Η συζήτηση με αφορμή τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση δεν γίνεται μόνο για ιστορικούς λόγους. Εξάλλου, αυτή η συζήτηση δεν έχει σταματήσει ποτέ όλες αυτές τις δεκαετίες. Κάθε πολιτική καμπή και κρίση τοποθετείται με αφετηρία τον Ιούλη του 1974. Σίγουρα δεν πρόκειται μόνο για τη μετάβαση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία…
Αφιέρωμα 50 χρόνια μεταπολίτευση
Επαναστατικές δυνατότητες και ιστορικοί συμβιβασμοί
Μπάμπης Συριόπουλος
Σε λίγες μέρες κλείνουν 50 χρόνια από την προσγείωση στο Ελληνικό του Κ. Καραμανλή. Οι δρόμοι της Αθήνας ήταν γεμάτοι κόσμο, αλλά στην πρώτη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» συμμετείχαν μόνο πολιτικοί της Δεξιάς και του Κέντρου. Αυτή δε η διαδικασία μετάβασης στο κοινοβουλευτικό καθεστώς γινόταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του τότε υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζ. Σίσκο. Αν η Μεταπολίτευση περιοριζόταν μόνο σ’ αυτή την ελεγχόμενη και ειρηνική καθεστωτική μεταβολή δεν θα γινόταν τόση συζήτηση για το «τέλος» της, το τι αυτό σημαίνει και τι επακολουθεί.
Η Μεταπολίτευση και το πνεύμα της ενοχοποιούνται από τους κυρίαρχους κύκλους – σε κάθε πορεία στις 17 Νοέμβρη, σε κάθε κίνημα που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, σε κάθε νεολαιίστικη διαδήλωση, σε κάθε πεισματικό εργατικό αγώνα για την υπεράσπιση των «κεκτημένων» και την απόκτηση νέων δικαιωμάτων, σε κάθε διεκδίκηση δημόσιων κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών – γιατί ακριβώς δεν ήταν απλά η εναλλαγή από μια μορφή αστικής εξουσίας σε μιαν άλλη. Σηματοδότησε, αντιθέτως, μια εισβολή των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο με τις οργανώσεις τους, τους αγώνες τους, τις ιδέες τους. Αυτή η πλευρά της περιόδου που άνοιξε το καλοκαίρι του Ιούλη του 1974 είναι που φέρνει εφιάλτες στην αστική τάξη και ενοχές και αμηχανία στην κυρίαρχη Αριστερά.
Τότε αμφισβητήθηκε σε μαζική κλίμακα η συνέχεια του κράτους, το κυρίαρχο δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν», το αμερικανονατοϊκό πλαίσιο, απαράβατο δόγμα της ελληνικής αστικής πολιτικής μέχρι σήμερα. Τότε, το λαϊκό κίνημα διεκδικούσε και αποσπούσε κατακτήσεις χωρίς να περιμένει μέχρι τις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη μιας καλύτερης κυβέρνησης. Τότε, γίνονταν απεργίες διαρκείας με καταλήψεις εργοστασίων και επιθετικά αιτήματα, οργάνωση του αγώνα με συνελεύσεις, συγκρούσεις στους δρόμους και συνήθως αυτές οι απεργίες νικούσαν. Τότε, ένα μεγάλο κομμάτι από τους ανθρώπους του μόχθου είχε κατανοήσει ότι, αν και «στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα», η πολιτική και η ιστορία ήταν κυρίως δική τους υπόθεση. Σε αυτό το κοινωνικό κλίμα, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτ., με διαφορετικούς τρόπους και δρόμους, προσπαθούσαν να στριμώξουν τον εργατικό και νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό σε κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και κυβερνήσεις συνεργασίας ή αυτοδύναμες, με σκοπό την «αλλαγή» ή την «πραγματική αλλαγή», πάντα όμως διαφυλάσσοντας τη «δημοκρατική ομαλότητα».
Σίγουρα δεν χρειάζεται η νοσταλγική αναπόληση της περιόδου με την ανάλογη εξιδανίκευση. Εξάλλου, οι διαθέσεις συμβιβασμού, ατολμίας ακόμα και συντήρησης ή και αντίδρασης συνυπήρχαν με τις επαναστατικές τάσεις και δυνατότητες. Ας μην ξεχνάμε ότι στις εκλογές του 1977 η ΝΔ πήρε 42% και η «Εθνική Παράταξις» (Ακροδεξιά) 7%. Είναι μίζερη, επίσης, η σοφία αυτών που αποφαίνονται ότι τίποτα άλλο δεν μπορούσε να γίνει πέρα από την κατάργηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος με όριο τον αστικό εκσυγχρονισμό. Γι’ αυτούς τους σοφούς, κάθε κίνημα, εξέγερση ή ακόμα και επανάσταση μακροπρόθεσμα ανανεώνει τον καπιταλισμό και ενσωματώνεται σε αυτόν, όπως κάθε ηφαιστειακή έκρηξη τελικά δημιουργεί απόκοσμα τοπία κατάλληλα για τουριστική αξιοποίηση.
Το κομμουνιστικό ρεύμα που απαιτεί η αντιμετώπιση του σημερινού καταστροφικού καπιταλισμού χρειάζεται να σκεφτεί τη μεταπολιτευτική περίοδο σαν πεδίο επαναστατικών δυνατοτήτων. Η επένδυση σ’ αυτές, η ανεξαρτησία από την αστική πολιτική σε κάθε περίπτωση, έχει καλύτερα αποτελέσματα από τους «ιστορικούς συμβιβασμούς» που μας έχει συνηθίσει η μεταρρυθμιστική Αριστερά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (20.7.24)