Γιάννης Φραγκούλης
Ο Χρυσός Αλέξανδρος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι μια δυνατή ταινία για την πίσω πλευρά του «τουριστικού θαύματος», για τις ζωές των εργατ(ρι)ών που συνθλίβονται
Η Κάλια είναι διασκεδάστρια σε ένα μεγάλο και διάσημο ξενοδοχείο σε ένα ελληνικό νησί. Πλαισιώνεται από μια ομάδα χορευτών και ανθρώπων που ασχολούνται με το σόου. Μεγαλώνει το παιδί της και δουλεύει τη νύχτα. Αυτή είναι η ζωή της εδώ και 19 χρόνια που εργάζεται σε αυτό τον τομέα. Ζει σε ένα λιτό δωμάτιο που της παραχωρεί η ξενοδοχειακή επιχείρηση. Ζει για να εργάζεται και αυτή η εργασία είναι η διασκέδασή της. Αυτή είναι η ζωή της. Μπορεί να ξεφύγει από αυτό τον τρόπο ζωής;
Η Σοφία Εξάρχου έχει κάνει δύο ταινίες μικρού μήκους, το 2006 και το 2009, προτού σκηνοθετήσει το Park, την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους το 2016. Επτά χρόνια αργότερα θα κάνει αυτή την ταινία, συμπαραγωγή με χώρες του εξωτερικού. Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με το 1ο βραβείο και το Βραβείο Γυναικείου ρόλου, ανάμεσα στα άλλα, και όπως θα δούμε, άξιζε αυτές τις διακρίσεις.
Η ταινία δείχνει το σύστημα που κυβερνά αυτή την κοινωνία. Ο καπιταλισμός κανονίζει τα πάντα. Ανάμεσα στα άλλα και τον τρόπο ψυχαγωγίας των ανθρώπων. Αυτό που έχει σημασία είναι να κινείται το χρήμα και να περνούν καλά αυτοί που πληρώνουν για να διασκεδάζουν. Ο άνθρωπος είναι ένα γρανάζι σε αυτό το μηχανισμό, όπως είχε δείξει ο Τσάρλι Τσάπλιν. Η ψυχαγωγία είναι κάτι γίνεται κατόπιν παραγγελιών. Οι εργαζόμενοι δεν είναι παρά μια μηχανή διασκέδασης, όχι άνθρωποι με αισθήματα και ιδιαίτερες ανάγκες. Μια ανάλυση του καπιταλιστικού συστήματος μπορεί να σας διαφωτίσει περισσότερο.
Σε αυτή την κριτική θα ασχοληθούμε κυρίως με τα παράπλευρα νοήματα που η σκηνοθέτης και σεναριογράφος έχει βάλει. Σαφώς υπάρχει η μαρξιστική ανάλυση, όμως οι αφηγηματικές δομές πηγαίνουν παραπέρα, εκεί όπου ο μαρξισμός δεν ήθελε να επεκτείνει την ανάλυσή του. Μιλάμε για τους ανθρώπους σαν ξέχωρες οντότητες, περσόνες που έχουν σχέσεις που εξετάζει η ψυχολογία, αυτά που προσδιορίζουν με ακρίβεια τη ζωή ενός ανθρώπου, πέρα από μια μαρξιστική ανάλυση της ταξικής κοινωνίας.
Το βασικό θέμα είναι η στυγνή εκμετάλλευση του ανθρώπου. Η ζωή του είναι ανυπόφορη. Ζει για να εργάζεται και να κερδίζει όσα του χρειάζονται για να επιβιώνει. Δεν είναι μόνο κάτι που υπάρχει μόνο στους διασκεδαστές της μαζικής ψυχαγωγίας στον τουρισμό. Είναι αυτό που ισχύει σε όλη την κοινωνία, σχεδόν σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους, όπως προσδιόρισε η σκηνοθέτης. Στην ταινία δε βλέπουμε τον ιδιοκτήτη. Με αυτό τον τρόπο δεν οδηγούμαστε στον προσδιορισμό ενός δίπολου: καταπιεσμένος εργαζόμενος-κακός εργοδότης. Το πόσο κακός είναι αυτός το καταλαβαίνουμε από τις εργασιακές σχέσεις.
