Γιώργος Κρεασίδης
Δανεισμό με ανταλλάγματα και όχι επιστροφή διαπραγματεύεται η κυβέρνηση.
Η ψυχρολουσία της ακύρωσης από τον Βρετανό πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ της συνάντησης σε επίπεδο κορυφής με τον Κ. Μητσοτάκη λίγες ώρες πριν πραγματοποιηθεί ήταν ένας εξευτελισμός χωρίς προηγούμενο για εκπρόσωπο κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Ανεξάρτητα από την επικοινωνιακή διαχείριση από το Μαξίμου της ταπεινωτικής αυτής μεταχείρισης, η ουσία παραμένει. Το ειδικό βάρος της Ελλάδας και του πρωθυπουργού της παραμένει μικρότερο από αυτό που διαφημίζει η κυβέρνηση για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Γι’ αυτό και η βρετανική κυβέρνηση, για αντίστοιχους λόγους, «έριξε άκυρο» στον Μητσοτάκη, εκτιμώντας ότι αξίζει τον κόπο και το τίμημα.
Αφορμή ασφαλώς στάθηκαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα που φυλάσσονται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου από το 1816, δέκα χρόνια αφότου τα άρπαξε ο Λόρδος Έλγιν. Το ίδιο το Μουσείο είναι σύμβολο της αρπακτικής λογικής του βρετανικού ιμπεριαλισμού, καθώς τα εκθέματά του είναι προϊόν πολιτιστικής λεηλασίας από όλο τον κόσμο και ειδικά από τις πρώην αποικίες. Αυτά κάνουν τις βρετανικές κυβερνήσεις σταθερά αδιάλλακτες τόσο στο ελληνικό αίτημα για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, όσο και κάθε αντίστοιχη διεκδίκηση.
Σε αυτό το σταθερό χαρακτηριστικό της βρετανικής πολιτικής ήρθαν να προστεθούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η συντηρητική κυβέρνηση Σούνακ, σαν αποτέλεσμα μιας άγριας αντιλαϊκής πολιτικής. Η άνευ όρων στήριξη του Ισραήλ δημιουργεί ένα σοβαρό επιπλέον πρόβλημα στις σχέσεις με τη μουσουλμανική κοινότητα, σημαντικό τμήμα της οποίας στηρίζει τους Συντηρητικούς. Μπροστά στη δημοσκοπική ανάσταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης των Εργατικών του Κιρ Στάρμερ, ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 2024, οι Συντηρητικοί έχουν καταφύγει και αυτοί στη συνταγή «εθνικισμός, ρατσισμός, νόμος και τάξη».
Η χοντροκομμένη κίνηση του Σούνακ ήταν μια επίδειξη πυγμής με στόχο μηνύματα αυτοκρατορικού μεγαλείου προς το πιο δεξιό κομμάτι του εκλογικού σώματος. Η προσπάθεια του Μητσοτάκη να αξιοποιήσει αντίστοιχα την επίσκεψη στο Λονδίνο για να πουλήσει μια εικόνα μαχητή για μια «εθνική υπόθεση», όπως έδειξε στη συνέντευξή του στο BBC, σκόνταψε στο γεγονός ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να τον τσαλακώσει επικοινωνιακά, εκτιμώντας ότι αυτό δεν έχει μεγάλο κόστος.
Γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση Σούνακ υποτίμησε τις συνέπειες, καθώς οι Εργατικοί και μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, όχι μόνο των κεντροαριστερών της αντιπολίτευσης, δεν έχασαν την ευκαιρία να του επιτεθούν για ανευθυνότητα που δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις με την ΕΕ, την ώρα που το κρίσιμο είναι η συναίνεση για την Ουκρανία, την Παλαιστίνη και το Προσφυγικό. Η κριτική δηλαδή είναι εξίσου από αντιδραστικές θέσεις και δεν αφορά την επιστροφή των Μαρμάρων.
Σε μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση των δύο πολιτικών αρχηγών στην αγγλική Βουλή την Τετάρτη, ο Σούνακ αποκάλυψε ότι έχει υπάρξει σχετική συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση πως τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν θα είναι στην ατζέντα της συνάντησης. Οπότε, αφού ο Μητσοτάκης δεν τήρησε τον λόγο του, η συνάντηση ακυρώθηκε. Από την άλλη, ο Στάρμερ δήλωσε ότι συναντήθηκε με τον Μητσοτάκη σε αντίθεση με τη στάση περιφρόνησης του Σούνακ, αλλά του ξεκαθάρισε ότι δεν συζητάει την επιστροφή των Μαρμάρων.
Εξάλλου η σχετική συζήτηση δεν αφορά παρά το ενδεχόμενο «δανεισμού» των Μαρμάρων στο Μουσείο της Ακρόπολης, αίτημα που βλέπει θετικά ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν, ηγετικό στέλεχος των Συντηρητικών παλιότερα από τη φιλοΕΕ τάση.
Αυτή είναι η βάση της συζήτησης για την κυβέρνησης, η οποία αφήνει να εννοηθεί ότι ζητά την επιστροφή των Μαρμάρων για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.