γράφουν: Στάθης Γκότσης, Δημήτρης Πλάντζος, Κώστας Πασχαλίδης
Κλεμμένες αρχαιότητες
Στάθης Γκότσης
Τα μεγάλα μουσεία σε Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο αποτελούν μνημεία της αποικιοκρατίας. Οι συλλογές τους συγκροτήθηκαν με τη βίαιη απόσπαση πολιτιστικού πλούτου από τις ανά τον κόσμο κάποτε κατακτημένες περιοχές. Η πρακτική αυτή ήταν ουσιαστικά ένας τρόπος επικύρωσης της εξουσίας των αποικιοκρατών επί των κυριαρχούμενων λαών. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας είναι ένας αναγκαίος όρος για να γίνει αντιληπτός ο ενιαίος χαρακτήρας που έχει στη βάση του το κίνημα επαναπατρισμού.
Η ελληνική πλευρά κρατάει διαχρονικά αποστάσεις από το κίνημα αυτό, απομονώνοντας, επιπλέον, το ζήτημα των γλυπτών του Παρθενώνα. Γιατί, άραγε, να μην τίθεται ζήτημα επιστροφής λ.χ. της Αφροδίτης της Μήλου ή της Νίκης της Σαμοθράκης από το Λούβρο ή των γλυπτών του Επικούριου Απόλλωνα που βρίσκονται επίσης στο Βρετανικό Μουσείο;
Καμπάνιες, όπως αυτή για την επιστροφή των Μπρούτζινων αντικειμένων από το Μπενίν, έχουν υποχρεώσει πολλά ευρωπαϊκά μουσεία να επιστρέψουν στη Νιγηρία μέρος των αντικειμένων που λεηλατήθηκαν το 1897. Το Βρετανικό Μουσείο, με το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής αυτής, ακόμη αντιστέκεται. Εκεί βρίσκονται, επίσης, χιλιάδες αντικείμενα από την Αίγυπτο, όπως η περίφημη στήλη της Ροζέτας, για την επιστροφή της οποίας αγωνίζεται η Αίγυπτος, η Συλλογή Μακντάλα από την Αιθιοπία, τα γλυπτά του σημαντικότατου βουδιστικού ναού Αμαραβάτι, που διεκδικεί η Ινδία, 20.000 αντικείμενα που ζητά η Κίνα να της επιστραφούν, μαζί με τα υπόλοιπα πολύτιμα αντικείμενα που λεηλατήθηκαν από τους Αγγλο-Γάλλους το 1860 και αποτέλεσαν τη βάση για την δημιουργία του Μουσείου Βικτόρια και Άλμπερτ στο Λονδίνο και του Μουσείου Γκιμέ στο Παρίσι.
Στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο βρίσκεται, εξάλλου, ολόκληρος ο γιγαντιαίος ελληνιστικός Βωμός του Δία της Περγάμου, ενώ στο Βελτμουζέουμ στη Βιέννη το στέμμα του τελευταίου αυτοκράτορα των Αζτέκων, του Μοντεζούμα, το οποίο είχαν αρπάξει οι Ισπανοί κονκισταδόρες το 1510 και διεκδικεί το Μεξικό. Και ο κατάλογος τελειωμό δεν έχει…
Επαναπατρισμός για όλους και για όλα!
Το ζήτημα της επανένωσης των γλυπτών του Παρθενώνα (της Ακρόπολης ακριβέστερα, όπως σωστά επισημαίνει ο Δημήτρης Πλάντζος στο κείμενο που ακολουθεί), επανέρχεται τα τελευταία χρόνια συχνά στο επίκεντρο της ειδησιογραφίας, συνδεδεμένο τις περισσότερες φορές με –κακοσχεδιασμένες και δίχως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα– επικοινωνιακές πρωτοβουλίες της ελληνικής πλευράς.
Το γεγονός αυτό, πέρα από την ατέρμονη ανακύκλωση των αναμενόμενων στα κυρίαρχα ΜΜΕ κραυγών για τα «εθνικά» δίκαια και τους «κακούς» Βρετανούς ή τις γαργαλιστικές «αποκαλύψεις» για λογής παρασκήνια, μυστικές διπλωματικές κινήσεις και συγκρούσεις στις γραμμές του «αντιπάλου», μας επιτρέπει να ψηλαφήσουμε και κάποιες λιγότερο ορατές πλευρές ενός πολύπλοκου ζητήματος.
