Γιώργος Παυλόπουλος
Σε περίοδο μετασχηματισμού το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο
«Ο Ντόναλντ Τραμπ μόλις έκανε στην Ευρώπη μια μεγάλη χάρη […]. Την απελευθέρωσε από τα όρια που ορίζει η φούσκα της αμερικανικής ασφάλειας». Αυτό εκτιμούσε ο Μάθιου Κάρνιτσιγκ με άρθρο του στο Politico την επομένη των νέων δηλώσεων που έκανε ο τέως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών –και φαβορί για επανεκλογή τον ερχόμενο Νοέμβριο σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– οι οποίες προκάλεσαν σοκ στις Βρυξέλλες και αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ο σχολιαστής έριξε, με αυτόν τον τρόπο, φως στην ουσιαστική πλευρά των εξελίξεων, η οποία φυσικά και δεν έχει σχέση με τις ιδιοτροπίες και την αθυροστομία του Τραμπ, αλλά με την επόμενη μέρα στις σχέσεις των δύο σημαντικότερων και πιο ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων, ΗΠΑ και ΕΕ.
«Όχι απλώς δεν θα σας προστάτευα, αλλά θα τους προέτρεπα να κάνουν ό,τι διάβολο θέλουν», φέρεται να απάντησε ο Τραμπ όσο ήταν πρόεδρος –όπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ίδιος– προς τον επικεφαλής κάποιου ευρωπαϊκού κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, ο οποίος τον ρώτησε τι θα έκαναν οι ΗΠΑ σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας εναντίον του. Κι αυτό διότι, όπως διευκρίνισε, δεν έχει καμία πρόθεση, εφόσον επανεκλεγεί πρόεδρος, να συνεχίσει να πληρώνει τον λογαριασμό άλλων για την ασφάλειά τους, ενώ εκείνοι θα έχουν την πολυτέλεια να διαθέτουν τα χρήματά τους με διαφορετικό τρόπο. Η ουσία, δε, είναι πως έχει κάποιο δίκιο, μιας και, όπως δήλωσε δύο μέρες μετά ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, «η ΕΕ δεν είναι σε θέση να προστατεύσει την Ευρώπη, καθώς το 80% των αμυντικών (τρόπος του λέγειν…) δαπανών του ΝΑΤΟ προέρχονται από χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΕ».
Δεν πρόκειται, φυσικά, για κάποια καινοφανή πολιτική θέση του Τραμπ. Για του λόγου το αληθές, ήδη από το 2000, δηλαδή 15 χρόνια προτού ακολουθήσει τον δρόμο ο οποίος τον οδήγησε στον Λευκό Οίκο, είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τίτλο Η Αμερική που Αξίζουμε. Σε αυτό, ανάμεσα στα άλλα, σημείωνε πως «η αποχώρηση από την Ευρώπη θα εξοικονομούσε για τη χώρα μας εκατομμύρια δολάρια ετησίως». Ως πρόεδρος, επίσης, είχε απειλήσει περισσότερες από μία φορές με έξοδο των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Στην τρέχουσα προεκλογική του εκστρατεία, δε, περιλαμβάνει και τη θέση «να τελειώσουμε τη διαδικασία που ξεκινήσαμε με την κυβέρνησή μου, αναθεωρώντας ριζικά τους στόχους και την αποστολή του ΝΑΤΟ».
Για την ώρα, βεβαίως, το σενάριο ενός διαζυγίου ανάμεσα στις ΗΠΑ και το δικό τους ψυχροπολεμικό δημιούργημα δεν μοιάζει να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Για την ακρίβεια, είναι λιγότερο πιθανό ακόμη και από εκείνο του αποκαλούμενου Dexit, όπως έχει ονομαστεί μια πιθανή έξοδος της Γερμανίας από την ΕΕ, που επίσης είναι κάτι το οποίο συζητείται το τελευταίο διάστημα. Σε αυτή τη διαδικασία, ωστόσο, αποτυπώνεται η έκταση και το βάθος των αλλαγών που συντελούνται στο καπιταλιστικό οικοδόμημα συνολικά και ειδικότερα στη Δύση, η οποία μπορεί να παρουσιάζεται ενιαία, στην πράξη όμως δεν είναι.
O Τραμπ, όπως συνέβη και με την πρώτη του θητεία, εάν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο (κάτι που κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι), θα φροντίσει να επιταχύνει εξελίξεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί, καθώς η τάση του «απομονωτισμού» που εκπροσωπεί θα έχει πάρει για τα καλά το πάνω χέρι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Δίνοντας, παράλληλα, την ευκαιρία στα πιο επιθετικά τμήματα των αστικών τάξεων της Ευρώπης να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο της «στρατηγικής αυτονομίας». Ένα σχέδιο που υπερασπίζεται με πάθος ο Μακρόν και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αποφασιστική ενίσχυση του στρατιωτικού πυλώνα και της ευρωπαϊκής πολεμικής μηχανής — κάτι που δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει και την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού πυρηνικού οπλοστασίου. Έτσι ώστε η ΕΕ να πάψει να είναι ένας οικονομικός γίγαντας με πήλινα πόδια και να προωθεί τα συμφέροντά της στον πλανήτη, χωρίς να έχει ανάγκη τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα.
Η ΕΕ θα επιδιώξει να γίνει από κομπάρσος πρωταγωνιστής των γεωπολιτικών ανατροπών και των πολέμων της εποχής μας
Είναι κάτι, άλλωστε, που έχει ήδη δρομολογηθεί, όπως αποδεικνύει και η μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Όπως ανακοινώθηκε την περασμένη Τετάρτη, φέτος 18 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ (στη συντριπτική τους πλειοψηφία ευρωπαϊκά) θα διαθέσουν το 2% του ΑΕΠ τους γι’ αυτόν τον σκοπό — μια επίδοση πραγματικά εντυπωσιακή, αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από δέκα χρόνια ήταν μόλις τρεις οι χώρες που ξεπερνούσαν το συγκεκριμένο ποσοστό. Ανάμεσα στους «καλούς» συγκαταλέγεται πλέον και η Γερμανία, η οποία για φέτος αναμένεται πως θα δαπανήσει σχεδόν 70 δισ. ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί κάπου στο ένα τρίτο του ελληνικού ΑΕΠ), ξεπερνώντας το πλαφόν του 2% για πρώτη φορά από το 1992.
Κάνοντας το άθροισμα, λοιπόν, μπορεί κανείς να υπολογίσει ότι οι «27» έχουν προγραμματίσει να ξοδέψουν φέτος κοντά στα 400 δισ. προκειμένου να προετοιμαστούν για τις συγκρούσεις και τις επεμβάσεις που έρχονται. Παρά το γεγονός ότι το παραπάνω ποσό εξακολουθεί να είναι περίπου το μισό σε σύγκριση με το αντίστοιχο των ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη δεν υπάρχει ακόμη ενιαίο κέντρο λήψης αποφάσεων ή ευρωστρατός, είναι φανερό προς τα πού κινείται το «τρένο».
Οι εξελίξεις αυτές, όπως είναι προφανές, συνεπάγονται πολύ μεγαλύτερους κινδύνους για τους λαούς, καθώς οι κυβερνήσεις τους και η ΕΕ θα επιδιώξουν να γίνουν από κομπάρσοι πρωταγωνιστές των ιμπεριαλιστικών πολέμων του κεφαλαίου της εποχής μας. Όσο για το ΝΑΤΟ, αναμφίβολα θα υποστεί κι αυτό αλλαγές για να βρει τον ρόλο του στη νέα εποχή — ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, μόνο αμυντικός δεν θα είναι.