H κυβέρνηση Μιλέι, η οποία ανέλαβε στις 10 Δεκέμβρη, υποτίμησε κατά 56% το νόμισμα της Αργεντινής, το πέσο, ενώ ανακοίνωσε ότι το κράτος δεν θα αναλαμβάνει πλέον δημόσια έργα και θα ακυρώσει συμβάσεις όσων δεν έχουν αρχίσει. Καταργούνται, επίσης, η συμφωνία κράτους-σουπερμάρκετ για έλεγχο τιμών, καθώς οι αυξήσεις φτάνουν ήδη έως και 50%, όπως και οι εκπτώσεις στις δημόσιες μεταφορές. Ωστόσο, η κορωνίδα των υποσχέσεων του Μιλέι, η δολαριοποίηση, παραπέμπεται στις καλένδες, καθώς η κεντρική τράπεζα δεν διαθέτει επαρκή αποθέματα δολαρίων και το κόστος μετάβασης θα ήταν καταστροφικό.
Ο Μιλέι προχώρησε και σε συρρίκνωση των υπουργείων. Σε αυτά, όμως, τοποθετήθηκε η «αφρόκρεμα» του πολιτικού κατεστημένου. Υπουργός Ασφαλείας ορίστηκε η αντίπαλός του στις εκλογές, Πατρίσια Μπούλριτς — όπως και στην κυβέρνηση Μάκρι, όταν η αστυνομία σκότωνε ένα άτομο κάθε 19 ώρες. Υπουργός Οικονομικών είναι ο Λούις Καπούτο, υπουργός και πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας επί Μάκρι, υπεύθυνος για τις συμφωνίες με το ΔΝΤ. Πρόεδρος της Βουλής ο Μαρτίν Μένεμ, ανιψιός του λαομίσητου πρώην προέδρου Κάρλος Μένεμ. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι η Αργεντινή δεν θα ενταχθεί στα BRICS, ενώ στον ΟΗΕ ήταν η μόνη χώρα που άλλαξε την ψήφο της υπέρ του Ισραήλ.
Ο εχθρός όμως είναι «εντός». Αφού ανακοίνωσε αύξηση κατά 100% των επιδομάτων παιδιού και καρτών σίτισης (τύπου pass), ενόψει της πρώτης διαδήλωσης των «πικετέρος» η υπουργός Ανθρώπινου Κεφαλαίου Σάντρα Πετοβέλο δήλωσε: «Η διαδήλωση είναι δικαίωμα, αλλά είναι επίσης δικαίωμα η ελεύθερη κυκλοφορία προς τον χώρο εργασίας. Όσοι υποκινούν, οργανώνουν ή συμμετέχουν σε μπλόκα θα χάσουν κάθε είδους επίδομα. Οι μόνοι που δεν θα πληρωθούν είναι όσοι πάνε σε πορείες και κλείνουν τον δρόμο». Η απάντηση δόθηκε από χιλιάδες διαδηλωτές στις 20 Δεκέμβρη, επέτειο της εξέγερσης του Αργεντινάζο, στην πρώτη μαζική απάντηση του λαϊκού κινήματος απέναντι στον κοινωνικό κανιβαλισμό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (23.12.23)