Mάκης Γεωργιάδης
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης της πλατείας Τιενανμέν του Πεκίνου, πολλές πτυχές της σφαγής παραμένουν στο σκοτάδι. Ακόμη και ο ακριβής αριθμός των νεκρών και των εκτελεσμένων φοιτητών και εργατών δεν είναι απόλυτα γνωστός. Οι επίσημες εκτιμήσεις του Πεκίνου μιλούν για 300 νεκρούς, ενώ ανεπίσημες πηγές κάνουν λόγο για 2.000 με 3.000 θύματα, και άλλοι για πολύ περισσότερα. Ένα τεράστιο, ανεξίτηλο και αιματοβαμμένο στίγμα στοιχειώνει από τότε τον «σοσιαλισμό της αγοράς». Μετά το 1989 και την πλατεία Τιενανμέν τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο…
Το 1989, δίχως αμφιβολία, αποτελεί μια χρονιά ορόσημο τόσο στην ελληνική όσο και στην παγκόσμια σύγχρονη ιστορία. Το καλοκαίρι του 1989 η Ελλάδα ζει στον αστερισμό της «κάθαρσης» και η ελληνική Αριστερά, διά του ενιαίου Συνασπισμού, ετοιμάζεται για την έφοδο στα «μεγάλα ακροατήρια» και τα κυβερνητικά οφίκια. Η «εθνική συμφιλίωση» βαδίζει χέρι χέρι με την αντίληψη της περεστρόικα και της γκλάσνοστ οι οποίες αποτελούν τις νέες σταθερές του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος εκπορευόμενες από τη Μόσχα και το ΚΚΣΕ. Το 12ο συνέδριο του ΚΚΕ και το 27ο αντίστοιχο του ΚΚΣΕ με τις αποφάσεις τους έχουν χαράξει προ καιρού το δρόμο που θα οδηγήσει από τη μια στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα και από την άλλη στην κατάρρευση. Όταν την 4η Ιουνίου φτάνουν τα νέα από την Κίνα, όλος ό κόσμος παγώνει, κυρίως ο κόσμος της Αριστεράς. Μπορεί το πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» να μην υπήρξε ποτέ ενιαίο και ομοούσιο, ωστόσο, εκτός από ελάχιστες και μειοψηφικές εξαιρέσεις, όλοι θεωρούσαν πως η Κίνα βαδίζει στον δικό της δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας, μια στρατιωτική δύναμη περίπου 200.000 ανδρών, ειδικών δυνάμεων και δεκάδων τεθωρακισμένων, εισβάλλουν στο Πεκίνο με στόχο την πλήρη καταστολή της εξέγερσης η οποία σοβεί από τον Απρίλιο, αλλά τείνει πλέον να γενικευθεί και έχει αγκαλιάσει και μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης πλην των φοιτητών οι οποίοι πρωτοστάτησαν στις αρχικές της φάσεις. Μέσα σε ελάχιστες ώρες η πλατεία της Ουράνιας Γαλήνης, όπως μεταφράζεται η Τιενανμέν, μετατρέπεται σε ένα απέραντο «σοσιαλιστικό σφαγείο».
Στην Αθήνα η αμηχανία είναι έκδηλη. Οι ηγεσίες τόσο του ΚΚΕ όσο και του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς τηρούν μια τακτική ίσων αποστάσεων. Στον κομματικό και τον φίλα προσκείμενο Τύπο, μετά την αρχική έκπληξη και τα αντιφατικά πρωτοσέλιδα, ιδίως της εφημερίδας Πρώτη η οποία αρχικά βγήκε σφόδρα επιθετικά εναντίον του καθεστώτος του Πεκίνου, αρχίζουν τα φαινόμενα λογοκρισίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιστολή του μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, Ευτύχη Μπιτσάκη. Μια επιστολή καταδίκης της σφαγής η οποία θα δημοσιευόταν στο φύλλο της 22ας Ιουνίου, αλλά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Με τίτλο: «Η κινεζική ψυχιατρική στην Πρώτη», ο Ευτ. Μπιτσάκης σημείωνε: «Τελικά το κείμενο απορρίφθηκε. Από την πλευρά της αρχισυνταξίας, ο κ. Τσαγκάρης μου δήλωσε ότι το θέμα της δημοσίευσης του κειμένου μου συζητήθηκε σοβαρά. Επί της ουσίας δεν υπήρχε αντίρρηση, δοθέντος ότι η εφημερίδα είχε καταδικάσει ρητά τις εκτελέσεις. Τελικά όμως αποφάσισαν να μη δημοσιεύσουν το κείμενο, επειδή έχω την τάση να επιδιώκω δημοσιότητα και να δημιουργώ ζητήματα για να αποκτώ δημοσιότητα» (περιοδικό Πριν, τεύχος 3ο, Ιούλιος 1989, σελ. 2).
