Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Η κυβέρνηση θριαμβολογεί ενώ οι μισθοί συμπιέζονται
Με μία νέα εκδοχή του success story, όρο που είχε εφεύρει η κυβέρνηση Σαμαρά, επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη να καλύψει την πρόθεσή της να δώσει το… τελικό χτύπημα στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως σχεδιάζει για το 2023. Η «μητσοτακική» βερσιόν στηρίζεται στο αφήγημα πως η ελληνική οικονομία αποτελεί το… πρότυπο της Ευρωζώνης κι ως εκ τούτου δέχεται συγχαρητήρια από παντού. Την ίδια στιγμή που τα πραγματικά στοιχεία δείχνουν μια τεράστια ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Στην κατεύθυνση αυτή, το μέγαρο Μαξίμου επιστρατεύει εκτός από την πρόσφατη «κατάκτηση» της επενδυτικής βαθμίδας και τα εγκωμιαστικά σχόλια από ΜΜΕ όπως το Politico, ο Economist –που ανακήρυξε την Ελλάδα «χώρα της χρονιάς»– ή η Bild. Με τη γερμανική εφημερίδα να περιγράφει τη χώρα ως έναν «δυναμικό εξωστρεφή προορισμό για τους επενδυτές, με ισχυρή φωνή στην καρδιά της ΕΕ και μια οικονομία που βιώνει μια άνευ προηγουμένου αναγέννηση». Η ίδια εφημερίδα φιλοξένησε και συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη που αποδίδει τα πάντα στις «μεταρρυθμίσεις» (π.χ. κατάργηση 8ωρου, περιορισμός περιβαλλοντικής προστασίας, ιδιωτικοποιήσεις) που «επέτρεψαν να γυρίσουμε την πλάτη στον λαϊκισμό και τις κρίσεις του παρελθόντος».
Η κυβέρνηση βασίζει τη θεωρία της σε νούμερα αποτύπωσης της ανάπτυξης (προβλέπει 2,9% για το 2024) τα οποία στηρίζονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο τύπο επενδύσεων: Αυτές που αφορούν το real estate, συμπεριλαμβανομένων και των funds με τους δεκάδες χιλιάδες πλειστηριασμούς, αυτές που αφορούν τις κατασκευές κι εκείνες που σχετίζονται με τον κλάδο του τουρισμού. Δηλαδή πεδία από τα οποία ελάχιστο όφελος αναμένεται να προκύψει για τον κόσμο της εργασίας, μιας και είναι τα «βασίλεια» της υποαπασχόλησης ή των μοντέλων εργολαβικής εργασίας, ενίοτε εισαγόμενης. Παράλληλα, ευελπιστεί πως θα ωφεληθεί από την εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, που κατά κύριο λόγο οφείλεται στον πόλεμο στην Ουκρανία. Επίσης «πουλάει» την πρόσκαιρη αλλαγή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ ως «μείωση του χρέους», παρότι αυτό αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς.
Οι μισθοί παραμένουν κατά 26% χαμηλότεροι από το 2009, ενώ βάλλονται από ακρίβεια και φορολογία
Με βάση αυτά, πράγματι καταγράφεται μία «ανάπτυξη». Όμως αυτή αφορά αποκλειστικά τα κέρδη των εταιρειών. Ιδίως τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν το 2023 και το 2024 τις επιδόσεις του 2022, που έφτασαν τα 10,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Ήδη, άλλωστε, για το πρώτο τρίμηνο του 2023, οι εταιρείες αυτές έχουν κερδοφορία 6,4 δισ. ευρώ. Αυτά, την ίδια στιγμή που οι μισθοί παραμένουν κατά 26% χαμηλότεροι από το επίπεδο του 2009. Επιπλέον, όμως, βάλλονται καθοριστικά από την αντεργατική νομοθεσία που έχει θεσπιστεί (απλήρωτες υπερωρίες) και την αυξανόμενη ακρίβεια, σε συνδυασμό με την έμμεση φορολογία. Χάνοντας έτσι συνεχώς την πραγματική τους αξία. Είναι ενδεικτικό πως ο προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει 6,2 δισ. ευρώ παραπάνω φόρους σε σχέση με πέρυσι, φτάνοντας τελικά τα 62,9 δισ. ευρώ φορολογία. Από αυτά, τα 24,3 δισ. θα προέρχονται από τον ΦΠΑ, ενώ στα 7 δισ. υπολογίζεται ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα καύσιμα. Είναι χαρακτηρικό πως ο δείκτης της αναλογίας των έμμεσων φόρων σε σχέση με τους άμεσους ξεπερνά το 60%. Παράλληλα, μισθωτοί, συνταξιούχοι, άνεργοι και μικροεπαγγελματίες πλήττονται και από άλλες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι ενδεικτικό πως η Ελλάδα καταγράφει πρωτιά στο ποσοστό του πληθυσμού που δεν πραγματοποιεί αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις λόγω υψηλού κόστους.