του Παναγιώτη Σωτήρη, αναδημοσίευση από το in.gr
«Έφυγε» ένας σημαντικός Έλληνας μαρξιστής διανοούμενος και ένας σπουδαίος δάσκαλος
Ο Γιώργος Μανιάτης, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, που «έφυγε» την Τετάρτη 1 Νοέμβρη, αποτέλεσε για πολλούς ανθρώπους έναν πραγματικό δάσκαλο.
Δεν αναφέρομαι μόνο στη σταδιοδρομία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το πώς μύησε στην πολιτική φιλοσοφία και την σχέση επικοινωνίας και ηθικής γενιές και γενιές πτυχιούχων του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης, στις κατάμεστες παραδόσεις όπου κέρδιζε αμέσως το σεβασμό και την εκτίμηση των φοιτητών του.
Αναφέρομαι ακόμη στη σημαντική δουλειά που έκανε ως επικεφαλής του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών του ΚΚΕ μέχρι την αποχώρησή το 1989, το ρόλο που έπαιξε στη δημιουργία και δράση του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών αργότερα, τη δραστηριοποίησή του στο ιδιαίτερα σημαντικό μαρξιστικό θεωρητικό περιοδικό Ουτοπία (υπό τη διεύθυνση του άλλου σπουδαίου δασκάλου, του Ευτύχη Μπιτσάκη).
Και βέβαια αναφέρομαι σε ένα σημαντικό συγγραφικό έργο: Το βιβλίο «Πολιτική και ηθική. Η κρίση της πολιτικής και η δυνατότητα ηθικής θεμελίωσης του πολιτικού πράττειν» (Στάχυ, 1995). Τη μονογραφία του για τον Ρουσσώ, με τίτλο, «Το προσωπείο και το πρόσωπο. Ο Ρουσώ και η αναζήτηση της αυθεντικής επικοινωνίας» (β’ έκδοση, Εκδόσεις Στοχαστής, 2011), το βιβλίο του για τον Βάγκνερ (Ρίχαρντ Βάγκνερ: το «καθαρά ανθρώπινο», εκδ. Πολύτροπο 2004), τη «Διαλεκτική της χειραφέτησης. Η σχέση πολιτικής και ηθικής» (Στοχαστής, 2011), αλλά και το πλήθος κειμένων που έγραψε για συλλογικούς τόμους. Τα τελευταία χρόνια είχε την ευθύνη της σειράς Ars Cogitans στις εκδόσεις Τόπος.
Γέννημα της πολιτικοποίησης της δεκαετίας του 1960, ο Μανιάτης θα στρατευθεί στο ΚΚΕ και εκλεγεί αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ενώ θα είναι ο επικεφαλής του ΚΜΕ. Θα αποχωρήσει το 1989, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συμμετοχή του τότε ενιαίου Συνασπισμού στην κυβέρνηση Τζανετάκη, μαζί με άλλα στελέχη και χιλιάδες μέλη, προερχόμενα κυρίως από την ΚΝΕ. Σύμπτωση παράξενη θέλησε να φύγει την ίδια ημερομηνία (1 Νοέμβρη) με τον Κώστα Τζιαντζή, την ηγετική προσωπικότητα της «ανταρσίας» του 1989.
Θα παραμείνει έκτοτε στρατευμένος στην αναζήτηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς.
Άνθρωπος εξαιρετικά μειλίχιος και ευγενής, με μια τεράστια μουσική παιδεία θα παραμείνει μέχρι τέλους σταθερός στην πεποίθησή του ότι ο μαρξισμός προσφέρει εργαλεία για την κατανόηση του κόσμου και τον μετασχηματισμό του, όπως και θα είναι σταθερά πολέμιος σε όλες τις παραλογές θεωρητικού «μεταμοντερνισμού» θεωρώντας τις ουσιωδώς ανορθολογικές και αντιδραστικές.
Γράφοντας το 2020, στην κορύφωση της πανδημίας θα υπογραμμίσει την ανάγκη του μετασχηματισμού: « Η ριζοσπαστική κοινωνική αμφισβήτηση της εποχής μας δεν μπορεί να παρακάμπτει το θεμελιώδες πρόβλημα των σχέσεων κοινωνίας-φύσης. Είναι προφανές και ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι η ανταγωνιστική φύση των ταξικών κοινωνιών επιτείνει τη διαταραχή αυτής της σχέσης. Η αντιμετώπιση αυτής της οριακής κατάστασης δεν μπορεί να αρκείται απλά στην αλλαγή του χρήστη ενός καθιερωμένου μοντέλου ανάπτυξης, αλλά στην αναζήτηση ενός νέου αξιακού πλαισίου ζωής, ενός νέου νοήματος πολιτισμού, μιας νέας κοινωνικής εμπειρίας.»
Θα υπερασπίζεται πάντα τη δυνατότητα όχι απλώς μιας άλλης κομμουνιστικής πολιτικής, αλλά ενός άλλου πολιτισμού. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά το 2014 «Η υποτίμηση της κουλτούρας είναι κατεξοχήν όπλο της αστικής κυριαρχίας και αναδεικνύει μιαν ουσιαστική αντίφαση: Από τη μια η αστική τάξη οικειοποιείται και αξιοποιεί με τρόπο στρεβλό τα προϊόντα του πολιτισμού, από την άλλη απαξιώνει κάθε κριτική τους διάσταση, κάθε εκδήλωση αμφισβήτησης του συστήματος εξουσίας της από τις ριζοσπαστικές φωνές του πολιτισμού και της τέχνης (ο χαρακτηρισμός «κουλτουριάρης» αυτό τελικά υποδηλώνει). Η πολιτική ενός σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου δεν επιτρέπεται, όπως συχνά γίνεται έστω και αυθόρμητα, να υποτιμά την πολιτιστική πολιτική.»
Ο θάνατος του, αναπάντεχος, στερεί την ελληνική θεωρητική συζήτηση από έναν σημαντικό συνομιλητή και την ελληνική αριστερά από ένα κριτικό πνεύμα. Για όσους, πολλούς, είχαμε την τιμή και τη χαρά να τον γνωρίσουμε το κενό είναι δυσαναπλήρωτο.