«Οι πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του “bullying” και της νεανικής παραβατικότητας εν γένει, έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που θα περίμενε κάποιος να έχουν αυτές οι εξαγγελίες από την κυβέρνηση της Ν.Δ.: θεωρούν ότι η επιβολή του δόγματος «νόμος και τάξη», παράλληλα με την επένδυση στις νέες τεχνολογίες και την ψηφιοποίηση θα επιλύσει σοβαρά και πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα, ικανοποιούν το συντηρητικό ακροατήριο της κυβέρνησης και φυσικά στο βάθος βλέπουν τις μαθητικές κινητοποιήσεις και θωρακίζουν προληπτικά την επιβολή της αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης. Κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με την πολιτική επιβολής όλων των αντιεκπαιδευτικών μέτρων στο δημόσιο σχολείο, και έρχονται μετά την ιδιαίτερη αναφορά του νέου ποινικού κώδικα σε χώρους της εκπαίδευσης όπου παρατηρούνται “φωνασκίες”, φωτογραφίζοντας τις κινητοποιήσεις απειλώντας με ποινή φυλάκισης μέχρι και δύο έτη».
Τα παραπάνω αναφέρουν σε αναλυτική ανακοίνωσή τους οι Αγωνιστικές Παρεμβάσεις Συσπειρώσεις Κινήσεις ΔΕ με αφορμή το κατάπτυστο σχέδιο της κυβέρνησης για τη δήθεν «πάταξη του μπούλινγκ» στο χώρο της νεολαίας προωθώντας ωστόσο το δόγμ « νόμος – τάξη – κέρδος».
Η ανακοίνωση των Παρεμβάσεων ΔΕ
Ένα φάντασμα πλανιέται τη δεκαετία του ’50
πάνω από τη διχασμένη Ευρώπη που πασχίζει να ανασυγκροτηθεί:
το φάντασμα της «παραστρατημένης νεολαίας» και της «εγκληματικής ροπής της»
Έφη Αβδελά «Φθοροποιοί και ανεξέλεγκτοι απασχολήσεις»: Ηθικός πανικός για τη νεολαία στη μεταπολεμική Ελλάδα του ‘50»,
Για τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για το “bullying”
Δόγμα : “Νόμος-τάξη-κέρδος”
Νεοσυντηρητισμός, τεχνομανία, εκπαιδευτικοί στο στόχαστρο και στο βάθος μαθητικές κινητοποιήσεις
Οι πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του “bullying” και της νεανικής παραβατικότητας εν γένει, έχουν όλα τα χαρακτηριστικά που θα περίμενε κάποιος να έχουν αυτές οι εξαγγελίες από την κυβέρνηση της Ν.Δ.: θεωρούν ότι η επιβολή του δόγματος «νόμος και τάξη», παράλληλα με την επένδυση στις νέες τεχνολογίες και την ψηφιοποίηση θα επιλύσει σοβαρά και πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα, ικανοποιούν το συντηρητικό ακροατήριο της κυβέρνησης και φυσικά στο βάθος βλέπουν τις μαθητικές κινητοποιήσεις και θωρακίζουν προληπτικά την επιβολή της αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης. Κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με την πολιτική επιβολής όλων των αντιεκπαιδευτικών μέτρων στο δημόσιο σχολείο, και έρχονται μετά την ιδιαίτερη αναφορά του νέου ποινικού κώδικα σε χώρους της εκπαίδευσης όπου παρατηρούνται “φωνασκίες”, φωτογραφίζοντας τις κινητοποιήσεις απειλώντας με ποινή φυλάκισης μέχρι και δύο έτη.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Ένα από τα αγαπημένα θέματα των ΜΜΕ το τελευταίο διάστημα είναι η νεανική βία. Η νεολαία παρουσιάζεται να είναι εκτός ελέγχου, η συμμετοχή σε βίαια περιστατικά να έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Οποιοδήποτε βίαιο περιστατικό στο οποίο εμπλέκονται έφηβοι, κερδίζει τεράστια δημοσιότητα. Η ανησυχία των μεγαλύτερων για τη νεολαία λαμβάνει όλο και περισσότερο το χαρακτήρα του ηθικού πανικού. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και μέσα στην πανδημία, η ανευθυνότητα των νέων φερόταν να έχει μεγάλες ευθύνες για την υγεία ή όχι των μεγαλύτερων. Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν είναι τυχαίο ότι η συζήτηση μετατοπίζεται από τα προβλήματα της νεολαίας, στο πρόβλημα «νεολαία».
