Γιώργος Παυλόπουλος
Χιλιάδες αγρότες με τα τρακτέρ τους έχουν βγει στους δρόμους όλης της Γερμανίας από τις αρχές του έτους, δηλώνοντας έτοιμοι για κινητοποιήσεις διαρκείας. Αφορμή είναι η περικοπή των επιδοτήσεων στα καύσιμα και η αύξηση της φορολογίας. Την ίδια στιγμή, σε απεργία βρίσκονται και οι μηχανοδηγοί στους σιδηρόδρομους, ενώ αναβρασμός επικρατεί και σε άλλους κλάδους.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις που έχουν ξεσπάσει από τις αρχές του έτους στη Γερμανία βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη στα περισσότερα από τα 16 κρατίδια της χώρας, με αξιοσημείωτη μάλιστα μαζικότητα. Παρά δε τον ελιγμό που επιχείρησε η τρικομματική κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς, ανακοινώνοντας ότι θα προωθήσει σταδιακά και σε βάθος τριετίας την κατάργηση της επιδότησης στα καύσιμα και την αύξηση της φορολόγησης και όχι με τη μία, το κλίμα δεν δείχνει να εκτονώνεται.
Η ακροδεξιά AfD, σε αντίφαση με το πρόγραμμά της, αξιοποιεί πολιτικά την κοινωνική ένταση και την αδυναμία της κυβέρνησης
Η κατάσταση προκαλεί ήδη και πολιτικές αναταράξεις, μιας και έρχεται να εντείνει τη δυσαρέσκεια σε βάρος των τριών κυβερνητικών εταίρων, Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP). Παράλληλα, ρίχνει νερό στον μύλο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), η οποία έσπευσε να ταχθεί στο πλευρό των αγροτών — κάτι που έκαναν και άλλες όμορες δυνάμεις της χώρας. Έστω και αν το συνολικό πολιτικό της πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης την κατάργηση των επιδοτήσεων προς τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.
Το σίγουρο είναι ότι τα επίμαχα μέτρα που προκάλεσαν την έκρηξη των Γερμανών αγροτών έχουν τη ρίζα τους σε μια σειρά λόγους: Τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ (που απορροφά περίπου το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της), την μετάβαση στην «πράσινη» γεωργία και οικονομία στο πλαίσιο του σχεδίου «Από το Χωράφι στο Πιάτο», την κερδοσκοπία των μεγάλων αλυσίδων και κυρίως των εκπτωτικών, καθώς και την «μαύρη τρύπα» στον προϋπολογισμό του 2024. Ειδικά δε όσον αφορά σε αυτή την τελευταία πλευρά, που έχει άμεση σχέση με το «φρένο χρέους» που έχει ενσωματωθεί στο γερμανικό σύνταγμα από το 2019, η κυβέρνηση ευελπιστούσε να εξοικονομήσει περίπου 1 δισ. ετησίως από τις περικοπές στους αγρότες – σε μια στιγμή, μάλιστα, που έχει διαθέσει και συνεχίζει να διαθέτει πολλαπλάσια σε στρατιωτικές δαπάνες και για τον εξοπλισμό της Ουκρανίας.
Η Γερμανία βρίσκεται σε περίοδο κοινωνικού αναβρασμού
Αξίζει να σημειωθεί πως η Γερμανία μπορεί να είναι μια κατά βάση βιομηχανική χώρα, ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας όμως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, εξαιτίας και της μεγάλης έκτασης καλλιεργήσιμων εκτάσεων που διαθέτει. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, άλλωστε, σήμερα υπολογίζεται πως υπάρχουν 276.000 αγροκτήματα, με μέση έκταση 150 στρεμμάτων, ενώ στις καθαρά αγροτικές περιοχές κατοικούν περισσότεροι από 13 εκατομμύρια άνθρωποι, η πλειοψηφία των οποίων ασχολείται επαγγελματικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Όσον αφορά στο μέσο ετήσιο εισόδημα όσων απασχολούνται εκεί (εξαιρουμένων βεβαίως των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων), αυτό κυμαίνεται περίπου στο 65-70% του αντίστοιχου σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Είναι κάτι που δεν έχει να κάνει μόνο με τις αντικειμενικές δυσκολίες, τα «τερτίπια» του καιρού και τις συχνές φυσικές καταστροφές, αλλά και με την πολιτική των μεσαζόντων. Κατά γενική ομολογία, πολλά από τα παραγόμενα προϊόντα πωλούνται σε σχετικά χαμηλές τιμές (για τα δεδομένα της Γερμανίας), με το κόστος της κερδοφορίας του κεφαλαίου να μεταφέρεται κυρίως στους παραγωγούς.
Στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί, πλέον, ο λογαριασμός της «πράσινης μετάβασης», που επίσης βαρύνει τους παραγωγούς, αλλά και τους καταναλωτές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αποφάσεις της ΕΕ (που ισχύουν και για τα 27 κράτη-μέλη), μέχρι το 2025 το ένα τέταρτο των κοινοτικών επιδοτήσεων και ενισχύσεων πρέπει υποχρεωτικά να αφορούν σχετικές επενδύσεις — τις οποίες, φυσικά, είναι υποχρεωμένοι να συγχρηματοδοτήσουν οι παραγωγοί. Ειδικά στη Γερμανία, το εθνικό σχέδιο που έχει εκπονηθεί στο παραπάνω πλαίσιο προβλέπει ότι ως το 2030, το 30% του καλλιεργήσιμου εδάφους πρέπει να καλύπτεται από βιολογικά προϊόντα, ενώ παράλληλα επιβάλλεται η χρήση φυτοφαρμάκων που έχουν χαρακτηριστεί ως «πιο φιλικά για το περιβάλλον», έχουν όμως πολλαπλάσιο (ως και δεκαπλάσιο σε ορισμένες περιπτώσεις) κόστος.
Πρόκειται για δεδομένα που, με τη σειρά τους, ενισχύουν σημαντικά τόσο τον αποκαλούμενο «ευρωσκεπτικισμό» όσο και τις αντιδραστικές απόψεις οι οποίες αμφισβητούν την ύπαρξη της κλιματικής κρίσης. Δημιουργώντας, έτσι, ένα εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος για την AfD και τα άλλα ακροδεξιά μορφώματα. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι παρόμοιες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις καταγράφονται και σε άλλες χώρες που διαθέτουν παρόμοια οικονομική και κοινωνική «δομή», όπως είναι η Ολλανδία. Έχουν δε επίσης σημαντικές πολιτικές συνέπειες, όπως αποδεικνύει και το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στη χώρα, με την ανάδειξη σε πρώτη δύναμη του Κόμματος Ελευθερίας του Γκέερτ Βίλντερς, αλλά και την παρουσία στη νέα βουλή του επίσης ακροδεξιού Κινήματος Αγροτών-Πολιτών με 7 έδρες (σε σύνολο 150).
Θα αποτελούσε λάθος, ωστόσο, ενδεχόμενη ταύτιση των κινητοποιήσεων των αγροτών με την Ακροδεξιά. Πέρα από τις πραγματικές αιτίες που τις προκαλούν, αλλά και το γεγονός ότι στηρίζονται και από άλλες πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του νέου κόμματος της Σάρα Βάγκενκνεχτ, δεν συνιστούν την εξαίρεση αλλά μάλλον τον κανόνα για τη Γερμανία σε αυτή την περίοδο. Ήδη, από πέρυσι, πολλοί κλάδοι έχουν προχωρήσει σε πολυήμερους απεργιακούς αγώνες, αποσπώντας από την εργοδοσία – ιδιώτες και κράτος – σημαντικές αυξήσεις, έστω κι αν δεν καλύπτουν πλήρως τις απώλειες από το κύμα της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, βρίσκεται σε εξέλιξη μία ακόμη απεργία, αυτή των μηχανοδηγών στους σιδηροδρόμους, ενώ μια σειρά ακόμη συνδικάτα έχουν προαναγγείλει ανάλογες κινήσεις.
Παρά δε το ότι η AfD εμφανίζεται να στηρίζει τους παραπάνω αγώνες, προτάσσοντας το αίτημα της ανυπακοής απέναντι στην ΕΕ και τις οδηγίες της ώστε να ενισχυθούν «πρώτα οι Γερμανοί», ο πυρήνας του πολιτικού και οικονομικού της προγράμματος παραμένει βαθιά αντιδραστικός και αντιλαϊκός. Την ίδια στιγμή, «κλείνει το μάτι» στο γερμανικό κεφάλαιο προτάσσοντας τα εθνικά συμφέροντα και ανοίγοντας δρόμους για πιο σκληρή πολιτική και από τα παραδοσιακά καθεστωτικά κόμματα – εκτονώνοντας και ενσωματώνοντας τις κοινωνικές αντιδράσεις με τον πιο ακίνδυνο τρόπο για τον γερμανικό καπιταλισμό.