Δημήτρης Σταμούλης
▸Τραγική κατάσταση πέντε μήνες μετά τις καταστροφικές πλημμύρες
«Η εντεινόμενη επίθεση στους όρους επιβίωσης των μικρών και μεσαίων αγροτών, αλλά και των εργατών γης, ιδίως των μεταναστών είναι τα στοιχεία που πυροδοτούν και ενοποιούν τις αγροτικές κινητοποιήσεις σε όλη την χώρα», επισημαίνει στο Πριν ο Παναγιώτης Καμινιώτης, γεωπόνος, εργαζόμενος στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, καλλιεργητής και μέλος της Αριστερής Παρέμβασης στη Θεσσαλία.
Όπως εξηγεί «μιλάμε για όρους επιβίωσης, διότι από τα χρόνια του ξεσπάσματος της κρίσης υπάρχει μια κλιμακωτή επίθεση που ξεκίνησε με την αναθεώρηση της προηγούμενης ΚΑΠ και την εφαρμογή των ιστορικών δικαιωμάτων που οδήγησαν στη μείωση των επιδοτήσεων στους αγρότες. Συνεχίστηκε με τη φορολογική αναμόρφωση που εφαρμόστηκε κυρίως από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ήτανε καταλυτική για την απόσυρση πολλών αγροτών από το επάγγελμα (ιδίως των ετεροαπασχολούμενων και αυτών που συμπληρώνανε το εισόδημά τους) μιας και ο όρος αγρότης-κτηνοτρόφος αντικαταστάθηκε με τον όρο επιχειρηματίας, έννοια που δεν έχει καμία υπόσταση όταν μιλάμε για τους ανθρώπους που μοχθούν καθημερινά στη γη και τα ζώα».
O Π. Καμινιώτης αναφερόμενος στο νέο σκηνικό με τα ξεσπάσματα της κλιματικής κρίσης, την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο σε Ουκρανία και Παλαιστίνη και την απίστευτη ακρίβεια σε όλα τα μέσα παραγωγής και τις πρώτες ύλες, υπογραμμίζει ότι «είναι αδύνατο για κάποιον αγρότη να μπορέσει να επιβιώσει και να φροντίσει για τα βασικά αγαθά της οικογένειάς του», ενώ για στους αγρότες της Θεσσαλίας, «η κατάσταση είναι πραγματικά δραματική δεδομένου ότι εκεί δεν υπάρχουν ούτε τα βασικά για την καθημερινή επιβίωση».
Όσον αφορά στην κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι πλημμυροπαθείς αγρότες της Θεσσαλίας και τις αποζημιώσεις που έχουν λάβει, ο Π. Καμινιώτης τόνισε: «έχει σημασία ότι οι πρώτες και καθοριστικές κινήσεις έναρξης του κινήματος των αγροτών γίνανε στη Θεσσαλία. Αυτές η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε να τις καταστείλει με το “καλημέρα” και ήτανε αυτό που πυροδότησε την οργή σε μεγάλο κομμάτι του αγροτικού κόσμου. Γιατί είναι τουλάχιστον ελεεινό τους ανθρώπους που έχεις πνίξει δύο φορές μέσα σε τρία χρόνια, να τους ξυλοφορτώνεις και από επάνω. Ως εργαζόμενος των επιτροπών εκτιμήσεων ζημιών στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, έχω να πω ότι η κατάσταση των αγροτών ακόμα και σήμερα πέντε μήνες μετά τις πλημμύρες είναι τραγική. Υπάρχουν σπίτια ερειπωμένα και μουχλιασμένα από τις λάσπες και την υγρασία που έχει ποτίσει τα πάντα. Άνθρωποι κοιμούνται στο πάτωμα, με μόνη ζεστασιά μία σόμπα σε ένα δωμάτιο, συσσίτια και βοηθήματα μοιράζονται σε πλήθος χωριών από τους ίδιους τους κατοίκους μιας και το κράτος είναι παντελώς “απών”. Στο παραγωγικό κομμάτι, οι καταστροφές είναι τεράστιες. Μηχανήματα, εξοπλισμός, πρώτες ύλες, ζώα, μελίσσια, ζωοτροφές, κτήρια και ποιμνιοστάσια έχουν καταστραφεί. Βασικές υποδομές όπως αγροτικοί δρόμοι, αρδευτικά αντλιοστάσια-γεωτρήσεις, στραγγιστικά κανάλια και αρδευτικά κανάλια είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό κατεστραμμένα και δεν ξέρει κανένας πότε και εάν θα επισκευαστούν. Σήμερα οι αγρότες έχουν ξεκινήσει τις καλλιεργητικές προετοιμασίες για τις εαρινές σπορές, αλλά δεν γνωρίζουν εάν θα αρδευτούν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα στον κάμπο».
Ψίχουλα και αναμονή στο αόριστο μέλλον
Όπως εξηγεί ο Π. Καμινιώτης, οι ζημιές που έχουν γίνει χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες.