Το περίεργο είναι βέβαια ότι –παρά το περί του αντιθέτου αξίωμα- η νεολαία δεν φαίνεται να γίνεται συλλήβδην περισσότερο βίαιη από ότι ήταν πριν 10 χρόνια. Τα στοιχεία που παρουσιάζει η ελληνική αστυνομία και τα οποία στηρίζουν την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης σηκώνουν πολλή κουβέντα, μια και έχουν το όχι αμελητέο μεθοδολογικό πρόβλημα ότι συγκρίνουν τις χρονιές που είχε σταματήσει η κοινωνική ζωή (τα χρόνια των lockdown) με το 2023.
Αντίθετα το ίδιο το υπουργείο (στην παρουσίαση των νέων μέτρων), παραδέχεται ότι το ποσοστό των μαθητών που αναφέρει ότι έχει πέσει θύμα εκφοβιστικών ενεργειών έχει μειωθεί. Σε ακόμα μεγαλύτερη αντίθετη με το κοινό αξίωμα βρίσκονται τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει και έρευνα του ΕΠΙΨΥ σύμφωνα με την οποία «Την τελευταία 8ετία (2014-2022) μειώνεται σταδιακά το ποσοστό των εφήβων που αναφέρουν πρόσφατη εμπλοκή σε βίαιους καυγάδες, φτάνοντας το 2022 στην χαμηλότερη τιμή της τελευταίας 20ετίας.», ενώ «Σε όλους τους δείκτες της επιθετικής συμπεριφοράς και του εκφοβισμού, η Ελλάδα βρίσκεται κοντά ή/και κάτω από το μέσο όρο των συνολικά 41 χωρών που συμμετέχουν στο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα HBSC/WHO». Στο ίδιο μήκος κύματος και τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η μεγαλύτερη αύξηση στην εμπλοκή νέων σε εγκληματικές δραστηριότητες έρχεται στα χρόνια της κρίσης, το 2013 και έπειτα, με τάσεις σταθεροποίησης τα τελευταία χρόνια.
Φυσικά τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Ως εκπαιδευτικοί που κάθε μέρα ζούμε με τη νεολαία βλέπουμε τα προβλήματα. Όμως η συζήτηση για την «παραστρατημένη νεολαία» όχι μόνο δεν θα εντοπίσει τα προβλήματα, αλλά και έχει και συγκεκριμένη πολιτική στόχευση.
Η βία στο σχολείο είναι πάνω από όλα η βία της κοινωνίας
Η βία δεν είναι δομικό στοιχείο της νεολαίας, ούτε γεννιέται στο εσωτερικό της.
Η βία στο σχολείο έρχεται από την κοινωνία, μια ταξική κοινωνία εξαντλημένη από την παρατεταμένη οικονομική κρίση και τα τραύματα του εγκλεισμού την περίοδο της πανδημίας που αποθεώνει τον ατομισμό, τον ανταγωνισμό, το «δίκαιο του ισχυρότερου», τον σεξισμό και τον ρατσισμό. Στην οποία η φτώχεια και η ανέχεια, τα εξαντλητικά ωράρια εργασίας γονέων, η ανεργία, η αδυναμία οικογενειακού προγραμματισμού λόγω οικονομικών δυσκολιών, η απουσία ελεύθερου και ποιοτικού χρόνου με τα παιδιά, η έλλειψη ελεύθερων και ασφαλών χώρων παιχνιδιού και ψυχαγωγίας εκτός σπιτιού, η κατάρρευση κοινωνικών δομών ψυχικής υγείας και συμβουλευτικής είναι μερικές από τις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου αυτού.