Μόνη διαφοροποίηση της περιόδου από την ανυπότακτη ΚΝΕ του Γιώργου Γράψα: «Ο σοσιαλισμός δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τη νεολαία και τον λαό»
Το ζήτημα ωστόσο ήταν εξαιρετικά βαθύτερο από τα οποιαδήποτε… ψυχαναλυτικά τερτίπια επικαλούνταν τα δημοσιογραφικά και κατ’ επέκταση τα κομματικά επιτελεία. Η αριστερή διαφωνία στους κόλπους της ΚΝΕ και οι κλυδωνισμοί στην ίδια την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ ως απότοκο της στροφής στον κυβερνητισμό και την «ταξική συμφιλίωση» έπαιρναν διαστάσεις χιονοστιβάδας. Και ενώ οι διαφωνούντες και οι ασκούντες κριτική στο ΚΚΕ εμφανίζονταν λίγο ως πολύ ως σταλινικά κατάλοιπα περασμένων εποχών, η ουσία παρέμενε αμείλικτη. Η ΚΝΕ καταδίκασε εξαρχής τη σφαγή και τα όσα ακολούθησαν, την ώρα που το κόμμα επικαλούνταν το διάλογο ως τη μόνη λύση στα αδιέξοδα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Και ασφαλώς στα αδιέξοδα του κινεζικού, τύπου σοσιαλιστικού καθεστώτος. Η δήλωση του γραφείου του Κ.Σ., που δημοσιεύεται στον Οδηγητή δίπλα στη δήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρει ότι: ·«Η ΚΝΕ καταδικάζει τα αιματηρά γεγονότα σε βάρος της νεολαίας και των φοιτητών… Ο σοσιαλισμός δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τη νεολαία και το λαό. Κινδυνεύει από αυτούς που επιχειρούν να τον συνδυάσουν με καπιταλισμό, με επιβολή νέων αυταρχικών μέτρων, με την καλλιέργεια σωβινισμού και το συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό».
Σίγουρα, τα πράγματα δεν ήταν άσπρο ή μαύρο. Η Κίνα και ο δικός της δρόμος προς το «σοσιαλισμό» αποτελούσε ανέκαθεν ένα ακανθώδες και περίπλοκο ζήτημα. Και η αχανής αυτή χώρα ήταν, και παραμένει εν πολλοίς, ένας μεγάλος άγνωστος για το δυτικό ημισφαίριο. Ακόμη και στις μέρες μας. Από αυτή την άποψη, της φοιτητικής εξέγερσης είχε προηγηθεί μια αλυσίδα γεγονότων και βαθιών αλλαγών οι οποίες έβαζαν την Κίνα στις ράγες του καπιταλισμού, πάντα υπό σοσιαλιστικό μανδύα. Η έκρηξη των φοιτητικών και στη συνέχεια και των εργατικών δυνάμεων δεν θα μπορούσε να είναι μια μονοσήμαντη διαδικασία. Ο κινεζικός λαός εξέπεμπε κραυγή απελπισίας για καλύτερη και πιο αξιοβίωτη ζωή. Για ελευθερία και δημοκρατία, αλλά…η ηγεσία του ΚΚ της Κίνας υπό τον Ντεγκ Χσιάο Πινγκ και τον πρωθυπουργό Λι Πενγκ ήταν αποφασισμένη και είχε ξεκάθαρο στόχο. Για τη γραφειοκρατία η κήρυξη στρατιωτικού νόμου και η σφαγή ήταν ειλημμένη απόφαση.
