Γιάννης Ελαφρός
Σημειώσεις για την αντιδραστική ανασυγκρότηση του συστήματος, την ακροδεξιά και την αριστερή απάντηση
Ο δεύτερος γύρος των γαλλικών βουλευτικών εκλογών συγκεντρώνει τεράστιο ενδιαφέρον, τροφοδοτώντας και τη συζήτηση για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς, που εκφράστηκε δυναμικά στη Γαλλία, αλλά και στην Ιταλία, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και στην Ελλάδα. Ορισμένες σημειώσεις ως υλικό για τη συζήτηση:
Πρώτο, σε πολλές χώρες της Ευρώπης –και όχι μόνο- υπάρχει ευρεία καταδίκη των κυβερνήσεων, που μαυρίστηκαν στις ευρωεκλογές (Μακρόν, Σολτς, Μητσοτάκης κ.α.) Το ίδιο συνέβη την Πέμπτη στη Βρετανία κατά των Συντηρητικών. Πρόκειται για κυβερνήσεις διαφόρων χρωμάτων και συνδυασμών, που βασικά υλοποιούν την αστική πολιτική της αναδιάρθρωσης, της φτωχοποίησης και του πολέμου, με κύριους εκφραστές το πολιτικό προσωπικό του «ακραίου κέντρου». Η αποδοκιμασία εκφράζεται και με αρνητική ψήφο και με αποχή. Αναδύεται μια βαθιά δυσαρέσκεια και μια κρίση εκπροσώπησης του αστικού κομματικού συστήματος, κυρίως από την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τους χαμένους της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που προωθεί η ΕΕ.
Δεύτερο, μέσα απ’ αυτή την κρίση ενισχύεται η ακροδεξιά με γραβάτα, η οποία έχει στον πυρήνα της μετα-φασιστικές δυνάμεις. Αποτελεί δοχείο έκφρασης της δυσαρέσκειας λαϊκών μαζών, αλλά ενισχύεται θεμελιακά από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας, που αντιδραστικοποιείται σε όλες τις πτυχές της οικονομίας, της πολιτικής και του πολιτισμού, κάνοντας τις εθνικιστικές, ρατσιστικές, μισανθρωπικές και πολεμοχαρείς θέσεις της ακροδεξιάς να φαίνονται ως «κανονικές» και αναγκαίες ειδικά στην εποχή του οξύτατου καπιταλιστικού ανταγωνισμού, που το «ο θάνατός σου η ζωή μου» γίνεται όχι μόνο διακρατική πολιτική αλλά κι ευρύτερο κοινωνικό στάτους. Σε πολιτικό επίπεδο σαφώς έχει ενισχυθεί από την κυβερνητική πολιτική του «ακραίου κέντρου», όπως η Λεπέν από τον Μακρόν.
Τρίτο, η ακροδεξιά χρησιμοποιείται ως παράγοντας σταθεροποίησης και παραπέρα αντιδραστικής ανασυγκρότησης του συστήματος. Καταρχάς, συμμετέχει ήδη σε πλήθος αστικών κυβερνήσεων στην ΕΕ, παρέχοντας όχι μόνο το απαραίτητο κοινοβουλευτικό δεκανίκι αλλά και τη φαιά πολιτική της. Ειδικά στην Ιταλία, μια βασική χώρα της ΕΕ, η κυβέρνηση Μελόνι αποτελεί παράδειγμα χρήσης της ακροδεξιάς (με φασιστικές ρίζες μάλιστα) για τη σχετική σταθεροποίηση του ασταθούς ιταλικού πολιτικού σκηνικού, παραπέρα δεξιάς σκλήρυνσης σε σημαντικούς πολιτικούς τομείς (μεταναστευτικό, στάση απέναντι στο εργατικό κίνημα κ.α.) αλλά και εξημέρωσης των Αδελφών της Ιταλίας, που κοντεύει να αδελφοποιηθεί με την νομενκλατούρα της ΕΕ, καθώς η ιταλική κυβέρνηση υλοποιεί χωρίς παρεκκλίσεις τις αντιλαϊκές οικονομικές κατευθύνσεις της ΕΕ και έχει αναδειχθεί σε πειθήνιο στρατιώτη του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει πως η ακροδεξιά δεν είναι επικίνδυνη, κάθε άλλο. Αποτελεί όμως κλιμάκωση της αντιδραστικής πολιτικής που εφαρμόζουν ήδη μια σειρά αστικές κυβερνήσεις, ακόμα και με κεντρώο ή σοσιαλδημοκρατικό μανδύα.
Τέταρτο, αξίζει ένα ειδικό σχόλιο για το Ελλάδα-Γαλλία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος από τα αστικά κέντρα στην Ελλάδα προβάλλονταν ως ελπίδα και πρότυπο για την ΕΕ συνολικά. Η ταπεινωτική εκλογική κατάληξη του πρώην υπαλλήλου της τράπεζας Ρότσιλντ και υπουργού Οικονομικών του Ολάντ λέει πολλά και για το μέλλον της κυβέρνησης της ΝΔ. Εξάλλου, αντιμετώπισαν με τον ίδιο αυταρχικό και κατασταλτικό τρόπο τις απεργίες και τις μεγάλες κινητοποιήσεις εργαζομένων και νεολαίας. Αστικά κέντρα στη Γαλλία πειραματίζονται πλέον ανοικτά με την αναβάθμιση της Εθνικής Συσπείρωσης της Λεπέν και την εμπλοκή στην κυβερνητική διαχείριση, τόσο για την αντιδραστική ανασυγκρότηση του συστήματος, όσο και για την απώθηση και κτύπημα των αγωνιστικών και αριστερόστροφων τάσεων μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης από τα βασικά αστικά κέντρα, τις εργατικές γειτονιές που ζουν πολλοί γάλλοι πολίτες με καταγωγή από τις αποικίες και μετανάστες, της νεολαίας. Στην Ελλάδα παραδοσιακά, οι πιο ισχυρές ακροδεξιές τάσεις ήταν εντός της ΝΔ, η οποία επί Μητσοτάκη συνδυάζει το ακραίο κέντρο με την ακροδεξιά σε μια ακραία αστική πολιτική. Βλέποντας τη μεγάλη φθορά της κυβέρνησης, το ευρύτερο εθνικιστικό και ακροδεξιό φάσμα επιχειρεί να εμφανισθεί αυτοτελώς (χαρακτηριστική η ομιλία Σαμαρά την Δευτέρα) χωρίς να έχει αποσαφηνίσει τον βηματισμό του.