Πρώτη κατηγορία, οι ζημιές στις παραγωγές που ήταν μέσα στο χωράφι και καλύπτονται από τον ΕΛΓΑ. Έχει δοθεί μέχρι σήμερα μόνο μια προκαταβολή (πχ Βαμβάκι: 140 ευρώ για ζημιά 80-100%, 100 ευρώ για ζημιά 60-80% και 50 ευρώ για μικρότερη ζημιά. Καλαμπόκι: 110 ευρώ για ζημιά 80-100%, 80 ευρώ για ζημιά 60-80% και 40 ευρώ για μικρότερη ζημιά), όταν η τρέχουσα τιμή των προϊόντων είναι μεγαλύτερη αλλά και τα κόστη παραγωγής πολλαπλάσια. Δηλαδή η κυβέρνηση δίνει αποζημιώσεις παραγωγής πολύ κάτω από την πραγματική αξία της ζημιάς.
Δεύτερη κατηγορία, οι ζημιές σε πάγιο εξοπλισμό και πρώτες ύλες, όπου η κυβέρνηση μέσω της κρατικής αρωγής έχει δώσει μέχρι σήμερα πάλι προκαταβολή σε αγρότες 2.000 ευρώ και σε κτηνοτρόφους 4.000 ευρώ. Οι αιτήσεις είναι χιλιάδες και οι παραγωγοί θα περιμένουν αρκετό καιρό τις επιτροπές εκτίμησης ζημιών ώστε να αποζημιωθούν. Η κυβέρνηση ανήγγειλε αποζημιώσεις στο 70% της αξίας εκτίμησης, όταν στον Ιανό που ήτανε τέσσερις φορές μικρότερες οι ζημιές έδωσε 60% και πλήθος παραγωγών είναι ακόμα και σήμερα τρία χρόνια μετά απλήρωτοι.
Τρίτη κατηγορία, είναι οι ζημιές που εντάσσονται στα ΠΣΕΑ και αφορούν μόνιμες καλλιέργειες (π.χ. δένδρα, αμπέλια κλπ) όπου δεν υπάρχει κανένα χρονοδιάγραμμα και η εμπειρία μιλάει για διαδικασίες τουλάχιστον τριών χρόνων χωρίς ούτε μια προκαταβολή.
Νέα ΚΑΠ υπέρ αγροτοδιατροφικών βιομηχανιών
Τι γίνεται με τη νέα ΚΑΠ που προωθεί η ΕΕ; Γιατί έχει βρεθεί στο στόχαστρο των κινητοποιήσεων; Ο Π. Καμινιώτης είναι αποκαλυπτικός: «Η νέα ΚΑΠ είναι συνέχεια και πολύ χειρότερη από την προηγούμενη. Πρώτα από όλα μειώνει δραματικά τα ποσά επιδοτήσεων οι οποίες έχουν τεράστια σημασία για τη στήριξη ιδίως των μικρών και μεσαίων αγροτών και κτηνοτρόφων και τις ανακατευθύνει σε όφελος του αγροτοδιατροφικού κεφαλαίου και των μεγαλοαγροτών. Δεύτερον μειώνει τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βάζει εμπόδια στις καλλιεργητικές πρακτικές, προτάσσοντας υποκριτικά την “οικολογική” διαχείριση, την ίδια ώρα που η ΕΕ προτρέπει σε νέες γεωτρήσεις για άντληση πετρελαίου, σε καταστροφή γεωργικών γαιών με τοποθέτηση μέγα-φωτοβολταϊκών πάρκων, σε καταστροφή παρθένων δασών με την τοποθέτηση ανεμογεννητριών. Τρίτον επιταχύνει τη διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον πρωτογενή τομέα και το ξεκλήρισμα όλων των μικρών και μεσαίων αγροτών μέσω του “Μητρώου Αγροτών” και των αγροτικών επιμελητηρίων και την ιδιωτικοποίηση βασικών πόρων και μέσων παραγωγής (όπως το νερό). Έτσι εμφανίζεται όλο και πιο καθαρά το μοντέλο του καπιταλιστή αγρότη-κτηνοτρόφου. Στην διαδικασία αυτή, τις πιο βίαιες πιέσεις σε μεροκάματα, ώρες και συνθήκες εργασίας τις υφίστανται οι πιο αδύναμοι κρίκοι που είναι οι εργάτες γης και ιδιαίτερα οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Η νέα ΚΑΠ είναι μέρος της συνολικής πολιτικής της ΕΕ για το κεφάλαιο και την εργασία και είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε από την μια να υποστηρίζει τις μεγάλες αγροδιατροφικές βιομηχανίες για να έχουν φθηνές πρώτες ύλες και μεγάλα κέρδη και από την άλλη να δίνει στην εργαζόμενη πλειοψηφία ακριβά τρόφιμα χαμηλής ποιότητας και μικρούς μισθούς στο όριο της επιβίωσης».