Εννιά χρόνια μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη 2015 και το περήφανο «Όχι» της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και μοιάζει σαν να έχουν περάσει δεκαετίες. Ενώ τα μνημόνια και οι τραγικές τους συνέπειες είναι εδώ και το φάντασμα της οικονομικής κρίσης στοιχειώνει τα αστικά επιτελεία, γίνεται συστηματική (και διακομματική) προσπάθεια η πρόκληση της ρήξης με την ΕΕ και το σύστημα να εξοβελιστεί ως οριστικά «άκαιρη». Ίσως είναι η απειλή για την αστική τάξη που έρχεται από το μέλλον. Γι’ αυτό τον λόγο, το Πριν δίνει τον λόγο σε αγωνιστές της Αριστεράς για το τότε και το τώρα.
Ο λαός μπορεί, η ρεφορμιστική αριστερά όχι
Αντώνης Δραγανίγος, ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση
Δεν είναι περίεργο που το δημοψήφισμα του 2015 συγκινεί, που όλες σχεδόν οι δυνάμεις αναφέρονται σε αυτό κυρίως βέβαια είτε για να το ξορκίσουν είτε για να το θέσουν ως ανεπίκαιρο στη «γωνία της ιστορίας».
Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ το ξορκίζουν αυτονόητα ως το απόλυτο κακό. Ο Α. Τσίπρας, από τους Δελφούς, διακήρυξε πως «ποτέ δεν σκέφτηκε να διαπραγματευτεί την παρουσία της Ελλάδας στην Ευρώπη». Ο Ε. Τσακαλώτος δήλωσε πρόσφατα πως είχε την ευθύνη «απέναντι στον ελληνικό λαό, να βρεθεί ένας συμβιβασμός και να μην καταρρεύσει η χώρα», εκδηλώνοντας με την ασφάλεια της απόστασης την πραγματική ουσία της πολιτικής και των επιδιώξεων του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Κ. Λαπαβίτσας δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του πως «δεν θέτω ζήτημα αποχώρησης από το ευρώ, αυτά τα λέγαμε το 2015.». Τέλος, το ΚΚΕ εξ αρχής δια στόματος ΓΓ δήλωνε πως δεν βλέπει λύση «εκτός ευρώ», ρίχνοντας νερό στην τρομοκρατική εκστρατεία των δανειστών.
Κι όμως αν επιβεβαίωσε κάτι ο Ιούλιος του 2015 είναι ότι το δίλημμα ήταν σαφές και τελείως συγκεκριμένο. Είτε κατάργηση των μνημονίων με ρήξη με τους δανειστές, δηλαδή την ΕΕ και το ΔΝΤ είτε συνθηκολόγηση μαζί τους, νέα δυσβάσταχτα μνημόνια μέχρι το 2060, απογοήτευση και αποστράτευση για χρόνια μεγάλων τμημάτων των λαϊκών δυνάμεων και του αριστερού κόσμου, πορεία βαθιάς κρίσης και εκφυλισμού του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Τρίτος δρόμος δεν υπήρχε. Αυτές ήταν οι δύο επιλογές.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναπόφευκτη και καθορισμένη από τη στρατηγική του ρεύματος αυτού, την ξεκάθαρη πολιτική του «ευρωπαϊσμού» και της πάση θυσία παραμονής στην ευρωζώνη, την ευρύτερη στρατηγική της φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. Αυτή η στρατηγική, «ντύθηκε» και δικαιολογήθηκε ποικιλοτρόπως. Επιχειρήματα όπως «ούτε ρήξη ούτε υποταγή», ότι υπάρχει επωφελής λύση «και για τους δανειστές και για τον λαό», και ακόμα «το θέμα δεν είναι να βάζουμε σαν στόχο την έξοδο απ το ευρώ, αλλά την κατάργηση των μνημονίων και όταν έρθει η ώρα θα γίνει η ρήξη». Επιχειρήματα που με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και σε διάφορες εκδοχές ακούμε δυστυχώς μέχρι και σήμερα.
Όταν «ήρθε η ώρα», πάνω στην καμπή της ιστορίας, με τον Τσίπρα και όλον τον αστικό πολιτικό κόσμο να καταργεί πραξικοπηματικά το λαϊκό «Όχι» στο Προεδρικό Μέγαρο, και με τις πλάτες του ΚΚΕ, οι λαϊκές δυνάμεις στάθηκαν ανίκανες να υπερασπιστούν την αποκοτιά τους.
Πως θα μπορούσε ο λαός να υπερασπιστεί το «Όχι»; Όπως υπερασπίζονται οι λαοί κάθε δημοκρατική τους κατάκτηση απέναντι στα πραξικοπήματα, έστω κι αν αυτά έχουν κοινοβουλευτική μορφή, έστω κι αν απέναντι δεν είχαμε το χακί του συνταγματάρχη αλλά το γκρίζο του τραπεζίτη. Με λαϊκή εξέγερση, με ένα νέο «ανένδοτο», με πανεργατική απεργία, με αγώνα να πέσει η κυβέρνηση πριν υπογράψει το μνημόνιο και να οδηγηθούμε σε πολιτική κρίση με ανοιχτό το ερώτημα της παραπέρα εξέλιξης. Με γραμμή ανατροπής και όχι με γραμμή ήττας και συμβιβασμού.
Όμως η «γραμμή της ανατροπής», τα μεγάλα γεγονότα και οι συγκρούσεις της ιστορίας απαιτούν ξεκάθαρη στρατηγική και αντίστοιχη πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική προετοιμασία. Πολιτικό αγώνα που να συνδέει την κατάργηση των μνημονίων με την ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, σύνδεση με το ευρύτερο πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών αλλαγών, αποκάλυψη της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργία και ανάπτυξη νέων μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης και του λαού που να ξεπερνούν τον υποταγμένο συνδικαλισμό, προετοιμασία για πανεργατική απεργία και αγώνα διαρκείας. Ποιος, όμως, θα «έμπαινε μπροστά» σε μια τέτοια μάχη;
Η εργατική τάξη άλλη μια φορά σήκωσε το ανάστημά της και στο κίνημα πριν και στο δημοψήφισμα, διαψεύδοντας ότι ο λαός δεν τραβάει. Αντίθετα, άλλη μια φορά η Αριστερά δεν τράβηξε ανατρεπτικά κι έχει την πολιτική ευθύνη. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωκε τον «συμβιβασμό», η αριστερή του πτέρυγα στήριζε την ηγεσία μέχρι να υπογράψει, το ΚΚΕ ήθελε οπωσδήποτε να αποφύγει την ρήξη. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η αντικαπιταλιστική αριστερά, παρά τον μεγάλο αγώνα υπέρ του «τριπλού» συνεπούς ΟΧΙ (στα μνημόνια, την κυβέρνηση, την ΕΕ), στάθηκαν αδύναμες να αλλάξουν ρότα στις εξελίξεις έχοντας και τις δικές τους αντιφάσεις και όρια.
Τελικά αυτό που έλειψε δεν ήταν η «ενότητα» και η «πλατιά γραμμή». Ήταν η επαναστατική τακτική, ήταν εκείνη η δύναμη που με την πολιτική της γραμμή, την ισχύ και την ταξική της γείωση θα μπορούσε να μπει μπροστά για το επόμενο ανώτερο βήμα.
Κι επειδή μεγάλα γεγονότα θα ξανάρθουν και θα είναι χιονοστιβάδα ας κάνουμε την αποτίμησή μας από αριστερές, επαναστατικές θέσεις.