξαιρέσεις) να έχει περιέλθει σε κατάσταση νευρικής κρίσης επειδή το δικό του κέρδος (το ενοίκιο) υστερεί έναντι του μέσου κέρδους. Έχει δημιουργηθεί έτσι ένα χάσμα μεταξύ των απαιτήσεων των ιδιοκτητών που προσδοκούν να αμειφθεί «σωστά» το κεφάλαιό τους, και των ενοικιαστών που δεν είναι διατεθειμένοι να βυθιστούν στην υλική στέρηση για να ικανοποιηθούν οι ιδιοκτήτες.
Με δεδομένη την επέλαση του κεφαλαίου στον κλάδο της κατοικίας, οι παλιές μέθοδοι αντιμετώπισης των προβλημάτων των ενοικιαστών είναι παρωχημένες. Επαφίεται στις πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, και στις αυτοδιοικητικές παρατάξεις, που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των υποτελών κοινωνικών τάξεων, να αναλύσουν σε βάθος το ζήτημα και να προσδιορίσουν τις νέες μορφές αποτελεσματικής παρέμβασης είτε στο κινηματικό πεδίο είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (29.06.24)