Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης στο τελευταίο του βιβλίο εξετάζει την αλληλεπίδραση εργατικού κινήματος και αστικής πολιτικής σε διαφορετικές συγκυρίες. Από τις απαρχές της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας, τον μεσοπόλεμο, το προδικτατορικό εργατικό κίνημα, μέχρι και σήμερα, η αλληλεπίδραση των κοινωνικών οντοτήτων με τη συνειδητή πολιτική διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα.
Το τελευταίο βιβλίο του Σεραφείμ Σεφεριάδη, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τίτλο Για την πολιτική που διαμορφώνει – Εργατικό Κίνημα και Κράτος, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος. Η κόκκινη κλωστή που διαπερνά όλα τα κεφάλαια του βιβλίου είναι, όπως λέει ο τίτλος, οι πολιτικές επιλογές του εργατικού κινήματος και του αστικού κράτους που διαμορφώνουν τις κοινωνικές συνθήκες. Εννοείται, βέβαια, ότι «είναι αδύνατο να συλλάβουμε πολιτική θέση ή δράση χωρίς κοινωνικές αναφορές» (σελ. 15), αλλά «η πολιτική δεν μπορεί να θεωρείται πως απλώς κατοπτρίζει τις κοινωνικές ισορροπίες» (σελ. 16), «επικαθορίζεται αλλά και επικαθορίζει» (σελ. 57). Ο Σεφεριάδης αντιπαρατίθεται στην ερμηνεία της πολιτικής των εργατικών κομμάτων είτε ως νομοτελειακή και αναπόδραστη έκφραση των εργατικών τάξεων είτε ως έκφραση των πολυσθενών κοινωνικών υποκειμένων «που καταλήγουν –επίσης νομοτελειακά– στην απόλυτη ατομικότητα» (σελ. 55). Με αυτές τις ερμηνείες εξαφανίζεται –και για τους μαρξίζοντες δομιστές και για τους μεταδομιστές– η πολιτική σαν «διαδικασία ενσυνείδητης παρέμβασης». Προχωρώντας, ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι κοινωνικές τάξεις έχουν αντικειμενική κοινωνική ύπαρξη, όμως η δυναμική τους στην ταξική πάλη δεν προκύπτει ουσιοκρατικά αλλά από την παρέμβαση υποκειμένων με πολιτικό λόγο και προτάγματα (σελ. 344).
Οι κοινωνικές τάξεις υπάρχουν αντικειμενικά, η δυναμική τους όμως στην ταξική πάλη προκύπτει πολιτικά
Ο Σεφεριάδης δεν έγραψε ένα βιβλίο μεθοδολογίας και αφηρημένης θεωρίας αλλά ένα βιβλίο που στα δέκα κεφάλαιά του εφαρμόζει αυτές τις αρχές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που αφορούν στο παρελθόν και το παρόν στην Ελλάδα και παγκόσμια. Ιδιαίτερα σημαντική η συμπυκνωμένη παρουσίαση της μετάβασης της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας από την πρώιμη επαναστατική της φάση και τις επόμενες ρεφορμιστικές της μεταλλάξεις μέχρι τη σημερινή της σοσιαλφιλελεύθερη κατάληξη. Η περίοδος του μεσοπολέμου στην Ελλάδα εξετάζεται από δύο οπτικές γωνίες. Αρχικά, αυτή του εργατικού κινήματος –με λειψή οργανωτικότητα αλλά με πολιτική και συγκρουσιακή δυναμική– σε σχέση με τις πολιτικές επιλογές του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ με τις «στροφές» της. Στη συνέχεια, από την οπτική της διαρκούς κατασταλτικότητας του ελληνικού κράτους, παρ’ όλες τις εναλλαγές μοναρχικών και φιλελεύθερων, «δημοκρατίας» και δικτατορίας. Το κεντρικό ερώτημα που βρίσκει την απάντησή του στο βιβλίο είναι: «Εφόσον ο ελληνικός κομμουνισμός παρέμενε εκλογικά και οργανωτικά αδύναμος καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, γιατί όλη αυτή η κατασταλτική πανοπλία και κυρίως το Ιδιώνυμο» (σελ. 136); Ανάλογα ερωτήματα τίθενται και στο κεφάλαιο για τη μεταπολεμική σύγκρουση του εργατικού κινήματος με το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος. Γιατί προκρίθηκε η λύση της στρατιωτικής δικτατορίας και γιατί το μαζικό κίνημα δεν κατόρθωσε να την αποτρέψει; Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου παρουσιάζεται το σημερινό τοπίο της μετά το ’90 εποχής, με τη στοχευμένη από τις κυβερνήσεις και την ΕΕ αποψίλωση του κράτους πρόνοιας και των εργατικών δικαιωμάτων, προς όφελος της «επιχειρηματικότητας». Η σημερινή αδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος να αντιστρέψει αυτή την πολιτική δεν αποδίδεται, όπως συχνά γίνεται, στη «μεταφορντιστική» εξαφάνιση της εργατικής τάξης, αλλά στις πολιτικές επιλογές των συνδικαλιστικών ηγεσιών και της προσκόλλησής τους στην «εταιρική κοινωνική σχέση».
Σίγουρα πρόκειται για ένα σημαντικό βιβλίο. Ωστόσο στα δύο τελευταία κεφάλαια υπάρχουν εύλογες αντιρρήσεις. Ο Σεφεριάδης προτείνει απέναντι στην «εξαθλιωτική παγκοσμιοποίηση της αγοράς», όχι την υπεράσπιση του εθνικού κράτους αλλά τη διεθνιστική συνεργασία συνδικάτων, αριστερών κομμάτων και κινημάτων για την ανάδυση παγκόσμιων ταυτοτήτων με στόχους όπως μια «παγκόσμια ιδιότητα του πολίτη». Η σημερινή «παγκοσμιοποίηση» όμως δεν είναι απλά ένα κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον διεθνοποίησης παραγωγικών δυνάμεων, ούτε μόνο η ύπαρξη πολυεθνικών εταιρειών με προϋπολογισμούς μεγαλύτερους από κάποια εθνικά κράτη, αλλά κυρίως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων των αστικών κρατών –κατά μόνας και από κοινού– προς το συμφέρον των «επενδυτών».
Μία άλλη διεθνοποίηση αλληλεγγύης και συνεργασίας, τελικά σοσιαλιστική, προϋποθέτει τη συντριβή της τωρινής, πρώτα απ’ όλα την ανατροπή των κρατικών αποφάσεων που την υλοποιούν και την θωρακίζουν. Τα εθνικά κράτη είναι αυτά που συγκροτούν και επιβάλλουν τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς θεσμούς, ρυθμίσεις και ολοκληρώσεις, άρα και η πάλη για ανατροπή όλων αυτών διεξάγεται πρώτα απ’ όλα σε «εθνική» βάση ως προς τον χώρο. Για παράδειγμα, μια σοσιαλιστική διεθνοποίηση στην Ευρώπη προϋποθέτει τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτός ο διεθνιστικός στόχος περνά υποχρεωτικά από την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση κάθε χώρας. Ο εργατικός διεθνισμός σημαίνει πρώτα απ’ όλα πάλη ενάντια στην αστική τάξη εντός των συνόρων.