Μετά από σχεδόν δύο μήνες «διαβούλευσης» μεταξύ υπουργείου Εργασίας και εργοδοτικών φορέων, με «γλάστρα» την κυβερνητική και εργοδοτική ΓΣΕΕ, και μετά από διαρκείς αναβολές στην επίσημη ανακοίνωσης της νέας αύξησης, τελικά ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, μία μέρα μετά από το σόου στη βουλή για το έγκλημα στα Τέμπη, προσπάθησε να χρυσώσει το χάπι «προσφέροντας» ψίχουλα στους εργαζόμενους και αυξάνοντας περίπου κατά 40 ευρώ καθαρά τον κατώτατο μισθό για περίπου 560.000 εργαζόμενους που αμείβονται με βάση αυτόν.
Ο νέος κατώτατος λοιπόν διαμορφώθηκε στα 706 καθαρά (830 μεικτά) από 667 ευρώ (780 μεικτά) που είχε διαμορφωθεί από πέρσι.
«Είναι μια απόφαση που στηρίζει το εισόδημα αλλά δεν επιβαρύνει το κόστος της παραγωγής», ξεκαθάρισε ο πρωθυπουργός, ενώ η υπουργός Εργασίας Δ. Μιχαηλίδου αναφερόμενη στους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την αύξηση μίλησε για «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τα τελευταία χρόνια», χωρίς όμως να αναφέρει τον πακτωλό κερδών για το κεφάλαιο και τα ψίχουλα που αποφάσισαν να δώσουν κυβέρνηση και εργοδότες στους εργαζόμενους.
Αυτά τα 39 ευρώ παραπάνω στην τσέπη των εργαζομένων είναι τραγικά λίγα απέναντι στην κλοπή στο εργατικό εισόδημα των τελευταίων χρόνων, με την απογείωση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών, από τρόφιμα και καύσιμα μέχρι στέγαση, ρεύμα, τηλεπικοινωνίες.
Στα όρια της “ανταγωνιστικότητας”
Όπως ήταν αναμενόμενο, η αύξηση αυτή κινήθηκε στα όρια «της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας», δηλαδή της διαφύλαξης των κερδών για το μεγάλο κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβερνητική απόφαση δεν διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά από τις γλίσχρες προτάσεις των εργοδοτικών φορέων ΣΕΒ, ΣΕΤΕ κ.α. για μισθούς κοντά στα 800 μεικτά, παρά τα τεράστια κέρδη τους και κινείται οριακά υψηλότερα του επίσημου πληθωρισμού του 2023 (3,5%). Κι από πάνω σύσωμοι οι εργοδοτικοί φορείς γκρινιάζουν απαιτώντας κι άλλα μέτρα προς όφελός τους, όπως μικρότεροι φορολογικοί συντελεστές ή περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών. Δηλαδή ότι θα δώσουν από το ένα χέρι, να το πάρουν – ίσως και με όφελος!- από το άλλο χέρι….
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την «τέταρτη αύξηση» αλλά η αλήθεια είναι ότι ο κατώτατος μισθός παραμένει καθηλωμένος κάτω και από τα επίπεδα του 2010, τότε που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τον «πετσόκοψαν» άγρια, πάγωσαν τις τριετίες, την υποχρεωτικότητα των συμβάσεων και την αρχή της ευνοϊκότερης σύμβασης και αποφάσισαν ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας να καθορίζει το ύψος του κατώτατου μισθού (καθεστώς που δεν άγγιξε ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ).
Το μόνο που έκανε η παρούσα κυβέρνηση ήταν να «ξεπαγώσει» τις τριετίες, πετώντας όμως στον κάλαθο 12 χρόνια δουλειάς των μισθωτών.
Η αλήθεια για τον εργατικό μισθό
Ποια είναι όμως η αλήθεια για τον νέο κατώτατο μισθό και τις πραγματικές εργατικές ανάγκες για επιβίωση; Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, ο μέσος ετήσιος μεικτός μισθός, προσαρμοσμένος για πλήρη απασχόληση ανά εργαζόμενο, αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 3,8% (5,1% στην ΕΕ27) το 2022 και διαμορφώθηκε στα 16.661 ευρώ όταν στην ΕΕ27 ήταν 35.329 ευρώ. Συνυπολογίζοντας όμως το γενικό επίπεδο τιμών, προκύπτει ότι, σε σταθερές τιμές 2015, ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 5,1% στην Ελλάδα το 2022! Σε σχέση με το 2009, όταν ο μέσος ετήσιος μεικτός μισθός ήταν στα υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα, έχει επέλθει μία ονομαστική αθροιστική καθίζηση 22,85% το 2022, ενώ αν λάβουμε υπόψη το γενικό επίπεδο τιμών, τότε η πραγματική μείωση, ανέρχεται στο 34,23% το 2022!
Τον Φλεβάρη του 2023 (ΕΦΚΑ), ο μέσος πραγματικός μεικτός μισθός όλων των εργαζομένων είναι 1.038,23 ευρώ, όταν τον αντίστοιχο μήνα του 2010 ήταν τα 1.417,84 ευρώ, μειωμένος δηλαδή κατά 26,77%. Την ίδια χρονιά, δε, το 31% των εργαζομένων αμειβόταν με ονομαστικό μισθό έως 800 ευρώ, 1 στις 2 προσλήψεις αφορούσε ευέλικτη απασχόληση, και 122.000 εργαζόμενοι έκαναν και δεύτερη δουλειά για να τα βγάλουν πέρα, υπερτριπλάσιοι σε σχέση με το 2013.
Όσον αφορά στην αγοραστική δύναμη, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα βρίσκονται στην όγδοη χειρότερη θέση στην ΕΕ, συγκρίνοντας το ύψος του κατώτατου μισθού σε μονάδες αγοραστικής δύναμης – ΜΑΔ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ). Μάλιστα ο μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα σε ΜΑΔ είναι πιο κάτω και από χώρες όπως Ρουμανία, Κροατία και Πολωνία. Ενώ το 2022 η χώρα εμφάνιζε το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.