Παναγιώτης Ξοπλίδης
▸ Οι απόγονοι αυτού του ρεύματος είναι οι πιο ένθερμοι θιασώτες όλων των βασικών επιλογών της ΕΕ
Η στάση της ευρωπαϊκής Αριστεράς απέναντι στην ΕΕ είναι κριτήριο για τη γενικότερη θέση της απέναντι στην αστική πολιτική και στο εσωτερικό κάθε χώρας. Ιστορικά, το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού συνόδευσε τον ταξικό συμβιβασμό του με την ιδεολογική επένδυση στον «ευρωπαϊσμό». Ειδικότερα στις χώρες της περιφέρειας, που είχαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, στηρίχθηκε η «ευρωπαϊκή προοπτική» ως προϋπόθεση για τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας. Από τη δεκαετία του ‘90 και μετά, αυτή η στρατηγική επιλογή διολίσθησε στην απόλυτη ενσωμάτωση στο αστικό πολιτικό πλαίσιο, με την περίπτωση της Ιταλίας – κοιτίδας του ευρωκομμουνισμού – να είναι η πλέον τραγική, καθώς μετέτρεψαν το πιο μαζικό ΚΚ της Ευρώπης σε ένα κόμμα που σταδιακά αποκήρυξε ακόμα και τη σοσιαλδημοκρατία! Σε όλη την Ευρώπη, οι απόγονοι αυτού του ρεύματος είναι σήμερα οι πιο θερμοί υποστηρικτές των βασικών επιλογών της ΕΕ, στηρίζοντας ακόμα και πολεμικές επιχειρήσεις στο όνομα των «ευρωπαϊκών αξιών».
Ακόμα όμως και δυνάμεις με αναφορά στην επαναστατική, αντικαπιταλιστική ή κομμουνιστική Αριστερά υιοθέτησαν το επιχείρημα ότι η ΕΕ στάθηκε το αντίβαρο στις ιστορικές αντιπαραθέσεις των εθνικισμών της κάθε χώρας. Στο αστικό στρατόπεδο αυτή η θέση διαμόρφωσε ένα «συλλογικό ευρωπαϊκό εθνικισμό», που σε κάποιο βαθμό υποκατέστησε τους «μικρούς». Σήμερα, καλεί στη στρατικοποίηση και την πολεμική αναβάθμιση της Ευρώπης απέναντι στην «απολυταρχία» που πρεσβεύει το αντίπαλο γεωπολιτικό μπλοκ. Ο εκφυλισμός μεγάλης μερίδας της Αριστεράς στην Ευρώπη έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε και πάλι να αρνείται να πάρει θέση ενάντια στην ΕΕ, στο όνομα της αντίθεσης στον ακροδεξιό «ευρωσκεπτικισμό». Συμπαρασύρει μαζί της ένα πλέγμα κοινωνικών οργανώσεων, κινημάτων, ακόμα και μεγάλου τμήματος της αυτονομίας, που τελικά υποτάσσεται στις βασικές επιλογές της αστικής πολιτικής, προτάσσοντας χωρίς ταξική αναφορά τα ζητήματα της «δημοκρατίας», της «συμπερίληψης» και των «ατομικών δικαιωμάτων».
Η περίπτωση του δημοψηφίσματος για το Brexit είναι αποκαλυπτική για τα όρια που έχει αυτή η Αριστερά. Όταν οι εσωτερικές αντιθέσεις μιας ηγεμονικής (αν και σε πορεία παρακμής) καπιταλιστικής χώρας οδήγησαν σε μια ιστορικών διαστάσεων κρίση, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς, που πιστεύει σε μία καλύτερη ΕΕ μέσω της μεταρρύθμισής της, επέλεξε να στηρίξει την παραμονή σε αυτήν λέγοντας ότι δεν θέλει να ταυτιστεί με τον εθνικιστικό και ρατσιστικό λόγο της επίσημης καμπάνιας για την έξοδο.