Η βία στο σχολείο έρχεται από τα βασικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος. Ενός εκπαιδευτικού συστήματος βαθιά ταξικού και σταθερά υποχρηματοδοτούμενου που αφήνεται να ρημάξει με άθλιες και συχνά επικίνδυνες κτιριακές υποδομές, με περιεχόμενο που εξορίζει τη χαρά, τον διάλογο και τη δημιουργία, που αποθεώνει την εξετασιομανία, τον ανταγωνισμό και τη βαθμοθηρία. Με τη βία της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) που τους/τις αποκλείει από τα πανεπιστήμια, της Τράπεζας Θεμάτων και της αύξησης των φροντιστηρίων, της εντατικοποίησης της σχολικής ζωής και της εκμηδένισης του ελεύθερου χρόνου, έρχεται να λειτουργήσει από την πλευρά του επιβαρυντικά στην ψυχοσύνθεση των παιδιών και άρα, στις συμπεριφορές τους.
Η εξαγγελία των μέτρων αυτών γίνεται τη στιγμή που το σχολικό πλαίσιο γίνεται ακόμη πιο ταξικό, πιο αυταρχικό και πιεστικό. Το σχολείο έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο εξεταστικό κέντρο όπου οι εξετάσεις αποτελούν την αρχή και το τέλος της μαθησιακής διαδικασίας. Σε αυτό το σχολείο το συνεχές κυνήγι της ύλης και η σταδιακή μετατροπή της μαθησιακής διαδικασίας σε μια διεκπεραιωτική υπόθεση σε αίθουσες διδασκαλίες που είναι ασφυκτικά γεμάτες με 27 παιδιά, τείνουν να αποτελέσουν την κυρίαρχη μορφή παιδαγωγικής σχέσης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αυτή η επιλογή της κυβέρνησης αποδεικνύει ότι είναι μια συνειδητή επιλογή συγκάλυψης των ευθυνών της και προσπάθειας δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων.
Το ΥΠΑΙΘΑ και η κυβέρνηση εφαρμόζοντας την πολιτική ΕΕ-ΟΟΣΑ ιδιωτικοποιεί –εμπορευματοποιεί το δημόσιο σχολείο, πρωτοστατώντας στη βία εναντίον του κλάδου των εκπαιδευτικών με μια πρωτοφανή επιχείρηση φίμωσης του και κατάργησης ουσιαστικά του απεργιακού δικαιώματος: βιομηχανία δικαστικών αγωγών και αποφάσεων, καταιγισμός απειλητικών εγκυκλίων, με τελευταία την χουντικής έμπνευσης εγκύκλιο με την οποία απειλεί να παύσει εκατοντάδες προϊσταμένες/μένους και διευθυντές/ντριες, μπαράζ συνδικαλιστικών διώξεων και πειθαρχικών κατά εκπαιδευτικών.
Οι αντιδημοκρατικές, τρομοκρατικές μέθοδοι για να επιβληθεί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων, η αντιδημοκρατική δομή της εκπαίδευσης, η συστηματική περιφρόνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών και μαθητών στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, τα αυξανόμενα κρούσματα διοικητικής αυθαιρεσίας, η επέκταση των μη μόνιμων και ελαστικών σχέσεων εργασίας και της οικονομικής ανέχειας των εκπαιδευτικών αποτελούν πλευρές της ίδιας αυταρχικής και βίαιης αντιεκπαιδευτικής πολιτικής τους .
