Ηλίας Ιωακείμογλου
Η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ και την ΕΕ προβάλλονται από το σύστημα ως μεγάλη κατάκτηση. Στην πράξη όμως ωφελούν μόνο την κυρίαρχη τάξη, επιβάλλοντας αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις κατά της εργασίας, όπως με τα Μνημόνια. Ταυτόχρονα, το ευρώ μεταφέρει την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού πάνω στους μισθούς, επιβάλλοντας περικοπές των πραγματικών μισθών των εργαζομένων.
Τα δύο θεμέλια του καθεστώτος εκμετάλλευσης
Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει, ιδιαίτερα από το 1990 και μετά, ιμάντα μεταβίβασης των νεοφιλελεύθερων θεσμικών αλλαγών στην Ελλάδα. Πρόκειται, βεβαίως, για αλλαγές που υιοθετούνται, σε διάφορες παραλλαγές, από όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, ανεξαρτήτως εάν συμμετέχουν ή δεν συμμετέχουν στην ΕΕ. Ωστόσο, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ προσφέρει στις κυβερνήσεις τη μέγιστη διευκόλυνση να παρουσιάζουν τις νεοφιλελεύθερες θεσμικές αλλαγές ως επιβαλλόμενες από το εξωτερικό και ως αναπόφευκτες, διότι αποτελούν συμβατική υποχρέωση της χώρας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Μετριάζουν, έτσι, κατά πολύ, τις κοινωνικές αντιστάσεις στις νεοφιλελεύθερες θεσμικές αλλαγές.
Οι αλλαγές αυτές, αφού επιταχύνθηκαν δραματικά με τη μνημονιακή πολιτική, έχουν πλέον συγκροτήσει σύστημα που επιβάλλει ένα καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας πολύ διαφορετικό από αυτό που υπήρχε πριν από το 2010. Μεταξύ αυτών των θεσμικών αλλαγών (που ονομάζονται και διαρθρωτικές αλλαγές) μέγιστη σημασία για το νέο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας, έχουν οι αλλαγές στην αγορά εργασίας, εκεί που πουλάμε στις επιχειρήσεις τις ικανότητές μας προς εργασία έναντι μισθού. Επιβάλλοντας νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, οι κυβερνήσεις επιτυγχάνουν την μείωση της διαπραγματευτικής ικανότητας της μισθωτής εργασίας έτσι ώστε οι μισθοί να παραμένουν διαρκώς χαμηλοί.
Η συγκρότηση μιας νεοφιλελεύθερης αγοράς εργασίας απελευθερωμένης από την θεσμική προστασία των εργαζομένων, είναι το πρώτο θεμέλιο του καθεστώτος εκμετάλλευσης της εργασίας που έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα με τη μνημονιακή πολιτική. Το δεύτερο θεμέλιο, είναι η υιοθέτηση του ευρώ και οι περιορισμοί που επιβάλλει στην λειτουργία της οικονομίας.
ΕΕ και νεοφιλελεύθερες αλλαγές
Το ευρώ και η νεοφιλελεύθερη αγορά εργασίας, αποτελούν τα δύο θεμέλια του μηχανισμού εκμετάλλευσης της εργασίας με την έννοια ότι αποτελούν τις θεσμικές προϋποθέσεις χωρίς τις οποίες αυτός ο μηχανισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει, είναι δηλαδή προϋποθέσεις της ύπαρξής του.
Θεμέλιο πρώτο, το ευρώ: Η δραχμή μπορούσε, όταν χρειαζόταν, να αλλάζει συναλλαγματική ισοτιμία, να υποτιμάται (ή να «διολισθαίνει», να χάνει δηλαδή σταδιακά, κάθε μήνα, ένα μικρό μέρος από την ισοτιμία της). Με τον τρόπο αυτόν, γίνονταν ακριβότερα τα εισαγόμενα προϊόντα και φθηνότερα τα εξαγόμενα από την Ελλάδα. Είχε, δηλαδή, το εθνικό νόμισμα, την ιδιότητα να προσφέρει προστασία, έστω προσωρινή, στις επιχειρήσεις που λειτουργούσαν στην Ελλάδα, διότι μείωνε την πίεση που δέχονταν από τον διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό γινόταν, μάλιστα, με ιδιαίτερα επωφελή για τις επιχειρήσεις τρόπο: τα προϊόντα τους αποκτούσαν, χάρη στην υποτίμηση, τιμή σε ευρώ μικρότερη έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους, πλην όμως η τιμή τους σε δραχμές δεν μειωνόταν. Με το ευρώ, οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει καθώς δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος, και ολόκληρη η πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού μεταφέρεται στις επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα. Τώρα, για να πωλούνται τα προϊόντα τους σε τιμές χαμηλότερες έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού, οι επιχειρήσεις πρέπει να μειώσουν τις τιμές τους απευθείας σε ευρώ. Επειδή, όμως, έτσι μειώνονται τα κέρδη τους, οι επιχειρήσεις θέλουν να μετακυλύουν τη ζημιά στη μισθωτή εργασία, μειώνοντας τους μισθούς. Για να έρθουν έτσι τα πράγματα, χρειάζεται μια αγορά εργασίας στην οποία ο μισθωτός θα έχει μικρή και κατά προτίμηση ασήμαντη διαπραγματευτική δύναμη. Στο σημείο αυτό πηδάει επάνω στην σκηνή ο νεοφιλελευθερισμός με τις διαρθρωτικές αλλαγές του στην αγορά εργασίας.