Μας ενδιαφέρει το πώς ζουν τα γρανάζια του συστήματος ή, για να το πούμε διαφορετικά, αυτά που είναι μέρος των παραγωγικών δυνάμεων, τα ζώα που τραβούν το κάρο. Τα ζώα είναι οι διασκεδαστές που τους ονομάζουν ανιματέρ. Αυτοί ζουν σε ένα περιβάλλον αυστηρά προσδιορισμένο, όπως ένα στρατόπεδο ή μια αόρατη φυλακή. Η καταπίεση δεν έρχεται μόνο από τον ιδιοκτήτη ως άμεση συνέπεια.
Η λογική λέει ότι όσοι εργάζονται θα πρέπει να είναι μια δεμένη ομάδα. Ο χρόνος τους θα είναι περιορισμένος μόνο για την εργασία τους. Η προσωπική τους ζωή είναι ανύπαρκτη. Άρα θα πρέπει να δείχνουν και να είναι ευτυχισμένοι για να μεταδίδουν στους πελάτες αυτή την ευτυχία που έχουν ανάγκη για να περάσουν καλά τις διακοπές τους. Είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος ότι μιλάμε για εκπόρνευση. Μόνο που αυτή δεν είναι τέτοια που θα χαρακτηρισθεί πορνεία.
Η Σοφία Εξάρχου σκιαγραφεί την Ελλάδα της σεζόν εκμετάλλευσης της τουριστικής βιομηχανίας
Στην ταινία βλέπουμε όλες αυτές τις εντάσεις που κανονίζουν μια απάνθρωπη ζωή. Είναι απαγορευτικό κάποιος να αρρωστήσει, να έχει ατύχημα, να μην είναι σε καλή ψυχολογική κατάσταση. Αυτό το αδιέξοδο δημιουργεί έντονες υστερίες και ένα υστερικό περιβάλλον που οδηγεί αυτούς τους ανθρώπους στην ψύχωση. Πρέπει να πείσουν τον εαυτό τους ότι περνούν καλά. Όλο και περισσότερο μπαίνουν μέσα σε αυτό το σύστημα, βυθίζονται στο βούρκο, θέλουν όλο και περισσότερο να χορεύουν και να βγάζουν λεφτά. Η προσωπική διασκέδασή τους περιορίζεται στην κατανάλωση αλκοόλ τη νύχτα και στις εφήμερες ερωτικές σχέσεις που έχουν είτε μεταξύ τους είτε με κάποιους τουρίστες. Πόσο όμως αυτό μπορεί να κρατήσει;
Βλέπουμε τρεις γυναίκες, διαφορετικών ηλικιών. Η Κάλια, που είναι 35 ετών και έμπειρη χορεύτρια, η Εύα, που είναι 22 χρονών και μαθητευόμενη στο χορό, και το μικρό κοριτσάκι που μπαίνει, στο τέλος της ταινίας, σε αυτό το χώρο.
Η Κάλια είναι ανάμεσα στο να φύγει και να μείνει. Έχει κουραστεί και δεν μπορεί άλλο. Της βγαίνουν επιθετικές τάσεις, όπως η σαδιστική συμπεριφορά στον φίλο της, το βράδυ στην παραλία, λίγο πριν το σεξ. Στον τελευταίο της χορό το λέει, ουσιαστικά στον εαυτό της. Φεύγει. Της το έχει προτείνει ο τελευταίος εραστής της, «δεν είναι ανάγκη να χορέψεις», αυτός ο Αυστριακός θέλει να κάνει έρωτα μαζί της γιατί έχει δει την ψυχή της και όχι τη διασκεδάστρια.
