Το Έλα να παίξουμε! (εκδ. Το Ροδακιό) είναι το τέταρτο λογοτεχνικό έργο του Δημήτρη Χριστόπουλου. Έχουν προηγηθεί οι Δημόσιες ιστορίες (διηγήματα, Πηγή 2013), η Σπουδή στο κίτρινο (ιστορίες, Το Ροδακιό 2018), το Τζίντιλι(μυθιστόρημα, Το Ροδακιό 2020) το οποίο και τιμήθηκε με Ειδικό Κρατικό Θεματικό Βραβείο. Ο άτιτλος πρόλογος σε πρώτο πρόσωπο, ακολουθείται από δύο μέρη. Το πρώτο επιγράφεται «Σιωπή παντού» και το δεύτερο «Κι έναν-έναν τους νεκρούς ανασταίνεις». Ένα δίπολο καταστροφής και (ανα)δημιουργίας που χαρακτηρίζει τη βαθιά σκοτεινή δομή της νεοελληνικής κοινωνίας.
Ο τίτλος αποτυπώνει φαινομενικά μια προτροπή χαράς. Τι άλλο άραγε θα μπορούσε να προσφέρει ένα παιχνίδι; Το όλο μυθιστόρημα όμως αποκαλύπτει άλλες διαστάσεις του «παιχνιδιού». Εξάλλου, η λέξη σχετίζεται ετυμολογικά με την παιδεία αλλά και με το παίδεμα, άλλοτε με τη σημασία του αναθρέμματος, άλλοτε με την έννοια του μαθήματος άλλοτε ως βάσανο και ταλαιπωρία. Αλλά και το θαυμαστικό που στιγματίζει τον τίτλο μπορεί να δηλώνει ποικίλα συναισθήματα: θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, πόνο, φόβο. Όλες αυτές τις πλευρές -και ακόμα περισσότερες- ξετυλίγει ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του.
Σε τρία μέρη της Ελλάδας κινείται η ζωή του πρωταγωνιστή, του Στέργιου. Το πρώτο είναι η Ελευσίνα, η γενέθλια πόλη, εξαχρειωμένη πλέον, με τον σαλό της (τον σαλεμένο) Παναγιώτη Φαρμάκη -υπαρκτό πρόσωπο- να διασώζει την ιερή ιστορία της ψάχνοντας στα σκουπίδια αρχαία ευρήματα. Είναι ο τόπος όπου βασανίστηκε, με διαφορετικό τρόπο, από μάνα και πατέρα. Εκεί όμως συνάντησε και τον φωτισμένο και τρυφερό καθηγητή του, τον Φάνη, που πέθανε στα 35 του, και του κληροδότησε το ημιτελές μυθιστόρημά του, οδηγώντας τον να γράψει το «μυθιστόρημα της δικής του ζωής».
Το δεύτερο είναι η Θεσσαλονίκη, η πόλη των φοιτητικών του χρόνων. Πάντα ένιωθε ξένος σε αυτήν και του θύμιζε τον πατέρα του, «μια ζωή να κρύβει τις βρωμιές», «πότε με φωτιές, πότε με καραμούζες».
Το τρίτο μέρος, όπου διαδραματίζεται και το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας είναι η Σίφνος, τόπος καταγωγής της μάνας του. Θα εργαστεί ως γιατρός χωρίς να ξέρει αν είναι «πηγή να ξεδιψάσει ή πάλι ο δρόμος για την κόλαση». Μένει στης γιαγιάς του της Μαργαρώς, που ακόμη ψάχνει το παιδί της, το Σπυριδωνάκι, που εξαφανίστηκε τα Χριστούγεννα του ’42.
Στη Γενεαλογία του Στέργιου καταγράφονται οι περιπέτειες της νεότερης Ελλάδας: Μικρασιατική καταστροφή, Αλβανικό μέτωπο, Κατοχή. Αυτές άλεσαν προπάππου, παππού και σημάδεψαν με τρόπο τραγικό και απροσδόκητο την ζωή της προγιαγιάς, της γιαγιάς και της μάνας του και «πήραν» το Σπυριδωνάκι.
Θαυμασμός, χαρά, ελπίδα, πόνος, φόβος. Όλες αυτές τις πλευρές ξετυλίγει ο συγγραφέας
Η πορεία για την ανακάλυψη του μυστηρίου της εξαφάνισής του σημαδεύεται από την ανάπλαση της ζωής ανθρώπων της Σίφνου. Των ανθρώπων που δίνουν πνοή στον τόπο με τα έργα των χεριών τους, τις ιστορίες και τα παραμύθια τους διατυπωμένα στην ιδιωματική τους γλώσσα αλλά κι εκείνων που τον στραγγαλίζουν με τα εμπορευματικά τους σχέδια και τον στυγνό τους λόγο.
Ο λόγος της αφήγησης ακολουθεί τον ρυθμό και την ποιότητα των συναισθημάτων, των σκέψεων, των καταστάσεων που βιώνουν και εκφράζουν οι χαρακτήρες. Οι πολυάριθμες αφηγηματικές τεχνικές (πρόσωπα, σχήματα, σύνταξη, εικόνες) άλλοτε ακολουθούν τον αρμονικό ρυθμό των παραμυθιών και των δημοτικών τραγουδιών με το ρεαλιστικό και το φανταστικό να δημιουργούν μια ενιαία πραγματικότητα, άλλοτε τον λυγμό και την απόγνωση, άλλοτε αποτυπώνουν τη βία, τον κυνισμό, την υποκρισία.
Το δυναμικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος είναι η ανάδειξη μέσω του λόγου μιας τραυματικής ανθρώπινης κατάστασης: εκείνης της σιωπής. Την «ακούμε», την «μυρίζουμε», την «αγγίζουμε», την «βλέπουμε», την «γευόμαστε». Δεν την αισθανόμαστε μόνο· την συναισθανόμαστε από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος: στα πρόσωπα και στις αντοχές τους, στους κλειστούς χώρους και στους υπαίθριους τόπους, στα όριά τους και στην υπέρβασή τους. Κι όταν τελικά αρθρώνεται, απελευθερώνει νεκρούς και ζωντανούς.
Και αυτό κάνει και το σημαντικό αυτό βιβλίο του Δ. Χριστόπουλου.
Αιμιλία Καραλή