Της φοιτητικής εξέγερσης είχε προηγηθεί μια αλυσίδα γεγονότων και αλλαγών οι οποίες έβαζαν την Κίνα στις ράγες του καπιταλισμού, πάντα υπό σοσιαλιστικό μανδύα. Η έκρηξη των φοιτητικών και στη συνέχεια και των εργατικών δυνάμεων δεν θα μπορούσε να είναι μια μονοσήμαντη διαδικασία. Ο κινεζικός λαός εξέπεμπε κραυγή απελπισίας για καλύτερη και πιο αξιοβίωτη ζωή. Για ελευθερία και δημοκρατία, αλλά η ηγεσία του ΚΚ της Κίνας, υπό τον Ντεγκ Χσιάο Πινγκ και τον πρωθυπουργό Λι Πενγκ, ήταν αποφασισμένη και είχε ξεκάθαρο στόχο. Για τη γραφειοκρατία η κήρυξη στρατιωτικού νόμου και η σφαγή ήταν ειλημμένη απόφαση. Το περιοδικό Πριν συμπύκνωνε τότε στις σελίδες του την ουσία των εξελίξεων. Στο Διεθνές Πανόραμα και υπό τον τίτλο: «Τρόμος πάνω από την Κίνα», διαβάζουμε: «Μετά τα τανκς, εκτελέσεις με το μίσος εκείνων που το τέλος τους είναι αναπότρεπτο, η κινέζική ηγεσία των υπερογδοντάχρονων ανανεωτών βυθίζει όλο και πιο βαθιά στο αίμα την Κίνα. Συγκλονιστικές οι στιγμές των εκτελέσεων με μια σφαίρα στον αυχένα. Κάτι παραπάνω από αποκαλυπτικές για τη ταξική φύση της κινεζικής ηγεσίας ήταν οι πρώτες τρεις από τις δεκάδες, ήδη, εκτελέσεις. Νέοι και εργάτες ήταν οι εκτελεσμένοι, και όχι στο εξεγερμένο Πεκίνο, αλλά στην εργατούπολη της Σαγκάης όπου είναι συγκεντρωμένο σχεδόν το 40% της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας. Πράγματι, ο σοφός Ντενγκ ξέρει πολύ καλά ποιος είναι ο ταξικός του αντίπαλος. Όπως ξέρει πολύ καλά ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψουν αυτή τη δύσκολη ώρα. Όσο για τη δυτική φλυαρία περί δήθεν τραγικών οικονομικών κυρώσεων στην Κίνα εκ μέρους της Δύσης, ο Ντενγκ προκαλεί κυνικά και τους λέει: κατάμουτρα: «Από τη στιγμή που θα σταθεροποιήσουμε την κατάσταση και θα ξαναθέσουμε σε κίνηση την οικονομία, οι ξένοι θα ξανάρθουν να χτυπήσουν την πόρτα μας. Ο Ντένγκ έχει δίκιο…». (περιοδικό Πριν, τεύχος 3o, Ιούλιος 1989 σελ. 28-30).
Το μήνυμα αλληλεγγύης στη νεολαία και την εργατική τάξη της Κίνας από τα τότε πρωτοπόρα κομμάτια του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας, ήταν συνεχές, δυναμικό και ξεκάθαρο. Ο τότε γραμματέας της ΚΝΕ, Γιώργος Γράψας, είχε αναφέρει για το θέμα στην ιστορική ομιλία του στο 15o Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του Οδηγητή στις 17 Σεπτεμβρίου στο Άλσος Βεΐκου: «Θα είμαστε οι τελευταίοι που θα δεχτούμε να υπερασπίσουμε τα μεγάλα οράματα της κοινωνικής απελευθέρωσης, γράφοντας στις σημαίες μας φαινόμενα καταστολής των λαϊκών μαζών, το πνίξιμο της εργατικής δημοκρατίας, την ασυδοσία της γραφειοκρατίας σαν χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού. Όχι, όλα αυτά δεν τα θεωρούμε σαν τη δική μας προοπτική. Όμως, την ίδια στιγμή είμαστε βαθιά πεισμένοι για την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού σαν μοναδικού δρόμου για την απελευθέρωση του ανθρώπου». Λίγες ημέρες μετά ολόκληρο το ΚΣ της ΚΝΕ καθαιρέθηκε. Λίγους μήνες μετά, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε την κατάρρευση του επονομαζόμενου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Μέχρι σήμερα, όμως, η Κίνα εξακολουθεί να περπατάει στα ματωμένα χνάρια της πλατείας Τιενανμέν, έχοντας πάντα στην προμετωπίδα το επίθετο «κομμουνιστική». Πόσο τραγικά επίκαιρη είναι, τελικά, σήμερα η ομιλία του Γιώργου Γράψα σε εκείνο το φεστιβάλ!
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στις 8.6.2024