Αλλαγή ατζέντας
Αυτοί λοιπόν που κράτησαν στην πανδημία κλειστά τα σχολεία για δύο χρόνια και όχι μόνο δεν αποτίμησαν στο ελάχιστο την επιλογή τους αυτή, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να προσπαθούν να επιβάλουν την πολιτική της ιδιωτικοποίησης και της αξιολόγησης –κατηγοριοποίησης σαν να μη μεσολάβησε τίποτα, έρχονται τώρα να μιλήσουν για τη βία της νεολαίας και τη βία στην εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια επιλογή αλλαγής ατζέντας στη δημόσια συζήτηση για την εκπαίδευση: αντί για την επιλογή της κυβέρνησης να προχωρήσει στην άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης, αντί να μιλάμε για την επιλογή της να προχωρήσει με την ΕΒΕ και την Τράπεζα Θεμάτων στον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών από αυτή, αντί δηλαδή να αντιμετωπιστεί η νεολαία ως στόχος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η κυβέρνηση επιδιώκει να συζητάμε για τη νεολαία ως απειλή για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείται η επιβολή του νόμου και της τάξης. Άλλωστε και ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να αντιμετωπίσει τα νέα μέτρα έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της.
• Η κυβέρνηση προβάλει ως κεντρικό της μέτρο την αυστηροποίηση των ποινών. Πρόκειται για την παραλλαγή της επιβολής του δόγματος «νόμος και τάξη» στην εκπαίδευση και ικανοποιεί το συντηρητικό ακροατήριο. Πρόκειται για μια νεοσυντηρητική ιδεολογική εμμονή της κυβέρνησης που γυρίζει την εκπαίδευση πίσω. Επαναφέρει το αναχρονιστικό μοντέλο του διευθυντή που τριγυρνάει και μοιράζει αποβολές. Ένας ρόλος ταιριάζει με τις υπερεξουσίες που του δίνει ο 4823/21. Αδιαφορεί πλήρως για τη μεθοδολογία του διαλόγου, της συζήτησης με τους μαθητές και τις μαθήτριες και τους συμπεριφέρεται ως δυναμει παραβατικούς και έτοιμους να εγκληματίσουν με την πρώτη ευκαιρία.Οι μαθητές και οι μαθήτιρες αντιμετωπίζονται ως ενήλικοι και κυρίως ως αντίπαλοι και εχθροί της κοινωνίας. Ξεχνάει ότι πουθενά δεν αντιμετωπίστηκαν με αυτόν τον τρόπο τα εκπαιδευτικά προβλήματα –αν ήταν έτσι δεν θα υπήρχαν-, όπως δεν αντιμετωπίστηκε η εγκληματικότητα με την αυστηροποίηση των ποινών. Πρόκειται για επιλογή που θα οξύνει τα προβλήματα, αντί να τα αντιμετωπίσει και θα κάνει το σχολείο χειρότερο.
• Η πεποίθηση ότι με την ψηφιοποίηση μπορούν να αντιμετωπιστούν περίπλοκα παιδαγωγικά και κοινωνικά προβλήματα σχετίζεται και με τις ιδεολογικές εμμονές της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση, με την επιλογή να χρησιμοποιήσει την ψηφιοποίηση για να περάσει την πολιτική της θα εμποδίσει την επικοινωνία των γονέων με το σχολείο. Αναφέρει η κυβέρνηση ότι «Μέσω της ειδικής ηλεκτρονικής εφαρμογής η οποία θα ενταχθεί στην πλατφόρμα eParents, οι γονείς θα ενημερώνονται: Για την πορεία βαθμολογικών επιδόσεων των παιδιών τους σε τεστ, προφορικά κλπ. Τις ενδεχόμενες “κοπάνες” που κάνουν από το σχολείο. Τον αριθμό απουσιών. Τις παρατηρήσεις και σχόλια που κάνει το σχολείο για το παιδί τους (επίδοση στα μαθήματα, συμπεριφορά κλπ)» Η πλατφόρμα είναι χρήσιμη μόνο για την ποσοτικοποίηση των εργασιών του σχολείου στο πλαίσιο της αξιολόγησης. Το παιδαγωγικό της αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό. Αντί να δημιουργήσει μια σχέση του σχολείου με τους γονείς, η κυβέρνηση φτιάχνει εργαλεία που θα διευκολύνουν την απομάκρυνση των γονιών από το σχολείο και θα είναι χρήσιμα για μια εικονική επικοινωνία με το σχολείο σε μια καθημερινότητα που κινείται όλο και περισσότερο με φρενήρεις ρυθμούς. Αντί, λοιπόν, να φροντίσει οι γονείς να έχουν άδειες και να μπορούν να πηγαίνουν στο σχολείο, να οικοδομούν σχέσεις με τους διδάσκοντες και το σχολείο, θεσμοθετεί την απομάκρυνση των γονιών από το σχολείο, αδιαφορώντας και εδώ για κάθε παιδαγωγική αρχή.
• Η πολυδιαφημισμένη ηλεκτρονική πλατφόρμα καταγγελιών βρίσκεται στο ίδιος μήκος κύματος. Αντί η κυβέρνηση να προχωρήσει σε πραγματική ενίσχυση των κοινωνικών υπηρεσιών, αντί να ενισχύσει τα σχολεία με ψυχολόγους και ειδικούς επιστήμονες, δημιουργεί άλλη μια ηλεκτρονική πλατφόρμα με στόχο την καταγραφή και την ποσοτικοποίηση των καταγγελιών που θα είναι χρήσιμη μόνο για την αξιολόγηση των σχολείων και παράλληλα μεταθέτει τις ευθύνες για όλα τα προβλήματα στους εκπαιδευτικούς. Αντιμετωπίζει ένα περίπλοκο κοινωνικό φαινόμενο, όπως η βία με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι δήμοι τα παράπονα των πολιτών για τις αρμοδιότητες τους. Αντί να φροντίσει να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον όπου ο κάθε μαθητής και μαθήτρια θα μπορεί να μιλάει μέσα στο σχολείο, κάνει την επιλογή των ηλεκτρονικών καταγγελιών που διαταράσσουν τη σχολική καθημερινότητα, διαμορφωνοντας και με αυτόν τον τρόπο ένα κλίμα παρακολούθησης, ένα περιβάλλον πέρα και έξω από κάθε παιδαγωγική έννοια και αρχή, ένα περιβάλλον που δε θα κυριαρχεί η συνεργασία, η αλληλεγγύη και η δημοκρατικά οργανωμένη κοινότητα και ένα περιβάλλον που δε θα είναι το αποκούμπι των μαθητριών και μαθητών όταν νιώθουν ότι περιθωριοποιούνται.
• Η προληπτική καταστολή των μαθητικών κινητοποιήσεων είναι βασικό μέλημα της κυβέρνησης. Μετά τα τηλεμαθηματα στις καταλήψεις και στις κινητοποιήσεις των μαθητών και μαθητριών και προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να θέσει σε μια τεχνητή αντιπαράθεση εκπαιδευτικούς και μαθητές στις συγκεκριμένες εξαγγελίες τον τόνο δίνει η ρύθμιση για «πληρωμή των ζημιών από τους παραβάτες», που φυσικά φωτογραφίζει τις καταλήψεις.
Άλλωστε το είπε ξεκάθαρα και ο πρωθυπουργός ότι αν οι γονείς δεν πληρώνουν τις ζημιές των παιδιών τους, αυτά στο πανεπιστήμιο «θα πάρουν και την μολότοφ και θα θεωρούν ότι όλα είναι κοινωνικός αγώνας». Και εδώ υπάρχει η γνωστή ρητορική που ταυτίζει τις κινητοποιήσεις με βανδαλισμούς και φθορές, αλλά κυρίως διαφαίνεται ο φόβος της κυβέρνησης για τις κινητοποιήσεις που θα προκαλέσει η πολιτική της. Με τη γενίκευση της τράπεζας θεμάτων, το εθνικό απολυτήριο και την επιχείρηση έξωσης χιλιάδων μαθητών από το λύκειο οι μαθητικές κινητοποιήσεις είναι δεδομένες και γι’ αυτό η κυβέρνηση παίρνει τα μέτρα της. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η επαναφορά της διάκρισης δικαιολογημένων και αδικαιολόγητων απουσιών, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα μέτρα έχει πάρει για τις μαθητικές κινητοποιήσεις (πχ. τηλεκπαίδευση στις καταλήψεις), η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα περιορίσει τις μαθητικές κινητοποιήσεις που όλο και πιο συχνά έχουν τη μορφή της αποχής. Και ενώ η κυβέρνηση ψάχνει τρόπους ελέγχου των μαθητικών κινητοποιήσεων με τις απουσίες, την ίδια στιγμή κυριολεκτικά «κοροϊδεύει τον κόσμο», κατά το κοινώς λεγόμενον, μια και διατηρεί τον τραγελαφικό θεσμό του «γριπόχαρτου».