Θεμέλιο δεύτερο, οι νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας: Η αγοραστική δύναμη των μισθών (που ονομάζουμε και πραγματικούς μισθούς) είναι ευθέως ανάλογη της προστασίας που παρέχουν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας στους μισθωτούς, ανάλογη του βαθμού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις, του βαθμού αποτελεσματικής λειτουργίας της Επιθεώρησης Εργασίας και γενικότερα ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας. Αυτό το πλαίσιο, είναι η αποκρυστάλλωση του παρόντος και του παρελθόντος συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, είναι οι κανόνες με τους οποίους ορίζεται σε τι τιμή θα πωλούνται οι εργασιακές ικανότητές μας και με ποιο τρόπο και ποιους όρους θα τις καταναλώνουν οι επιχειρήσεις και οι εργοδότες γενικότερα. Για τους λόγους αυτούς, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας αποτελεί κατεξοχήν τόπο ταξικού ανταγωνισμού, και αυτό εξηγεί ότι το κράτος, οι εργοδοτικές οργανώσεις και τα αστικά κόμματα συγκεντρώνουν εκεί μεγάλες δυνάμεις, ιδιαίτερα στην εποχή του ολοκληρωτικού ταξικού πολέμου που διεξάγει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Όποιος έχει ισχυρές θέσεις στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας ελέγχει τον συσχετισμό δύναμης στο σχηματισμό των μισθών και στους όρους με τους οποίους το κεφάλαιο καταναλώνει τις εργασιακές μας ικανότητες.
Αυτά είναι, λοιπόν, τα δύο θεμέλια, του μηχανισμού εκμετάλλευσης της εργασίας στη σημερινή του μορφή: το ευρώ και οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας. Εκκινώντας από αυτές μπορούμε τώρα να δούμε με ποιο τρόπο λειτουργεί ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης.
Ο μηχανισμός της εκμετάλλευσης σε λειτουργία: Το ευρώ μεταφέρει ολόκληρη την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού επί των παραγωγικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα, και η νεοφιλελεύθερη αγορά εργασίας μεταβιβάζει την πίεση αυτή από τις επιχειρήσεις στην μισθωτή εργασία. Αυτό, έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα (εξαιρουμένων, εννοείται, των μισθών των μεσαίων και υψηλών στελεχών του ιδιωτικού τομέα).
Αντίστοιχα αυξημένα είναι τα κέρδη, τα οποία δεν αυξάνονται για κανέναν άλλο λόγο, ούτε επειδή θα υπήρχε τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, ούτε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ούτε θαυματουργές νέες τεχνολογίες: τα υπέρογκα κέρδη που καταγράφουν τα στατιστικά στοιχεία προέρχονται στο ακέραιο από την διαρκή, επίμονη μείωση των πραγματικών μισθών και την προσπάθεια του κεφαλαίου αυτή η μείωση να γίνει, μέσω της έξης, μη αντιστρέψιμη.
