Έφη Καραχάλιου
Ένα σκοτεινό παραμύθι για την απώλεια και το τραύμα διάρκειας δυο ωρών, από τον σπουδαίο ιδρυτή του Studio Ghibli
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κενζαμπούρο Γιοσίνο Πώς Ζεις; αλλά και σε βιώματα της παιδικής ηλικίας του Μιγιαζάκι, η ιστορία ενηλικίωσης του μικρού Μαχίτο δεν σταματά να γοητεύει. Ο ήρωας χάνει την μητέρα του σε ένα βομβαρδισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έτσι καλείται να μείνει με την νέα σύζυγο του πατέρα του, η οποία είναι και αδελφή της αποθανούσας, σε ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή. Ακολουθώντας τα γνωστά μοτίβα που χειρίζεται στις ταινίες του, το φιλμ αναζητά την χαμένη αθωότητα, στον απόηχο ενός ιδιαίτερα τραυματικού πολέμου για το θυμικό του ιαπωνικού λαού.
Στο επίκεντρο η γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, φαντασίας και οδυνηρής πραγματικότητας
Η προσωπική καλλιτεχνική φόρμα του Χαγιάο Μιγιαζάκι κρατάει σταθερά απόσταση από τα δυτικά πρότυπα του animation, έτσι όπως καθιερώθηκε από τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο αλλά και τα anime, ενώ επιμένει στην ζωγραφική κάθε καρέ στο χέρι. Στην εποχή των CGI και των οπτικών εφέ, τι μπορεί να προτείνει μια τέτοια –σχεδόν εμμονική– οπτική; Στην πραγματικότητα, σηματοδοτεί την συνειδητή επιλογή της επιστροφής στην παράδοση του σκίτσου σε αισθητικό επίπεδο αλλά και στο συλλογικό παρελθόν σαν αυτούσια θεματική. Οι φλόγες μιας ακατανόητης πολεμικής μηχανής οδήγησαν στα χαμό της μητρικής φιγούρας για τον Μαχίτο, τον γιο ενός εργοστασιάρχη που προμηθεύει την πολεμική αεροπορία. Μέσα από μια «φλεγόμενη» κοινωνική πραγματικότητα αλλά και μια έντονη αναζήτηση της ταυτότητας στην προεφηβική ηλικία, ο ήρωας βρίσκει την είσοδο από έναν παρατημένο πύργο και τελικά την διέξοδο σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Ένας ερωδιός (πτηνό) πληροφορεί τον Μαχίτο ότι η μητέρα του ενδέχεται να είναι ζωντανή κάπου σε αυτόν τον πύργο και από εκεί ξεκινά ένα επικίνδυνο αλλά και ανακουφιστικό ταξίδι που αναπαρίσταται με λυρισμό και θεατρικότητα. Κοινή φιγούρα θα παραμείνει το ζώο του ερωδιού καθώς σύμφωνα με την βουδιστική παράδοση συμβολίζει την αγνότητα και την μεταμόρφωση, διατρέχοντας και τα τρία στοιχεία του νερού, της γης και του αέρα. Η ίσως τελευταία ταινία του Μιγιαζάκι, όντας πια 83, δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί με τη διττή φύση της ζωής και του θανάτου, ως βιολογικό γεγονός αλλά και ως ψυχικό βίωμα.
Κομβικό στοιχείο που συμβάλλει δραματουργικά στην ταινία είναι η κατάτμηση και τελικά ανασύνθεση του κινηματογραφικού χρόνου, καθώς προβάλλεται το αγωνιώδες ταξίδι για την αναζήτηση της μητέρας. Αυτή η σύμπτυξη θεματικών, μοτίβων και συμβόλων μέσα στα 120 λεπτά μοιάζει αρκετά πεπιεσμένη, σε σημείο που ο θεατής να χάνει την αίσθηση των διάφορων αφηγηματικών επιπέδων και κόσμων που εξελίσσονται παράλληλα. Η ταινία δεν φιλοδοξεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με παλαιότερα έργα όπως η Πριγκίπισσα Μονονόκε ή η Ναυσικά της Κοιλάδας του Ανέμου. Αυτό δεν αναιρεί όμως την κινηματογραφική της αξία, που ισορροπεί θαυμάσια στην αχνή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, κλείνοντας το μάτι στο αριστουργηματικό Ταξίδι στη Χώρα των Θαυμάτων. Προς το τέλος της ταινίας, ο Μαχίτο θα χρειαστεί να διαλέξει εάν θέλει να γίνει ο απόλυτος άρχοντας του φανταστικού κόσμου ή θα επιστρέψει στην οδυνηρή πραγματικότητα — και θα επιλέξει το δεύτερο. Με αυτή τη γλυκόπικρη συνειδητοποίηση του Μαχίτο, αλλά και την ελπιδοφόρα και πανανθρώπινη οπτική του ίδιου του Μιγιαζάκι, αντηχεί η δήλωσή του ότι «δεν θέλει να φτιάχνει ταινίες όπου θα λέει στα παιδιά, όταν απελπίζεστε να τρέχετε μακριά».