Όμως, για πολλά χρόνια πριν το Brexit, η εργατική τάξη ζούσε την εργασιακή ανασφάλεια, τη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής, την υποβάθμιση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών. Έτσι, όταν της δόθηκε η ευκαιρία, ψήφισε μαζικά ενάντια στην ΕΕ, όπως το έκανε και όλες τις περιπτώσεις δημοψηφισμάτων που αφορούσαν Συνθήκες της ΕΕ σε διάφορες χώρες (Γαλλία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία). Παρ’ όλα αυτά, η Αριστερά και το οργανωμένο εργατικό κίνημα (η συνδικαλιστική γραφειοκρατία) έσπευσαν να κουνήσoυν το δάχτυλο στους εργάτες της Βρετανίας που ψήφισαν ενάντια στους δυνάστες τους. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν, που ακόμα και σήμερα θεωρείται ως ηγετική μορφή της «αριστερής στροφής» και της «νέας σοσιαλδημοκρατίας», μπήκε στο χρονοντούλαπο της βρετανικής πολιτικής καθώς η νεοκεϋνσιανή πρότασή του συνετρίβη στα βράχια του Brexit, αδυνατώντας έστω να αμφισβητήσει πλευρές του καπιταλιστικού πλαισίου.
Η περίπτωση του δημοψηφίσματος για το Brexit είναι αποκαλυπτική για τα όρια που έχει αυτή η Αριστερά
Με την εμπειρία του Brexit, αλλά και της ελληνικής κρίσης, στο χώρο της ευρωπαϊκής ρεφορμιστικής Αριστεράς αναπτύσσονται κριτικές, όχι όμως προς το συνολικό χαρακτήρα της ΕΕ αλλά ως προς τις «συνέπειες» των πολιτικών της. To δίκτυο του DiΕΜ 25 διεκδικεί κάποιες διορθώσεις με στόχο την «πολιτική ενοποίηση με όρους δικαιοσύνης» και την χρήση θεσμών της ΕΕ (ακόμα και της ΕΚΤ!) ως εργαλείων «προοδευτικής» πολιτικής. Ως «ιδεολογικό» μόνο θέμα θεωρούν την ΕΕ ο Μελανσόν και η Βάγκενκνεχτ, σε Γαλλία και Γερμανία, διεκδικώντας «εξαιρέσεις» σε διάφορα πεδία υπό το πρίσμα ουσιαστικά μιας εθνικής πολιτικής που σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητεί θεμελιώδεις αρχές της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αλλά και τα «ορθόδοξα» ΚΚ (με πιο μαζικό το ΚΚΕ), αν και αναθεματίζουν τον ρεφορμισμό των παραπάνω εγχειρημάτων, πρακτικά ταυτίζονται μαζί τους στο θέμα της θεώρησης της ΕΕ ως «ιδεολογικού» ζητήματος και αρνούνται να θέσουν ως πολιτικό στόχο την έξοδο από αυτήν. Κινδυνολογώντας, μάλιστα, για τους «κινδύνους που αυτή θα έχει σήμερα»…
Πετούν την… μπάλα στην εξέδρα
Στις κρίσιμες καμπές, όπως οι συνθήκες προϋποθέσεων λαϊκής εξέγερσης στις χώρες του Νότου (Ελλάδα 2010-’12) ή η κρίση της αστικής πολιτικής (ορόσημο το δημοψήφισμα του 2015), τα κόμματα αυτά αντί να οξύνουν την ταξική πάλη, προτίμησαν να μπουν στο περιθώριο των πρωτοφανών κοινωνικών διεργασιών, ακόμα και να συνταχθούν με τη βασική επιλογή των αστικών τάξεων, την παραμονή πάση θυσία στην ΕΕ.
Η γραμμή «ούτε έξοδος, ούτε παραμονή αλλά σοσιαλισμός» ή το επιχείρημα «και με έξοδο, καπιταλισμό θα έχουμε» είναι εσκεμμένη φυγή που χρησιμοποιούν και οργανώσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως επαναστατικές, με ιστορική αναφορά σε τροτσκισμό και μαοϊσμό, όπως το γαλλικό ΝΡΑ ή το βελγικό Εργατικό Κόμμα. Αιτία είναι κυρίως η λαθεμένη ανάλυση και εκτίμηση για τον σύγχρονο καπιταλισμό και τη φύση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων.
Άλλοτε, οι θολές αναφορές στη θέση του Λένιν για τις «Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης» γίνονται απλά μια διακήρυξη που καμία σχέση δεν έχει με την αναγκαία επαναστατική γραμμή σήμερα. Καταλήγουν έτσι είτε στην ενσωμάτωση στο ρεφορμισμό, είτε στο δρόμο της «καθαρότητας», χωρίς να ενισχύουν την αδύναμη, αλλά υπαρκτή και αναγκαία γραμμή για μια πραγματικά μαχόμενη Αριστερά σε όλη την Ευρώπη που θα παλέψει σήμερα για διεθνιστική αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (26.4.24)