Η μείωση των πραγματικών μισθών, δεν προέρχεται μόνο από την συνέργεια των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας και του ευρώ, αλλά και από το ενδημικά υψηλό ποσοστό ανεργίας. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εμφανίζει ένα κάτω όριο στην περιοχή του 10% και αυτό σχετίζεται με το ύψος των παραγωγικών επενδύσεων, το οποίο παραμένει απελπιστικά χαμηλό, τόσο χαμηλό που δεν επαρκούν οι νέες επενδύσεις για να αναπληρώσουν το παραγωγικό κεφάλαιο που αποσύρεται επειδή πάλιωσε ή είναι τεχνολογικά ασύμφορο. Να κάτι που δεν θα περίμενε κάποιος από μια χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Από το 2008 και μετά, το ποσοστό των ακαθάριστων εισοδημάτων του κεφαλαίου που επενδύονται σε παραγωγικό κεφάλαιο έχει μειωθεί στο 40% έναντι 70% περίπου κατά το 2005-2007. Ως αποτέλεσμα, το παραγωγικό σύστημα δεν διαθέτει επαρκείς θέσεις εργασίας ώστε να χρησιμοποιήσει ολόκληρο το εργατικό δυναμικό. Από εδώ προκύπτει η ενδημική ανεργία που ανέρχεται σε ποσοστό 10%. Ακόμη, δηλαδή, και αν καλυφθούν όλες οι θέσεις εργασίας, ένας στους δέκα από όσους αναζητά ενεργητικά εργασία θα παραμείνει άνεργος. Ακόμη και εάν επιστρατευθούν πολλαπλές βάρδιες, επιμήκυνση του χρόνου λειτουργίας, υπερωρίες κλπ, το ποσοστό αυτό μπορεί να μειωθεί περαιτέρω μόνο πρόσκαιρα, για όσο χρόνο θα μπορέσει να κρατηθεί η εξωτερική ζήτηση στα πολύ υψηλά επίπεδα που βρίσκεται σήμερα.
Συνοψίζοντας, ο καθορισμός των μισθών βρίσκεται παγιδευμένος, (α) από το ενδημικά υψηλό ποσοστό ανεργίας που συντηρείται με τις χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις, (β) από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που μειώνουν την διαπραγματευτική ισχύ της μισθωτής εργασίας και (γ) από το ευρώ που μεταφέρει στην οικονομία ολόκληρη την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα είναι η ιστορικά πρωτοφανής, για τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού σε καιρό ειρήνης, μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών στην Ελλάδα. Το πάθος με το οποίο οι επιχειρήσεις, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα κόμματα της αστικής τάξης επιδιώκουν αυτήν την μείωση δεν είναι τυχαίο, εξηγείται από την αδυναμία τους να επιτύχουν τα υψηλά κέρδη στα οποία είναι εθισμένοι, με άλλα μέσα, με τα μέσα που χρησιμοποιεί ο αναπτυγμένος καπιταλισμός (ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας) και τα οποία είναι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός και οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας.
Τα σημεία προσβολής του μηχανισμού εκμετάλλευσης
Σε ποια σημεία του, όμως, μπορεί να προσβληθεί αυτός ο μηχανισμός εκμετάλλευσης της εργασίας;
Πρώτον, στην μεταφορά ολόκληρης της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού επί της ελληνικής οικονομίας μέσω του ευρώ.
Δεύτερον, στην μεταφορά της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις στην αγορά εργασίας μέσω των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.
Τρίτον, στο δικαίωμα της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας να αποφασίζει τι, πόσο και πώς θα παράγουμε ως χώρα, επομένως και πόσο μεγάλο θα είναι το παραγωγικό σύστημα, άρα και πόσες θα είναι οι θέσεις εργασίας και πόσοι από εμάς θα παραμένουν άνεργοι.
Με δεδομένη την απουσία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς από την κεντρική πολιτική σκηνή, οι παρεμβάσεις της σε σχέση με το ευρώ είναι αναγκαστικά περιορισμένες στο ιδεολογικό πεδίο.Όσον αφορά την αμφισβήτηση της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας, είναι πεδίο εγκαταλελειμμένο από την Αριστερά, διεθνώς, από την δεκαετία του 1980 και μετά. Επομένως, ελλείψει προετοιμασίας, οι σχετικές παρεμβάσεις και σε αυτό το πεδίο είναι αναγκαστικό, προς το παρόν, να περιορίζονται στο ιδεολογικό πεδίο. Σε ό,τι αφορά, όμως, την αγορά εργασίας και τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της που εξασφαλίζουν την μεταφορά της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις στην μισθωτή εργασία, η αντικαπιταλιστική Αριστερά έχει άμεση πρόσβαση και μπορεί κατά προτεραιότητα να ενδυναμώσει την κινηματική και συνδικαλιστική παρουσία της εκεί διότι διαθέτει όλα όσα χρειάζονται γι αυτό.