Η Εύα έρχεται από το τσίρκο. Δεν ξέρει αν θα μείνει. Η καταγωγή της είναι από την Πολωνία. Δέχεται αυτό το χώρο και μπαίνει όλο και πιο βαθιά. Γίνεται βοηθός της Κάλια και, στο τέλος, συμπρωταγωνίστρια στο σώου. Αποφασίζει ότι αυτός ο χώρος είναι η ζωή της. Σαν ένα δίχτυ την έχει τυλίξει και δεν την αφήνει να φύγει. Είναι ο εθισμός στον έντονο ρυθμό και στην ξέφρενη διασκέδαση; Είναι ότι στην Ελλάδα είναι ξένη και έτσι εντάσσεται στην ελληνική κοινωνία; Ή, μήπως, ότι δεν θέλει να γυρίσει πίσω; Μάλλον συνδυασμός όλων αυτών. Μένει και γίνεται βασίλισσα στη θέση της Κάλια.
Η επόμενη έχει σειρά. Μιλάμε για την έφηβη που η ζωή της είναι αυτό το «διασκεδαστικό» περιβάλλον. Το σύστημα παράγει την επόμενη διασκεδάστρια, το επόμενο γρανάζι της άλεσης του σώματος και του μυαλού.
Στην ταινία βλέπουμε μόνο το χώρο των διασκεδαστών. Ούτε το προσωπικό του ξενοδοχείου και τον ιδιοκτήτη ούτε τους πελάτες σε μεγάλο βαθμό. Αυτή είναι η δύναμη της ταινίας. Κατά πρώτο λόγο μπορούμε να φανταστούμε το κέντρο εξουσίας και να ταυτιστούμε μπρεχτικά με την ταινία, βάζοντας τις δομές της στη δική μας επαγγελματική ζωή. Κατά δεύτερο λόγο, βλέπουμε αυτό που ονομάζεται ψυχαγωγία, τον έντονο ρυθμό, τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, το σεξ που είναι μόνο εκτόνωση, το ποτό που, ως όχημα, σου δίνει μια ψευδαίσθηση διαφυγής. Κατά τρίτο λόγο, θα δούμε όλο αυτό σαν θεατές, στον κινηματογράφο, και, κατ’επέκταση, στο ξενοδοχείο, έτσι θα μπούμε στην αμφισβήτηση αυτής της ψυχαγωγίας και θα ενοχληθούμε. Θα είναι πλέον εύκολο να καταδικάσουμε την εκπόρνευση του σώματος και, κυρίως, της ψυχής. Σε αυτό το σημείο η ταινία κερδίζει το θεατή, δείχνοντάς του ένα δρόμο: την αμφισβήτηση.
Η σκηνοθεσία είναι πολύ προσεγμένη. Όλα είναι υπολογισμένα στην ακρίβεια. Τα κοστούμια λειτουργούν ρεαλιστικά για να αποδοθεί η πραγματικότητα όπως είναι, σανένα ντοκιμαντέρ. Η μουσική είναι αυτή που λέμε «καλοκαιρινή» και μας βάζει περισσότερο σε αυτό το κλίμα. Το μοντάζ δημιουργεί αυτό το ρυθμό που έχει ανάγκη η ταινία για να αποδώσει την περιρρέουσα πραγματικότητα, η οποία είναι ένας σημαντικός χαρακτήρας στην αφήγηση.
Οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί. Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου (Κάλια) και η Φλομαρία Παπαδάκη (Εύα) κλέβουν την παράσταση. Ο Αχιλλέας Χαρίσκος δίνει έναν ανθρώπινο τόνο που είναι η στάθμη για να διακρίνουμε τις εξάρσεις και τις κακοποιήσεις της ψυχής. Ο Χρόνης Μπαρμπαριάν μάς φέρνει έναν καλό αλλοδαπό που έχει γίνει σχεδόν Έλληνας. Όλοι είναι μια σφιχτοδεμένη ομάδα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις κάτι χωρίς να καταστρέψεις το σύνολο. Είναι, τέλος, η πρώτη ταινία, τουλάχιστον στην Ελλάδα, που αναφέρεται σε αυτό το χώρο της ψυχαγωγίας με τρόπο ωμό και τόσο κριτικό. Μια εξαιρετική δουλειά της Σοφίας Εξάρχου που πιστεύουμε ότι το κοινό θα την επιβραβεύσει.