Να εξετάσουμε, για παράδειγμα, αν πράγματι η «υπόθεση Παρθενώνας» είναι τόσο μοναδική όσο εμφανίζεται ή αν εγγράφεται στο ευρύτερο αίτημα επιστροφής κλεμμένων αρχαιοτήτων από ολόκληρο τον πάλαι ποτέ κατακτημένο κόσμο, οι οποίες φιλοξενούνται στα μουσεία των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, όχι πλέον μονάχα ως λάφυρα που προβάλλουν μια παρωχημένη αποικιοκρατική αίγλη, αλλά και ως προσοδοφόρα έκθεση λαμπρής λείας στην ολοένα και διευρυνόμενη τουριστική αγορά.
Να ξανασκεφτούμε, επιπλέον, τι είδους μουσείο θα έπρεπε ή θα θέλαμε να είναι εκείνο που θα στέγαζε τα επανενωμένα γλυπτά, ποια δηλαδή ανάγνωση των εκθεμάτων θα πρότεινε στους σημερινούς επισκέπτες, ποια αφήγηση θα υιοθετούσε για να αναδείξει την περιπέτεια του μνημείου ανά τους αιώνες (αντί να επιμένει μονοδιάστατα στην κλασική εποχή) και για να συνδεθεί με τους σημερινούς ανθρώπους και τις ανάγκες τους, ξεπερνώντας εθνοκεντρικές αντιλήψεις, ιδεολογικές ευκολίες και προτάγματα της αγοράς.
Σ. Γκ.
Ο έκπτωτος πλέον θεσμός του αποικιοκρατικού μουσείου
Δημήτρης Πλάντζος*
Η επανένωση των γλυπτών της Ακρόπολης (και όχι αποκλειστικά του Παρθενώνα, γιατί προφανώς η πάγια ελληνική διεκδίκηση αφορά συνολικά τα «λάφυρα» του Έλγιν, μεταξύ των οποίων και η Καρυάτιδα του Ερεχθείου) είναι αίτημα δίκαιο, όσο και ώριμο.
Αυτό που δεν φαίνεται να ωριμάζει είναι η πολιτική στόχευση των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων. Βήματα αυτοσχεδιαστικά, έως και καταστροφικά. Μιλούν για νομική διεκδίκηση, που δύσκολα θα ευοδωθεί σε κάποιο διεθνές δικαστήριο, μιλούν για «κλοπή», κατηγορία που δεν τεκμηριώνεται εύκολα με αυστηρά ιστορικές μεθόδους, εσχάτως δε και για «ανταλλαγή» και «δανεισμό», και μάλιστα μέσα από μυστικές συμφωνίες μεταξύ ανδρών που δεν φαίνεται να γνωρίζουν ούτε την ευρύτερη συζήτηση ούτε και να πολυενδιαφέρονται για τις ευρέως εμπεδωμένες πλέον καλές πρακτικές διεθνώς. Και μόνον μία συμφωνία τύπου «Στερν» να φανταστούμε για την Ακρόπολη (με τα «μάρμαρα» να πηγαινοέρχονται για δεκαετίες, διαρκώς υπό καθεστώς δανεισμού και υπό την μορφή αδιαφανών ανταλλαγών) καταλαβαίνουμε πόσο άσχημα μπορεί να εξελιχθεί η υπόθεση.
Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται βέβαια ο ίδιος ο έκπτωτος πια στις μέρες μας θεσμός του αποικιοκρατικού μουσείου. Η απονομιμοποίηση των παλιών συλλογών που σχηματίστηκαν δια της αρπαγής, και του αφηγήματος της λευκής, δυτικής ανωτερότητας, είναι αργή αλλά σταθερή. Οι ιθύνοντες των δυτικών μουσείων συχνά αναγκάζονται (ή επιθυμούν και οι ίδιοι) να στραφούν προς πολιτικές πιο ανεκτές από την εποχή μας.
Πόσο πρόθυμο θα ήταν το Βρετανικό Μουσείο να εγκαινιάσει μια πολιτική που θα οδηγούσε στην δική του απο-αποικιοποίηση; Ανάμεσα στους «θεματοφύλακες» (Trustees) του σήμερα συναντάμε κορυφαίους επιστήμονες, ιστορικούς και αρχαιολόγους, που ενδεχομένως θα έμπαιναν σε μια τέτοια συζήτηση, ώστε στη συνέχεια να πειστεί και η βρετανική κυβέρνηση να αποδεχτεί την όποια κίνηση «επιστροφής» ή «επανένωσης» (το νομικό καθεστώς του Μουσείου διαφυλάσσει την ανεξαρτησία του σε θέματα πολιτικής, επιβάλλει όμως την έγκριση της κυβέρνησης για κάτι τόσο θεαματικά δραστικό όπως η επιστροφή αποκτημάτων του στις χώρες προέλευσης∙ σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους Βρετανούς ιθύνοντες απαιτείται και νομοθετική ρύθμιση ώστε εν τέλει να πραγματοποιηθεί μια τέτοια συμφωνία, ακόμη και αν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ειδικά εντός Βρετανίας, συναινέσουν).
Η λύση θα μπορούσε όντως να δοθεί μέσα από μια εποικοδομητική συμφωνία μεταξύ των δύο μουσείων, αλλά όχι μέσα από μια επιθετική διαπραγμάτευση διεκδίκησης, από την οποία ο ένας εκ των δύο συνομιλητών θα εξέλθει ηττημένος. Αυτό προφανώς δεν ικανοποιεί τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Ελλήνων διεκδικητικών διαχρονικά, που –ενώ φαίνονται να κόπτονται για την επανένωση ή την αποκατάσταση του μνημείου– συχνά υποπίπτουν σε ρητορικές και κινήσεις εντυπωσιασμού (του ενδοχώριου μάλλον παρά ενός διεθνούς ακροατηρίου) που και αυτές επιχειρούν να ορίσουν την σύγχρονη Ελλάδα ως έθνος λευκό και ισχυρό («αρρενωπό»), ικανό να διεκδικήσει και να πετύχει τον όποιο στόχο του, περίπου με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι αποικιοκράτες του 19ου αιώνα.
Έχω υποστηρίξει και παλαιότερα πως η παρούσα έκθεση στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που δημιουργήθηκε, άλλωστε, μονοθεματικό και μονολιθικό αποκλειστικά σχεδόν ως επιχείρημα για τη διεκδίκηση, «ελγινοποιεί» και τα υπόλοιπα Παρθενώνεια λείψανα αντί, αντιθέτως και όπως θα έλπιζε κανείς, να τα αποδεσμεύει από εθνοφυλετικά, αποικιοκρατικά αφηγήματα του παρελθόντος. Η έκθεση μένει βουβή και απλαισίωτη, δεν μιλά για την ιδέα του κλασικού, του υψηλού ή του ωραίου, από φόβο ίσως μη και σχετικοποιηθούν τα γλυπτά και χάσουν την αξία τους. Η αξία τους και η ωραιότητά τους θεωρούνται τόσο αυτονόητες ώστε να μην τεκμηριώνονται. «Μιλούν από μόνα τους», όπως έλεγε ο παλιός πρόεδρος του Μουσείου.
Είναι όμως έτσι; Η όποια διεκδίκηση θα πρέπει να απαλλάσσει τα γλυπτά – «δικά μας» και «των άλλων»– από τις παγίδες του ρομαντικού εθνικισμού άλλων εποχών. Μπορούμε να προτείνουμε μια πολιτική για τον 21ο αιώνα; Με μόνο ζητούμενο την επανένωση των μνημείων, και την μόνιμη έκθεση όλων των γλυπτών στην Αθήνα πλέον; Μέσα από μια συζήτηση απαλλαγμένη από «γυρισμούς», «νόστους», και λευκοντυμένες Καρυάτιδες που θρηνούν τον ξενιτεμό της αδερφής τους; Μπορεί το –εικοσαετές πλέον– «Νέο» Μουσείο της Ακρόπολης να αποδεχθεί ότι η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας γνώρισαν και εποχές μετά τα κλασικά χρόνια, ακόμη και εποχές ενδεχόμενης ακμής ή νέου «μεγαλείου» (κάτι που η σημερινή έκθεση στο Μουσείο επιμελώς αποκρύπτει) ή ότι ακόμη και η αρπαγή είναι κομμάτι της ιστορίας του μνημείου που μάλιστα έχει συμβάλει στην ακτινοβολία του; Ή θα μείνουμε κυριολεκτικώς «εκτεθειμένοι», επιδεικνύοντας τα τραύματα της παλαιάς εκείνης αρπαγής, αιωνίως διαμαρτυρόμενοι, «με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα» για «τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία» που μας στέρησαν;
*καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας ΕΚΠΑ
Τα παραμελημένα κομμάτια του Παρθενώνα
Κώστας Πασχαλίδης*
Ο Παρθενώνας συνιστά κορυφαίο μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς με πανίσχυρη πνευματική και καλλιτεχνική ακτινοβολία εδώ και 25 αιώνες. Οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε οι διαχειριστές του τους δύο τελευταίους. Προς τιμήν μας, έχουμε αναστηλώσει, στερεώσει και αναδείξει την αρχαία του μορφή με τρόπο υποδειγματικό. Ωστόσο, του οφείλουμε και κάτι ακόμη. Είμαστε υποχρεωμένοι να του αποδώσουμε με τρόπο δίκαιο και επιστημονικό το σύνολο της αφήγησής του, που αποκρύπτουμε επιμελώς.