Η μετατροπή της ρεφορμιστικής Αριστεράς σε κατοικίδιο του συστήματος άφησε τεράστιο ελεύθερο χώρο στην ακροδεξιά
Πέμπτο, η ακροδεξιά είναι παιδί του συστήματος και της ΕΕ και για την άνοδό της οι καθοριστικές ευθύνες βρίσκονται στις αστικές δυνάμεις (δεξιές, νεοφιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές, πράσινες κλπ.), κυβερνητικές και μη. Σοβαρές ευθύνες όμως υπάρχουν και στην Αριστερά. Το μεγάλο πρόβλημα είναι στρατηγικό και θεμελιακό, είναι το ξέκομμα της Αριστεράς, ειδικά της κομμουνιστικής, από τον στρατηγικό της σκοπό (την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού) και από το κοινωνικό της σώμα, τη σύγχρονη εργατική τάξη. Η ρεφορμιστική Αριστερά μετατράπηκε σε μια ολόκληρη πορεία σε μια δύναμη διαμαρτυρίας και διόρθωσης, κυβερνητικής διεκδίκησης για μικροαλλαγές στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής, συχνά σε ένα άκακο κατοικίδιο του συστήματος. Όσο δεν απαντιέται το στρατηγικό και ταξικό ζήτημα, οι κατά καιρούς εξάρσεις του κινήματος και η ριζοσπαστικοποίηση θα γεννούν ορισμένες πιο ριζοσπαστικές τάσεις (τέτοιες υπάρχουν μειοψηφικά στην Ανυπόταχτη Γαλλία), που όμως θα αφομοιώνονται ξανά και ξανά στο πλαίσιο του κυρίαρχου πολιτικού παιχνιδιού. Η συστημική ενσωμάτωση των δυνάμεων με αναφορά στην Αριστερά (χαρακτηριστική είναι η στάση τους κατά βάση υπέρ της ΕΕ και υπέρ του πολέμου του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία) άφησε τεράστιο χώρο ελεύθερο στις δυνάμεις της ακροδεξιάς να πλασάρονται ως outsiders του συστήματος και να κερδίζουν μεταξύ των φτωχών και των εργατών, ενώ η πολύχρονη ψήφιση –ειδικά στη Γαλλία- εκπροσώπων ακόμα και της πιο σκληρής Δεξιάς (Σιράκ) για να μην βγει ο/η Λεπέν διαπαιδαγώγησε εκατομμύρια πως ανήκουν στο (αστικό) «δημοκρατικό τόξο».
Έκτο, στο πλαίσιο αυτό η συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου (με το αστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, τους συστημικούς Πράσινους, το εκφυλισμένο ΚΚ, ακόμα και πρώην υπουργούς του Μακρόν) στη Γαλλία εντάσσεται σε αυτή την αποτυχημένη τακτική. Έκφρασή της ήταν και η πολύ αρνητική απόφαση για ολική απόσυρση των υποψηφίων του ΝΛΜ στον δεύτερο γύρο, ακόμα και υπέρ μισητών στο κίνημα και στον λαό υποψηφίων από την κυβέρνηση του Μακρόν, όπως ο υπουργός Εσωτερικών και ο πρωθυπουργός. Ενώ πολλά στελέχη του Μακρόν κάνουν ουσιαστικά διμέτωπο, (πρωτίστως) κατά του Μελανσόν και της Λεπέν –επιδεικνύοντας ταξικό ένστικτο-, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο δείχνει στα απογοητευμένα λαϊκά στρώματα πως στηρίζει σε πολλές περιφέρειες τον δυνάστη τους Μακρόν. Αν αυτό δεν είναι πολιτικό δώρο στην Εθνική Συσπείρωση (και στον Μακρόν), τι είναι;
Έβδομο, όπως σημειώνει η ανακοίνωση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση «η ελπίδα απέναντι στο ‘’βαθύ μπλε’’ της Ευρώπης είναι το ‘’βαθύ κόκκινο’’, που έχει στη σημαία του τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και της νεολαίας και την επαναστατική αλλαγή αυτού του σάπιου κόσμου. Στους αγώνες του λαού και της εργατικής τάξης, στην αναζωογόνηση και ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος, στην αντεπίθεση μέσω των συλλογικών αγώνων κόντρα στο σύστημα και στη συγκρότηση μιας σύγχρονης, αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής Αριστεράς, ανεξάρτητης κι ανατρεπτικής, στενά συνδεδεμένης με τον κόσμο της δουλειάς και τη νεολαία βρίσκεται ο πραγματικός φραγμός απέναντι στην Ακροδεξιά». Μόνο ένα μέτωπο της αντισυστημικής Αριστεράς μπορεί να νικήσει την αντιδραστική ανασυγκρότηση της αστικής πολιτικής και την ακροδεξιά.