Μπάμπης Συριόπουλος
Ο Αντόνιο Νέγκρι ήταν ένας διανοούμενος με ενεργό πολιτικό ρόλο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, από τους ηγέτες της ιταλικής «εργατικής αυτονομίας», φυλακίστηκε ως τρομοκράτης. Ήταν αντιφατικός μέχρι το τέλος της ζωής του, υποστηρικτής ενός «μετανεωτερικού» κομμουνισμού χωρίς επανάσταση και κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Στις 16 Δεκέμβρη πέθανε σε ηλικία 90 χρόνων ο Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι, μια εμβληματική μορφή της ιταλικής «εργατικής αυτονομίας». Πολιτικός επιστήμονας και φιλόσοφος, υπήρξε καθηγητής στα πανεπιστήμια στην Πάντοβα και στη Σορβόννη μεταξύ άλλων. Αντιτάχθηκε στον «ιστορικό συμβιβασμό» και στον ευρωκομμουνισμό του ΚΚ Ιταλίας εκφράζοντας τον εργατικό και νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό κατά τον «μακρύ ιταλικό Μάη». Συνελήφθη το 1979 κατηγορούμενος ως εγκέφαλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών και φυλακίστηκε μέχρι το 1983, όταν διέφυγε στη Γαλλία λόγω βουλευτικής ασυλίας, επιστρέφοντας στην Ιταλία για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του, μέχρι το 2003 που αφέθηκε ελεύθερος.
Ο Αντόνιο Νέγκρι συνέχισε τη θεωρητική παραγωγή και τις πολιτικές παρεμβάσεις στο νέο τοπίο. Κεντρικά έργα του είναι η Αυτοκρατορία και το Πλήθος γραμμένα το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000. Επιδίωξε «τη θεωρητική ανάλυση αλλά και την ανάληψη δράσης εντός της Αυτοκρατορίας και εναντίον της» με τα δικά του λόγια. Αυτοκρατορία είναι η νέα παγκόσμια μορφή κυριαρχίας και το πλήθος είναι το κοινωνικό και ταυτόχρονα πολιτικό υποκείμενο εντός και ενάντίον της. Για τον Νέγκρι «οποιαδήποτε μετανεωτερική απελευθέρωση πρέπει να επιτευχθεί στο πλαίσιο αυτού του κόσμου, στο επίπεδο της εμμένειας, χωρίς καμιά δυνατότητα οποιουδήποτε ουτοπικού έξω» (Αυτοκρατορία, εκδ scripta, σελ. 103), σε αντίθεση με τον Μαρξ -όπως ο ίδιος παραδέχεται- που βλέπει την κοινωνική κριτική «ως ένα έσω που αναζητά το έξω του» (σελ. 253 – όλες οι παραπομπές από την Αυτοκρατορία). Για τον Μαρξ π.χ., το προλεταριάτο που είναι «εντός» του καπιταλισμού, αγωνίζεται εναντίον του αλλά προσβλέπει σε ένα «έξω», μια άλλη κοινωνία χωρίς ατομική ιδιοκτησία και εκμετάλλευση.
Υποστήριζε τα κινήματα και τους αγώνες αρκεί να παρέμεναν στο πλαίσιο της «Αυτοκρατορίας» και της ΕΕ.
Αυτή η «εμμένεια» εντός του πλαισίου και όχι η επαναστατική «υπέρβαση» προς κάποιο «ουτοπικό έξω» ήταν το κέντρο της σκέψης του. Διατυπώνει μάλιστα την εκτίμηση ότι «σήμερα, όταν γίνεται ακόμη λόγος για πολιτική υπερβατικότητα, αμέσως αυτή εκπίπτει σε τυραννίδα και βαρβαρισμό» (σελ. 472), φλερτάροντας με την αντίληψη ότι οι επαναστάσεις οδηγούν αναπόφευκτα σε δικτατορίες. Αντίστοιχα το «πλήθος», το νέο υποκείμενο «δεν έχει λόγο να αναζητήσει έξω από την ιστορία του και την παρούσα παραγωγική του δύναμη τα απαραίτητα μέσα που θα οδηγήσουν στη συγκρότησή του ως πολιτικού υποκειμένου» (σελ. 523). Αντίθετα, «οι κοινές ενέργειες της εργασίας, της ευφυΐας, του πάθους και του συναισθήματος διαμορφώνουν μια συντακτική δύναμη» (σελ. 476). Το πλήθος «παράγεται δια της συνεργασίας, αναπαρίσταται από τη γλωσσική κοινότητα» και έτσι «καταφάσκει τη μοναδικότητά του» (σελ. 521). Δηλαδή «η συντακτική δύναμη» της εκμεταλλευόμενης πλειονότητας έγκειται στο ότι δουλεύει, μιλάει, επικοινωνεί, συνεργάζεται στην παραγωγή, έχει συναισθήματα …, οι εργαζόμενοι κι οι φτωχοί δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι ριζικά διαφορετικό από αυτά που κάνουν ήδη.
Η «επαναστατική πολιτική μαχητικότητα» για την οποία μιλούσε «σήμερα είναι μια θετική, συντακτική και καινοτομική δραστηριότητα» (σελ. 545). Αναφερόταν πάντα στον κομμουνισμό αλλά όσον αφορά στο ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής αρκούνταν στην «επανιδιοποίηση» που «σημαίνει την ελεύθερη πρόσβαση και τον έλεγχο της γνώσης, της πληροφορίας, της επικοινωνίας και των συναισθημάτων — γιατί αυτά είναι ορισμένα από τα βασικότερα μέσα βιοπολιτικής παραγωγής» (σελ. 537).
Οι πολιτικές του θέσεις τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ανάλογες με τις θεωρητικές του επεξεργασίες. Υποστήριξε το «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015 στην Ελλάδα και το «Ναι» στη συνέχεια καθώς αναρωτιόταν «ποια ήταν η εναλλακτική λύση; Μια συμμαχία με τον Πούτιν ή τους Ισραηλινούς.» (15/09/2015). Δήλωνε ότι «ο κομμουνιστικός αγώνας σήμερα είναι εφικτός μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο» συμπληρώνοντας ότι «οι δυνάμεις της Αριστεράς που είναι ενάντια στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι δυνάμεις σεχταριστικές, εθνικιστικές, που δεν κατανοούν ότι μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να βοηθούν την ανάπτυξη της Δεξιάς» (Εφημερίδα Συντακτών, 17/09/2016).
Ο Αντόνιο Νέγκρι υπήρξε αντιφατικός και στις θεωρητικές επεξεργασίες και στις πολιτικές του θέσεις. Ξεκίνησε από την αντίθεση στον ιστορικό συμβιβασμό του Μπερλινγκουέρ για να καταλήξει στην υποστήριξη του Τσίπρα, υποστήριζε τα κινήματα και τους αγώνες αρκεί να παρέμεναν στο πλαίσιο της «Αυτοκρατορίας» και της ΕΕ, ήταν με τον κομμουνισμό αλλά με τρόπο που τον ακύρωνε. Οι αντιφάσεις αυτές δεν μπορούν να εξαλείψουν την αγωνιστική του ζωή και δράση, τον ενθουσιασμό και την αισιόδοξη πίστη του ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός».