Γιώτα Ιωαννίδου
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξοπλίζεται βαριά και η γερμανική κυβέρνηση ζητά προετοιμασία των μαθητών για το ενδεχόμενο πολέμου. Κι όμως ακριβώς η ύπαρξη των παιδιών υπογραμμίζει την ανάγκη αντίστασης στην πολεμική μηχανή. Σε αυτά ανήκει το μέλλον, όχι ο θάνατος.
Η λέξη «πόλεμος» ακούγεται όλο και πιο συχνά τελευταία. Ο Σαρλ Μισέλ, πρόεδρος του ευρωπαϊκού συμβουλίου ζήτησε η Ευρώπη να περάσει σε λειτουργία «οικονομίας πολέμου», ενισχύοντας το οπλοστάσιο της Ουκρανίας και την πολεμική βιομηχανία. Οι ΗΠΑ της κυβέρνησης Μπάιντεν προγραμματίζουν εξοπλισμούς ενός τρισ. δολαρίων, ενώ ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ δηλώνει στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ότι είναι οδυνηρό οι κυβερνήσεις να ξοδεύουν υπερβολικά ποσά για εξοπλισμούς, περιορίζοντας δραστικά προϋπολογισμούς και κοινωνικές δαπάνες.
Την ίδια περίοδο, η υπουργός Παιδείας της Γερμανίας δηλώνει ότι τα σχολεία έχουν την ευθύνη να προετοιμάσουν τους μαθητές τους για το ενδεχόμενο πολέμου και ζητά να αναπτύξουν χαλαρή σχέση με τις ένοπλες δυνάμεις και να κάνουν ασκήσεις πολιτικής προστασίας. Στις αρχές του χρόνου στελέχη του Βρετανικού στρατού ζητούσαν τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση απλών πολιτών ώστε μια πιθανή σύγκρουση να είναι «επιχείρηση όλου του έθνους». Η συζήτηση για τη δημιουργία εφεδρικού στρατού και την επαναφορά της υποχρεωτικής στράτευσης έχει ανοίξει σε μια σειρά χώρες. Στη Σουηδία κάθε νοικοκυριό έλαβε φυλλάδιο που υποδεικνύει στους πολίτες τρόπους δράσης σε ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση.
Αντίστοιχα, η μικρή Ελλάδα, δια της κυβέρνησής της και με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας της αντιπολίτευσης, ηγείται αποστολής φρεγατών στην Ερυθρά και καμαρώνει για το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό πολεμικών εξοπλισμών στο ΝΑΤΟ, πολύ πάνω από το προβλεπόμενο 2%.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βαδίζει ανεπιφύλαχτα στον δρόμο της πολεμικής προετοιμασίας, με το επιχείρημα διαφύλαξης της… ειρήνης. Μιας ειρήνης που, όπως έγραφε ο ποιητής, μοιάζει με τον πόλεμο σα δυο σταγόνες νερό, «έχει τα δικά του απαίσια χαρακτηριστικά». Οι πολεμικές συρράξεις αποτελούν κομμάτι της καπιταλιστικής κανονικότητας. Το εμπόριο όπλων είναι το πιο προσοδοφόρο κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας. Τα εκατομμύρια πρόσφυγες και νεκροί καταγράφονται ως αυτονόητες παράπλευρες απώλειες στα μέτωπα όπως και η φτώχεια, η πείνα, η εξαθλίωση και η καταστολή στο εσωτερικό των χωρών. Έτσι που ο πόλεμός τους να σκοτώσει ότι αφήνει όρθιο η ειρήνη τους.
Και κάπου εκεί εμφανίζονται τα παιδιά… αιματηρή υπόμνηση ότι αυτά τα πολεμικά σχέδια πρέπει να ηττηθούν όσο ακόμη είναι καιρός. Γιατί σκοτώνοντας τα παιδιά δεν υπονομεύουμε μόνο το παρόν αλλά και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Τα παιδιά του πολέμου καταδικάζονται είτε να σκοτωθούν είτε να σκοτώσουν. Ξεκινούν τη ζωή αντίστροφα
από το τέλος της, τον θάνατο
Τα παιδιά του πολέμου καταδικάζονται είτε να σκοτωθούν είτε να σκοτώσουν. Ξεκινούν τη ζωή αντίστροφα, από το τέλος της, τον θάνατο. Τι ζωή μπορεί να είναι αυτή; Κανένα χαμόγελο δεν βγαίνει αβίαστα ή βεβιασμένα από το σφιγμένο τους πρόσωπο. Καμιά αφέλεια δεν επιτρέπεται. Η αθωότητα πέθανε με τον πρώτο βομβαρδισμό και η λήθη δύσκολα θα τα γιατρέψει γιατί η μνήμη δεν πρόλαβε να συγκροτήσει τόπους νοσταλγίας, που να θέλει κάποιος να επιστρέψει. Τα παιδιά της Γάζας κρατούν τα πρώτα τους γράμματα σφιχτά ασφαλισμένα στις γροθιές τους, σαν τα ονόματα αναγνώρισης που χαράζουν πάνω τους οι γονείς τους. Ο ύπνος γίνεται συνώνυμο του εφιάλτη. Έχουν περάσει οι όμορφες μέρες που τον απέφευγαν για να κερδίζουν χρόνο για παιχνίδι… και οι γρατζουνιές τους πια είναι καλά κρυμμένες στην ψυχή κι όχι στα γόνατα. Τα παιδιά δεν αναγνωρίζουν την εθνικότητα των βομβών. Αντικρίζουν μόνο δύο έθνη: των ζωντανών και των νεκρών και με τρόμο προσπαθούν να τραβήξουν όλους τους δικούς τους στο πρώτο. Από το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της UNICEF, πάνω από ένα στα έξι παιδιά ζουν σε ζώνες ενεργών συγκρούσεων. Στην Ουκρανία τα νεκρά παιδιά ξεπερνούν τα πεντακόσια ενώ στη Γάζα σε πολύ λιγότερο διάστημα τις έντεκα χιλιάδες. Στο Σουδάν περίπου τέσσερα εκατομμύρια παιδιά έχουν εκτοπιστεί, σκοτωθεί, βιαστεί, στρατολογηθεί.
Τα παιδιά της ειρήνης συνεχίζουν να «παίζουν» τον πόλεμο σε εξαθλιωμένα σοκάκια σε παραγκουπόλεις και φαβέλες ή μέσα από την εικονική πραγματικότητα των διαδικτυακών μέσων, στον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι κυβερνήσεις επιδιώκουν την εξοικείωση με τη στρατιωτικοποίηση και τη βία του πολέμου, ως αναπόφευκτου δρόμου να φανεί κάποιος δυνατός απέναντι σε έναν μόνιμα ξένο εχθρό που τον απειλεί, για να καλύψουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα που επελαύνει. Η θεωρία της Θάτσερ, ότι δεν υπάρχει κοινωνία παρά μονάχα άτομα με προορισμό να επιβιώνουν στον ανταγωνισμό, αναπτύσσεται εφιαλτικά. Η ένταση της διεθνιστικής, αντιπολεμικής δράσης των λαών οφείλει να αποδείξει το κατά Μπρεχτ «ελάττωμα» του ανθρώπου, που υποτιμούν οι στρατηγοί του πολέμου: ότι ξέρει να σκέφτεται.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (30.3.24)