Ηλίας Ιωακείμογλου
Πολύ υψηλό το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας στην Ελλάδα
Η τάξη των κεφαλαιοκρατών διατηρεί το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας να ορίζει πού, για ποιο σκοπό, πόσο και κυρίως με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιηθεί το παραγωγικό σύστημα της χώρας,δηλαδή οι μηχανές και τα εργαλεία, οι κτιριακές εγκαταστάσεις και γενικά όλα όσα χρησιμοποιούνται προκειμένου να πραγματοποιηθεί η παραγωγή υλικών προϊόντων και υπηρεσιών. Είναι η παραγωγή με την οποία ζούμε και εμείς οι υπόλοιποι, είτε ως μισθωτοί είτε ως καταναλωτές, και συνεπώς η πραγματοποίησή της αποτελεί θεμελιώδη υλική προϋπόθεση της ζωής μας.
Από αυτό το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (να ορίζει πού, για ποιο σκοπό, πόσο και κυρίως με ποιο τρόπο θα παράγουμε) απορρέει το δικαίωμα του κεφαλαίου να καταστρέφει επιχειρήσεις ή τμήματά τους όταν δεν αποδίδουν το επιθυμητό κέρδος. Διατηρεί, επομένως, εμμέσως αλλά με σαφέστατο τρόπο, το δικαίωμα να καταστρέφει τις υλικές προϋποθέσεις της ζωής μας όταν αυτές δεν λειτουργούν ικανοποιητικά ως κεφάλαιο, όταν δεν αποδίδουν δηλαδή το κέρδος που αυτοί οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες έχουν αποφασίσει ότι είναι ικανοποιητικό. Στον δε νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό είναι ικανοποιητικό το κέρδος όχι μόνο όταν είναι υψηλό, αλλά και υψηλότερο από το περασμένο έτος. (Αυτό,μάλιστα, δεν είναι απλώς επιλογή, είναι και υποχρέωση έναντι του χρηματιστικού κεφαλαίου, μια λειτουργία του οποίου είναι να τιμωρεί όσες επιχειρήσεις εμφανίζουν κερδοφορία χαμηλότερη του μέσου όρου).
Το δικαίωμα επάνω στις προϋποθέσεις της ζωής μας, ασκείται από την τάξη των κεφαλαιοκρατών στην μετα-μνημονιακή Ελλάδα με έναν τρόπο ιδιαίτερα διάφανο: το μέγεθος του παραγωγικού συστήματος μειώθηκε από το 2008 και μετά και μαζί με αυτό μειώθηκε ο μέγιστος αριθμός μισθωτών που έχουν την δυνατότητα να εργάζονται. Πιο αναλυτικά, όσοι δεν είναι αναγκαίοι για την αξιοποίηση του μειωμένου κεφαλαιακού αποθέματος στην Ελλάδα, δεν είναι σε θέση να πουλήσουν τις εργασιακές ικανότητές τους, αυτοί περισσεύουν, διότι οι ικανότητές τους δεν μπορούν να πουληθούν στον επιχειρηματικό τομέα παρά μόνο υπό τον όρο ότι αυτές μπορούν να αξιοποιήσουν το κεφάλαιο, να παράγουν κέρδη – αυτή είναι η χρησιμότητά τους για τον καπιταλισμό, για τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, για τους οικονομολόγους και τους ιδεολόγους του συστήματος. Έτσι, η συντήρηση και αναπαραγωγή των εργαζόμενων τάξεων δεν πραγματοποιείται ή πραγματοποιείται ατελώς, μερικώς, για τον απλό λόγο ότι υπάρχουν μερίδες αυτών των τάξεων που στερούνται το μοναδικό ή το κύριο εισόδημά τους.
Σε μια τέτοια κατάσταση, όπου η αναπαραγωγή του κεφαλαίου δεν μπορεί να συμπεριλάβει στην κίνησή της την αναπαραγωγή μερίδων των εργαζόμενων τάξεων, αυτές αποκλείονται από τον κόσμο της εργασίας, μερικώς ή πλήρως, πρόσκαιρα ή οριστικά. Όταν ο αποκλεισμός τους είναι μερικός ή πρόσκαιρος, οι γνώσεις τους και οι δεξιότητές τους δεν καταστρέφονται, και έτσι παραμένουν στην κατάσταση των εργασιακών εφεδρειών που παραμένουν διαθέσιμες προς εκμετάλλευση. Αντιθέτως, όταν ο αποκλεισμός από τον κόσμο της εργασίας είναι πλήρης και έχει μεγάλη διάρκεια, οι άνεργοι μεταπίπτουν στην κατάσταση ενός μη αξιοποιήσιμου πληθυσμού που χάνει τις γνώσεις του, τις δεξιότητές του και τις ικανότητές του να παράγει.
Η μάζα όσων ανέργων δεν έχουν την ευκαιρία να εργαστούν ακόμη και όταν το παραγωγικό σύστημα απασχολείται πλήρως, ανέρχεται στην Ελλάδα σε 400.000 άτομα. Από αυτούς, τα 2/3 είναι μακροχρόνιοι άνεργοι, οι οποίοι έχουν ήδη τεθεί σε πορεία προς τον περιττό πληθυσμό, διότι πολύ δύσκολα ένας εργοδότης προσλαμβάνει έναν άνεργο που έχει μείνει εκτός εργασίας επί δύο ή τρία έτη ή περισσότερα έτη, προεξοφλώντας ότι ο άνεργος έχει απολέσει τόσο τις εργασιακές του ικανότητες όσο και τις κοινωνικές του δεξιότητες, αυτές που είναι αναγκαίες για την ένταξή του στον συλλογικό εργαζόμενο.
Από την ανεργία στη μακροχρόνια ανεργία και από εκεί στον περιττό πληθυσμό και τη φτώχεια, ο δρόμος είναι τόσο πιο πλατύς όσο ταχύτερα το παραγωγικό σύστημα συρρικνώνεται και αυτό ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα από το 2008 και μετά. Στο τέλος του δρόμου βρίσκεται η μεγάλη δεξαμενή του περιττού πληθυσμού, περιττού για την κεφαλαιοκρατική οικονομία και κατ’ επέκταση για την κοινωνία στον βαθμό που αυτή οργανώνεται με βάση τις αξίες του αστικού πολιτισμού.
Η παραγωγή αυτού του περιττού πληθυσμού, το αυξημένο ποσοστό ανεργίας και η υπέρογκη μακροχρόνια ανεργία, στην Ελλάδα (βλ. στο διάγραμμα), ανάγονται στη συρρίκνωση του παραγωγικού συστήματος και αυτή με τη σειρά της ανάγεται στο ιδιότυπο καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας που έχει προκύψει με την εφαρμογή των τριών μνημονίων και χάρη στη διατήρηση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος. Πρόκειται για ένα καθεστώς εκμετάλλευσης το οποίο αποδίδει, στην τάξη των κεφαλαιοκρατών, ιδιαίτερα μετά το 2020, υψηλά κέρδη υποβαθμίζοντας ή καταστρέφοντας, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, την ζωή των υποτελών κοινωνικών τάξεων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στο φύλλο 6-7/4/2024