Γιώργος Κρεασίδης
Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και της κυπριακής ακροδεξιάς κατά του Μακάριου ήταν το αποκορύφωμα της εθνικιστικής πολιτικής. Στόχο είχε την πλήρη καθυπόταξη της πολιτικής ζωής στην Κύπρο και την εξασφάλιση του ΝΑΤΟϊκού ελέγχου στο νησί. Η προοπτική ένωσης με την Ελλάδα προκαλούσε αλλά και συναντούσε τον τουρκικό εθνικισμό και τα δικά του σχέδια. Τελικά το χουντικό πραξικόπημα άναψε πράσινο φως στη στρατιωτική εισβολή της Άγκυρας. Οι ΗΠΑ έπαιξαν ρόλο, με βασική επιδίωξη να αποτρέψουν μια Κύπρο «Κούβα της Μεσογείου».
Στις 15 Ιούλη 1974 το πρωί μονάδες της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου κάτω από τη διοίκηση Ελλήνων χουντικών αξιωματικών επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας με στόχο τη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Πρόεδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν και ο Μακάριος διέφυγε τελικά ζωντανός από το βομβαρδισμένο Προεδρικό Μέγαρο για το εξωτερικό, οι χουντικοί όρκισαν σαν «Πρόεδρο» τον Νίκο Σαμψών, ακροδεξιό με σκοτεινές διασυνδέσεις με την ΚΥΠ -τη σημερινή ΕΥΠ- και τη CIA και παρελθόν παραστρατιωτικής δράσης ενάντια στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Ο Σαμψών παραιτήθηκε όταν κατέρρευσε η Χούντα στις 24 Ιούλη και έγινε αλλαγή σκυτάλης με τον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη, ηγέτη της Δεξιάς. Πρόλαβε όμως να δώσει την αφορμή στην Τουρκία για να εισβάλλει στην Κύπρο στις 20 Ιούλη με την «επιχείρηση Αττίλας» και να καταλάβει το βόρειο τμήμα του νησιού, δήθεν για την προστασία των Τουρκοκυπρίων. Ο ρόλος της «εγγυήτριας δύναμης» για Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία προβλέπεται από τις συνθήκες Λονδίνου-Ζυρίχης, με τις οποίες ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Η τελευταία μάλιστα εξασφάλισε μόνιμες βάσεις που αντιστοιχούν στο 2% του νησιού.
Στο πραξικόπημα αντιστάθηκαν οι ελαφρά οπλισμένες δυνάμεις της αστυνομίας και της προεδρικής φρουράς, αλλά και εξοπλισμένοι δημοκρατικοί πολίτες. Οι χουντικοί πέρα από τον στρατό είχαν και παραστρατιωτικές ομάδες, όπως η ΕΟΚΑ Β’. Αυτές σε όλη τη διάρκεια της εισβολής προσπαθούσαν να επιβληθούν με τρομοκρατική δράση εναντίον αγωνιστών, ενώ ταυτόχρονα δολοφόνησαν τουρκοκύπριους αμάχους, όπως οι 126 στα χωριά Μαράθα, Σανταλάρη και Αλόα.
Το πραξικόπημα που άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική εισβολή ήταν το τελευταίο έγκλημα της Χούντας πριν καταρρεύσει, αφού δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τον Αττίλα. Οι τελικές αποφάσεις και ο σχεδιασμός αποφασίστηκαν στη σύσκεψη της χουντικής ηγεσίας που έγινε στην Αθήνα στις 2/7/1974. Η συνομωσία ήταν το αποκορύφωμα της συστηματικής υπονόμευσης του Μακαρίου από τη Χούντα. Ουσιαστικά στόχευε στην υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιδιώκοντας την επιβολή της Ένωσης με την Ελλάδα, έστω και σαν «διπλή ένωση», της παραχώρησης δηλαδή του βόρειου τμήματος στην Τουρκία. Σε αυτό το σχέδιο συναντιόταν με τις επιδιώξεις του τουρκικού εθνικισμού.
Τα διαλυτικά σχέδια είχαν την στήριξη των ΗΠΑ και Βρετανίας που δεν έβλεπαν θετικά την ανεξαρτησία, η οποία έβγαζε μάλιστα την Κύπρο εκτός ΝΑΤΟ, σε μια εποχή που εντεινόταν η ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μέση Ανατολή.
Η Κυπριακή Δημοκρατία λόγω των αγγλικής έμπνευσης ιδρυτικών συνθηκών ήταν εξαρχής δυσλειτουργικό κράτος, με θεσμούς που στο όνομα του σεβασμού των ταυτοτήτων, έκαναν τις δυο κοινότητες «ξένους στην ίδια πόλη». Οι εθνικιστές των δυο πλευρών, με τη στήριξη των «μητέρων πατρίδων», μέσα από την δράση παραστρατιωτικών, σήκωναν τείχη. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 1964, που σφραγίστηκαν από ωμότητες σε βάρος αμάχων, οδήγησαν στην αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους θεσμούς και τον περιορισμό τους σε θυλάκους, ενώ μια τουρκική εισβολή αποφεύχθηκε στο παρά πέντε. Τότε χαράχτηκε η Πράσινη Γραμμή για να χωρίσει τις δυο κοινότητες στην Λευκωσία. Δέκα χρόνια μετά επεκτάθηκε σε όλο το νησί.