Μια μέρα, τα γλυπτά του Παρθενώνα θα επιστρέψουν πανηγυρικά στην Αθήνα, απ’ όλα εκείνα τα μουσεία του κόσμου που τα εκθέτουν στις μητροπολιτικές (όπως ονομάζουν τις αποικιακές) τους συλλογές. Ως τότε θα πρέπει να κάνουμε κι εμείς, οι διαχειριστές του αυτό που οφείλουμε ως υπόλογοι στους προσκυνητές των μνημείων της οικουμένης.
Οφείλουμε να ενώσουμε τα παραμελημένα κομμάτια που έχουμε στη διάθεσή μας. Να προσθέσουμε σε μουσεία, ψηφιακές εφαρμογές και εκπαιδευτικά εγχειρίδια πλάι στην αρχαία του μορφή, όλα εκείνα τα κατάλοιπα του μακραίωνου χρονικού του. Να καταδείξουμε τη δύναμη της Παναγίας Αθηνιώτισσας, που εγκαταστάθηκε εντός του για σχεδόν χίλια χρόνια, με μαρμάρινο άμβωνα και ολόγλυφη αγία τράπεζα, με τοιχογραφίες και επιγραφές. Να περιλάβουμε στο δημόσιο χρονικό του το προσκύνημα του Οσίου Λουκά και του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου στη «Θεομήτορα εν Ακροπόλει», καθώς και το θαυμασμό του Μωάμεθ του Πορθητή όταν αντίκρυσε το μνημείο το 1458 και ευχαρίστησε τον Αλλάχ στο σηκό του.
Να προσθέσουμε πως υπήρξε για αιώνες η μοναδική περίπτωση μουσουλμανικού τεμένους, που παρά την αποστροφή της ισλαμικής τέχνης στις εικονιστικές παραστάσεις, διατήρησε την γλυπτική σύνθεση της έριδας της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, των Κενταύρων, των ποτάμιων θεών, του Κέκροπα και της πομπής των Παναθηναίων, πάνω από τα βήματα των πιστών του Κορανίου. Να ομολογήσουμε πως στην ενετική πολιορκία της Ακρόπολης που κατέληξε στην ανατίναξή του, συμμετείχαν και εξεγερμένοι Έλληνες της εποχής.
Να μιλήσουμε για το μικρό τζαμί που κατασκευάστηκε μέσα του στις αρχές του 18ου αιώνα, για να πάρει δύναμη από το λαβωμένο του μεγαλείο και το οποίο κατεδαφίστηκε ως «καταμολύνον» στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους. Να περιλάβουμε στο χρονικό των τραυμάτων του, μαζί με τον ακρωτηριασμό του λόρδου Έλγιν, τις βλάβες που υπέστη στις πολιορκίες των χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, στην Κατοχή και στο μαύρο Δεκέμβρη της Αθήνας. Να αποδώσουμε στον Παρθενώνα το σύνολο των θραυσμάτων της ιστορίας του, για να μετατρέψουμε ένα μεγαλειώδες κατάλοιπο της κλασικής Αθήνας, στο άθροισμα των ψυχών και των αιώνων που το έφεραν ως εμάς.
*πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ)
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (16.12.23)