Μαριάννα Τζιαντζή
Ο θάνατος του Βασίλη Καρρά φέρνει έμμεσα στο προσκήνιο ένα θέμα με το οποίο χρόνια τώρα ασχολούνται οι αριστεροί διανοούμενοι, αν όχι η Αριστερά στο σύνολό της: τι είναι λαϊκό, τι μη λαϊκό (αστικό, μικροαστικό) και τι ανάμεσά τους;
Πώς ορίζεται η λαϊκότητα; Ποιος είναι αυτός ο περίφημος λαϊκός πολιτισμός τον οποίο συχνά επικαλούμαστε ή υμνούμε – και συχνά χωρίς να τον έχουμε ζήσει;
Τον τίτλο του λαϊκού τραγουδιστή ο Καρράς τον είχε κατακτήσει, όπως και τον τίτλο του «Άρχοντα». Περίπου όπως ο Μπρους Σπρίνγκστιν έχει κατοχυρώσει τον τίτλο του «Αφεντικού» (TheBoss) και ο Έλβις Πρίσλεϊ του «Βασιλιά» (The King). Άλλοι τιτλούχοι στην Ελλάδα είναι/ήταν η Ελένη Μενεγάκη («βασίλισσα της πρωινής ζώνης» κάποτε), η Άννα Βίσση («η απόλυτη Ελληνίδα σταρ»), η Αλίκη Βουγιουκλάκη (η «εθνική μας σταρ») κ.ά.
Σίγουρα τον Βασίλη Καρρά τον αγάπησε ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, όμως αρκεί αυτή η αγάπη για να τον κατατάξουμε στη χορεία των μεγάλων λαϊκών βάρδων; Αυτών που όχι μόνο υπηρέτησαν το λαϊκό τραγούδι αλλά το ανέβασαν και ένα σκαλοπατάκι παραπάνω;
Αν εξαιρέσουμε μερικές, μετρημένες στα δάχτυλα επιτυχίες του, ο Καρράς δεν είχε την τύχη να τραγουδήσει μεγάλα λαϊκά τραγούδια για τον απλούστατο λόγο ότι εδώ και λίγες δεκαετίες τέτοια τραγούδια δεν γράφονται. Δεν τα σηκώνει, δεν τα ευνοεί η εποχή. Ωραία η «Νύχτα ξελογιάστρα» (και δυο φορές πιο ωραία αν προηγουμένως έχεις πιει 3-4 ποτήρια ουίσκι), αλλά καμία σχέση με το «Βραδιάζει» που τραγούδησε ο Καζαντζίδης. Και η αιτία δεν είναι οι καλλιτεχνικές επιλογές του Βασίλη Καρρά, αλλά η ίδια η εποχή στη διάρκεια της οποίας εκείνος έγινε δημοφιλής. Άλλο η λαϊκή ταβέρνα του ’60, άλλο οι λεγόμενες «μεγάλες πίστες» και οι τηλεοπτικές βεγγέρες. Άλλο ήθος, άλλο κλίμα, άλλες ανάγκες. Πώς να γραφτεί σήμερα μια «Συννεφιασμένη Κυριακή»;
Έχουμε ανάγκη ν’ ακούμε καινούρια τραγούδια. Δεν αρκεί να επιστρέφουμε στα παλιά. Κι έχουμε ανάγκη να γαντζωνόμαστε από οτιδήποτε φαντάζει λαϊκό και σύγχρονο. Να πιστεύουμε ότι «ανακαλύπτουμε» τον λαϊκό πολιτισμό. Ας θυμηθούμε τι ύμνους έχουν κατά καιρούς πλέξει γνωστοί διανοούμενοι και μεγάλοι καλλιτέχνες για τον Φλωρινιώτη ή τον Σφακιανάκη. Έχουμε ανάγκη να αναζητάμε καινούρια λόγια, καινούριες φωνές, καινούριες μουσικές προσεγγίσεις – ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεοδωράκης είχε εμπιστευτεί τραγούδια του στον Ρέμο, την Αλέξια, τον Ρουβά.
Ο Βασίλης Καρράς έδινε την εικόνα του λαϊκού ανθρώπου. Είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι τη βιοπάλη, όπως την έχει γνωρίσει και ο Πασχάλης Τερζής, όπως την είχε γνωρίσει και ο μακαρίτης ο Στράτος Διονυσίου – για να μην αναφερθούμε στους πιο παλιούς. Έφερε ένα αναγνωρίσιμο προλεταριακό αποτύπωμα. Δεν ήταν από τζάκι, όπως δεν ήταν οι περισσότεροι μεγάλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες της λεγόμενης χρυσής εποχής του λαϊκού τραγουδιού. Κι αυτό τον έκανε αγαπητό, «δικό μας». Επιπλέον, είχε τη φήμη του καλού ανθρώπου, που αθόρυβα βοηθούσε τους αναξιοπαθούντες. (Παρεμπιπτόντως, μια παρόμοια φήμη είχε και ο Νίκος Γούναρης για τον οποίο έλεγαν ότι είχε «τρύπιες τσέπες». Γενναιόδωρη προς τους βασανισμένους λαϊκούς καλλιτέχνες ήταν και η Μαρίκα Νίνου, σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών της. Αλλά και η Καίτη Γκρέυ δεν προσπερνούσε τον πόνο των άλλων.)
Ο λαός έχει πάντα δίκιο, ο λαός έχει ένστικτο αλάθητο; Τουλάχιστον όταν διασκεδάζει; Υπάρχουν λαϊκοί καλλιτέχνες που με την προσωπικότητά τους υπερβαίνουν τα όρια της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας; Πρέπει να υπάρχουν – για παράδειγμα, ο Γιώργος Μαργαρίτης ή η Ελένη Βιτάλη. Όπως υπάρχουν και οι μεγάλες λαϊκές φωνές που έμειναν στα μισά του δρόμου, που καραβοτσακίστηκαν.
Για τον «έπαινο του δήμου και τον σοφιστών», μιλούσε ο ποιητής. Ο Βασίλης Καρράς είχε κερδίσει τον έπαινο του δήμου, των πολλών. Και τώρα, μετά θάνατον, κερδίζει τον έπαινο του επίσημου πολιτικού κόσμου ενώ οι αριστεροί «σοφιστές» ξύνουν αμήχανα το κεφάλι τους. Χαλάλι του ο θρήνος και η συγκίνηση. Χώμα ελαφρό ας τον σκεπάσει.
Το λαϊκό γούστο, που δεν είναι κατ’ ανάγκη αυθόρμητο και αυτοφυές, δεν έχει πάντα προοδευτικό χαρακτήρα.
Μόνο που δεν υπάρχει «ένας» και μοναδικός σοφός λαός. Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις του λαϊκού που δεν διασταυρώνονται πάντα: άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε διαψεύδουν ή και αγνοούν η μία την άλλη. Και ας μην ξεχνάμε ότι το λαϊκό γούστο, που δεν είναι κατ’ ανάγκη αυθόρμητο και αυτοφυές, δεν έχει πάντα προοδευτικό χαρακτήρα. Όπως και οι εκλεπτυσμένες, οι «ψαγμένες» ή οι λαϊκίζουσες μουσικές προτιμήσεις μας δεν μας καθιστούν αυτόματα προχωρημένους ή λαϊκούς. Είμαστε ό,τι πράττουμε… αλλά και ό,τι δεν πράττουμε.