Ηλίας Ιωακείμογλου*
Σε διαρκή «εσωτερική υποτίμηση» σε όλους τους τομείς υποχρεώνει η συμμετοχή σε ευρωζώνη και ΕΕ
Ας δούμε με ποιο τρόπο το ευρώ μάς πνίγει, όχι όλους βέβαια, αλλά τα 2/3 της ελληνικής κοινωνίας: ας δούμε, δηλαδή, πώς λειτουργεί η ελληνική οικονομία χωρίς την προστατευτική ασπίδα της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος, της δραχμής.
Το μέγιστο επίπεδο παραγωγής που μπορεί να επιτύχει μια μικρή οικονομία ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο, όπως η ελληνική οικονομία, υπόκειται σε δύο περιορισμούς:
Ο πρώτος περιορισμός είναι το μέγεθος του παραγωγικού συστήματος της χώρας, διότι εάν οι παραγωγικές εγκαταστάσεις (μονάδες παραγωγής, υποδομές κ.λπ.) είναι ανεπαρκείς, αυτό θέτει ένα όριο στο μέγιστο επίπεδο παραγωγής στο οποίο μπορούμε να φτάσουμε. Εάν το παραγωγικό σύστημα συρρικνώνεται, όπως συνέβη κατά τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα, αντίστοιχα φθίνει και το μέγιστο δυνητικό προϊόν.
Ο δεύτερος περιορισμός είναι η ικανότητα της οικονομίας μιας χώρας να διαθέτει στις αγορές του εξωτερικού τα προϊόντα της, και μάλιστα σε βαθμό τέτοιο ώστε τα έσοδα από τις εξαγωγές να επαρκούν ώστε να αγοράζουν τις εισαγωγές που χρειάζεται η χώρα (με την βοήθεια, βέβαια, και ιδιωτικών ή δημόσιων πόρων που ενδέχεται να εισρέουν στην χώρα). Εάν αυτό δεν συμβαίνει, τότε μέρος από το κόστος των εισαγωγών θα πρέπει να καλυφθεί με δανεισμό (και αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται για πολύ καιρό, όπως το είδαμε να συμβαίνει στην Ελλάδα το 2008). Αυτός ο δεύτερος περιορισμός, παρακάμπτεται όταν υπάρχει εθνικό νόμισμα, του οποίου η υποτίμηση (ή βαθμιαία διολίσθηση) ευνοεί τις εξαγωγές και αποθαρρύνει τις εισαγωγές. Η ύπαρξη, λοιπόν, του δεύτερου περιορισμού ανάγεται στην αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ.
Με αυτούς τους δύο περιορισμούς σε ισχύ, η βέλτιστη κατάσταση για την ελληνική οικονομία είναι η εξής: Να χρησιμοποιεί πλήρως το παραγωγικό της δυναμικό, και επιπλέον, σε αυτό το μέγιστο επίπεδο παραγωγής, οι πωλήσεις των εξαγωγών να είναι ικανές να αγοράσουν τις αναγκαίες εισαγωγές. Οι εισαγωγές, όμως, αυξάνονται παράλληλα με την παραγωγή, διότι αυτή αυξάνει και το διαθέσιμο εισόδημα. Εάν οι εξαγωγές δεν επαρκούν, τότε, μέσα στις συνθήκες που δημιουργεί το ευρώ, το ύψος της παραγωγής θα πρέπει να μειωθεί για να μειωθούν και οι εισαγωγές στο επίπεδο που «αντέχει» η οικονομία, εκεί δηλαδή που οι εξαγωγές και άλλοι πόροι που εισρέουν στην χώρα είναι ικανές να αγοράσουν τις εισαγωγές. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην ελληνική οικονομία μετά το 2008, όπως φαίνεται στο διάγραμμα: το ΑΕΠ χρειάστηκε να καταρρεύσει από τα 240 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008 στα 180 δισεκατομμύρια το 2014 (σε σταθερές τιμές 2015), και να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο για να διατηρηθεί σε ανεκτά επίπεδα το έλλειμμα στις συναλλαγές της Ελλάδας με τον υπόλοιπο κόσμο. Μόνο ο από μηχανής θεός του τουρισμού αύξησε θεαματικά τις εξαγωγές και μαζί με αυτές το ΑΕΠ στο επίπεδο των 195 δισεκατομμυρίων μετά την πανδημία. Όπως φαίνεται στο ίδιο διάγραμμα, ακόμα και με τη μεγάλη βοήθεια του τουρισμού, το εξωτερικό έλλειμμα παραμένει μεγάλο (6%, το τρίτο μεγαλύτερο έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27). Για όσο καιρό η ελληνική οικονομία στερείται εθνικού νομίσματος, θα παλεύει, για πολλά χρόνια ακόμα, με τους χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης είτε με την στασιμότητα.
Σε αυτό το σημείο, οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι αντιτείνουν ότι για να προσαρμοστεί η χώρα στις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού και να αντεπεξέλθει, δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει εθνικό νόμισμα ώστε να υποτιμάται, διότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι. Πράγματι, οι τιμές μπορούν να μεταβληθούν στη βραχυχρόνια διάρκεια με τη μείωση των μισθών, είτε με μείωση των περιθωρίων κέρδους, και μακροπρόθεσμα με τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των προϊόντων, τον προσανατολισμό τους σε νέες ή μεγάλες αγορές, με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτά, όμως, υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Τα περιθώρια κέρδους είναι τα ιερά και τα όσια του κεφαλαίου, και οι επιχειρήσεις ούτε θέλουν ούτε μπορούν να τα μειώσουν (ιδιαίτερα όσες υπόκεινται στην επίβλεψη του χρηματιστικού κεφαλαίου). Όσο για την παραγωγικότητα της εργασίας (που είναι απελπιστικά χαμηλή), την ποιότητα των προϊόντων, τον προσανατολισμό σε επικερδείς αγορές κ.λπ., αυτά βελτιώνονται με παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες μετά το 2008 έχουν υποστεί καθίζηση, διότι οι επιχειρήσεις πρώτα διανέμουν κέρδη (μερίσματα κ.λπ.) και μόνο ό,τι περισσεύει το επενδύσουν σε παραγωγικές χρήσεις.
Τι απομένει, λοιπόν; Να μειωθούν οι μισθοί. Ακριβώς αυτό που συμβαίνει. Ούτε αυτό αρκεί, όμως, ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές: διότι οι μειώσεις των μισθών μετατρέπονται πλήρως ή κυρίως σε αυξήσεις των κερδών αντί να μετατρέπονται σε μειώσεις των τιμών. Ούτε μπορούν τα ελλείμματα να καλύπτονται στη μακροχρόνια διάρκεια με εισροή ξένων κεφαλαίων σε μια χώρα που παλεύει με την κρίση της για τόσα πολλά έτη.
Επειδή η αστική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για το ύψος των κερδών που αποκομίζει αδιαφορώντας για την παρακμή στην οποία οδηγεί το παραγωγικό σύστημα και για τις στερήσεις στις οποίες υποβάλλει τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, είναι μια τάξη σε κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας της.