• Αποκορύφωμα του νεοσυντηρητικού χαρακτήρα των κυβερνητικών εξαγγελιών είναι η τοποθέτηση ότι «αν ο γονιός δεν υπογράφει τον κανονισμό λειτουργίας του σχολείου» το παιδί δεν θα μπορεί να πάει σχολείο. Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας, κάνει την απαράδεκτη δήλωση ότι η ποινή στέρησης του δικαιώματος στην εκπαίδευση, είναι ένα πραγματικό ενδεχόμενο στην Ελλάδα του 2024! Ο υπουργός νομίζει ότι τα σχολεία μπορούν να λειτουργούν σαν τα ακριβά ιδιωτικά σχολεία στα οποία συνήθως πηγαίνουν τα παιδιά των υπουργών… Ο νεοσυντηρητισμός και η άγνοια της εκπαίδευσης σε όλο τους το μεγαλείο!
Φυσικά όλα τα παραπάνω δε συνοδεύονται με καμιά ουσιαστική εξαγγελία για το πώς θα βοηθηθούν εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές για να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα εκπαιδευτικά προβλήματα, πέρα από την εξαγγελία κάποιων σεμιναρίων. Δεν υπάρχει καμιά εξαγγελία για το πώς το σχολείο θα γίνει λιγότερο ανταγωνιστικό, θα μπορεί να στηρίζει όλα τα παιδιά και θα επιδιώκει να περιορίσει, αντί να ενισχύσει τις κοινωνικές ανισότητες. Αντίθετα όλη η κυβερνητική πολιτική κινείται στην κατεύθυνση όξυνσης τους. Αν κυβέρνηση και Υπουργείο ήθελαν να αντιμετωπίσουν την «σχολική βία», πρώτιστα θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα βαθύτερα αίτια που την γεννούν και ταυτόχρονα να ικανοποιήσουν τα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος.
Αγωνιζόμαστε- απαιτούμε :
• Δημόσιο δωρεάν σχολείο για όλα τα παιδιά, της ολόπλευρης μόρφωσης, της χαράς και της δημιουργίας, της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας, της παιδαγωγικής ελευθερίας και του ανθρωπισμού. Όχι στο αγοραίο σχολείο, εξεταστικό και αξιολογικό κέντρο για μαθητές και εκπαιδευτικούς.
• Παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο δημόσιο σχολείο.
• Μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, 20 μαθητές\τριες, καμία συγχώνευση – κατάργηση σχολείου.
• Μαζικοί μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών, 20.000 φέτος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση – γενναία χρηματοδότηση.
• Πραγματικές, σταθερές δομές υποστήριξης με διορισμό μόνιμου εξειδικευμένου προσωπικού σε κάθε σχολείο (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, νοσηλευτές) και σε επαρκή αναλογία με βάση το πλήθος μαθητών κάθε σχολικής μονάδας, προκειμένου να παρέχεται πραγματική υποστήριξη.
• Ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των μαθησιακών κενών και ενίσχυσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας (ενισχυτική, πρόσθετη, ΖΕΠ κ.ά.).
• Δημιουργία χώρων δωρεάν άθλησης και ψυχαγωγίας για τα παιδιά με ουσιαστική ευθύνη του Κράτους και της Τοπικής Διοίκησης (Δήμος – Περιφέρεια).
• Επαναφορά των μαθημάτων των κοινωνικών επιστημών και καλλιτεχνική παιδείας.