Στο βιβλίο του Έγκλημα εναντίον της Κύπρου (εκδ. Γνώσεις, 1992), ο Κώστας Κάππος, καταγράφει τον ρόλο των ΗΠΑ στο πραξικόπημα με στοιχεία που αναδείχτηκαν μέσα από την ανακριτική επιτροπή της Βουλής για τον «Φάκελο της Κύπρου» (1986-88), στην οποία συμμετείχε σαν βουλευτής τότε του ΚΚΕ. Η ανατροπή του Μακάριου που οι χουντικοί ήταν πρόθυμοι να προχωρήσουν, ήταν καθοριστική για την στήριξή τους από τις ΗΠΑ, μαζί με τους άλλους λόγους που οδήγησαν στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Εξάλλου μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αντέξει τις συνέπειες μιας τουρκικής εισβολής, παραδέχεται απαντώντας σε ερώτηση του Κάππου ο Ε. Αβέρωφ, πρώην πρόεδρος της ΝΔ, πρωταγωνιστής στη μετάβαση της εξουσίας από την Χούντα στον Καραμανλή, αλλά και στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Σε αυτά τα δεδομένα βασιζόταν η καταγγελία για τον ρόλο των ΗΠΑ στην 21η Απριλίου, δεν ήταν ένα ιδεολογικό σχήμα. Για αυτό συνιστά ανιστόρητο λάθος και ιδεολογική υποχώρηση η νέα θέση του ΚΚΕ που ατεκμηρίωτα αρνείται τον ρόλο των ΗΠΑ στην Χούντα.
Οι ΗΠΑ ήθελαν την ανατροπή του Μακάριου και είχαν εγγυηθεί στους χουντικούς ότι μπορούν να δράσουν χωρίς να φοβούνται την τουρκική αντίδραση. Γι αυτό οι οδηγίες της ηγεσίας του στρατού στην Αθήνα ήταν «αυτοσυγκράτηση», από την εμφάνιση των πρώτων πληροφοριών για την επικείμενη εισβολή μέχρι τις στιγμές των επιχειρήσεων έξω από τη Λευκωσία. Μετά την κατάπαυση του πυρός στις 25/7, που ουσιαστικά δεν τηρήθηκε, ακολούθησε δεύτερη επιχείρηση του τουρκικού στρατού, ο Αττίλας ΙΙ, στις 14/8 οπότε και κατέλαβε τις θέσεις που κατέχει και σήμερα, το 40% της Κύπρου.
Τα διαλυτικά σχέδια είχαν τη στήριξη ΗΠΑ και Βρετανίας, που δεν έβλεπαν θετικά την ανεξαρτησία εκτός ΝΑΤΟ
Το κατοχικό καθεστώς προσπαθεί να εμφανιστεί ότι εκδημοκρατίζεται και είναι αυτόνομο από την Άγκυρα, με την ανακήρυξη της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Β. Κύπρου» αλλά στην πράξη ο στρατός έχει επιβάλλει ένα αυταρχικό πλαίσιο. Πέρα από τους νεκρούς στις μάχες, τους αγνοούμενους, τα εγκλήματα πολέμου με θύματα αμάχους, 162.000 Ελληνοκύπριοι έγιναν πρόσφυγες προσπαθώντας να σωθούν. Τον επόμενο χρόνο οι Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν στα κατεχόμενα εδάφη, όπου όμως βρέθηκαν σε δυσμενές καθεστώς λόγω της εγκατάστασης χιλιάδων εποίκων από την Τουρκία.
Ο Μακάριος επέστρεψε τον Δεκέμβρη του 1974, με το Κυπριακό να παραμένει ανοιχτό για μισό αιώνα. Η Κύπρος βρίσκεται διχοτομημένη σαν αποτέλεσμα της δράσης του εθνικισμού που οδήγησε στο πραξικόπημα και σήμερα εκπροσωπεί τη διαιώνιση του προβλήματος, αλλά και των ιμπεριαλιστών. Η σχέση με το ΝΑΤΟ δεν εμπόδισε την εισβολή, ενώ η ένταξη στην ΕΕ αργότερα δεν προωθεί μια ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρο. Πικρά μαθήματα σε μια εποχή που η πατριωτική πλειοδοσία πλασάρεται σαν αντίδοτο στην κρίση και οι ιμπεριαλιστικές λυκοσυμμαχίες σαν εγγύηση ασφάλειας. Η ανεξάρτητη εργατική πολιτική, το αντιπολεμικό κίνημα και ο διεθνισμός είναι αναγκαία απέναντι στην «οικονομία πολέμου» που εξαπολύει η ΕΕ και τη μοίρα που επιφυλάσσει στην κοινωνία. Αλλά και για να λυθεί το Κυπριακό χωρίς ξένους στρατούς και βάσεις, με το νησί ενιαίο και τις κοινότητες ενωμένες, με κατοχυρωμένα όλα τα δικαιώματά τους, μέσα από την αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική πάλη.