Το κείμενο είναι από την ομιλία του Γιώργου Ζιόβα στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Σπασμένο βέλος» του Νίκου Γεωργοπούλου (ΑΩ εκδόσεις)
Ζούμε σε μια εποχή απόλυτης παρακμής, ευτέλειας και σύγχυσης, απόλυτης κυριαρχίας της εικόνας η οποία κυριολεκτικά καταπίνει το βίωμα και της ταχύτητας η οποία τείνει να ακυρώσει τον ίδιο τον πυρήνα του ανθρώπου.
Σ’ αυτούς τους καιρούς η ποίηση μπορεί και πάλι να αποτελέσει «ένα φίλτρο μετατροπής του τρόμου σε ρυθμό», όπως έλεγε ο Δημήτρης Χριστοδούλου. Η ποίηση, εκτός των άλλων, είναι και μια εκτροπή από τον συμβατικό χρόνο της καθημερινότητας προς τον χρόνο και χώρο της τέχνης, σ’ έναν τόπο ομορφιάς, αυτογνωσίας και βαθύτερης εννόησης του κόσμου.
Όμως, σήμερα, η καλή ποίηση έχει χάσει τον δρόμο της. Έχει πνιγεί σ’ ένα πέλαγος ναρκισσισμού, αυτοαναφορικότητας, πόζας και ιδιοτροπίας. Οι ποιητές οφείλουν να αφουγκραστούν καλύτερα τους καιρούς, να βρουν το δρόμο τους μέσα στο σημερινό χάος και να κάνουν ξανά την ποίηση ζωντανή, καίρια και ουσιαστική.
Ο Κρότσε έλεγε ότι η αξία του ωραίου δεν είναι ανάλογη με την σπουδαιότητα του θέματος αλλά με την αξία της «έκφρασης μη περαιτέρω», δηλαδή της τέλειας φόρμας. Ο Βάρναλης στα «Αισθητικά και Κριτικά» του λέει πως ο ορισμός αυτός είναι μισός. Πρέπει και το περιεχόμενο να είναι «αλήθεια μη περαιτέρω», να είναι τουλάχιστον βίωμα.
Ο Νίκος Γεωργόπουλος κατορθώνει «έκφραση και αλήθεια μη περαιτέρω» σ’ όλο το βιβλίο του και ειδικά στην ενότητα «Café Bourbon» όπου το βίωμα και η νοσταλγία σμίγουν ιδανικά σε μια φόρμα για πολλούς παλαιάς κοπής όμως απολύτως ικανής να αποτυπώσει την ευαισθησία και τον στοχασμό του ποιητή. Τα τοπία, τα πρόσωπα και οι θρύλοι της γενέθλιας γης του, οι μυρωδιές, οι εικόνες και οι ήχοι γίνονται ποίηση που συγγενεύει, αν δεν ταυτίζεται, με το τραγούδι, με τις απαρχές δηλαδή της ποίησης. Βεβαίως, η ποίηση είτε γράφεται σε ελεύθερο στίχο, είτε σε πιο αυστηρή, σφιχτή φόρμα, με ομοιοκαταληξία κλπ., τελικά κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Οι ποιητές νομοθετούν και στο χέρι τους είναι να μας πείσουν. Όπως και να ’χει όμως, η μουσικότητα, ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα είναι στοιχεία πάντοτε αναγκαία και απαραίτητα.
Ο Νίκος Γεωργόπουλος, μέσα στον κατακερματισμένο κόσμο μας, πιάνει πολύ σωστά το νήμα μιας παράδοσης και προχωρεί. Γράφει ποίηση ζωντανή και θερμή, ποίηση της μνήμης και της νοσταλγίας αλλά και ποίηση, με σαφή ή υπόρρητο τρόπο, κοινωνική, σε καιρούς που όπως είπαμε και παραπάνω, ο ναρκισσισμός θριαμβεύει.
Στην εποχή μας, εποχή τεράτων, όπου, όπως λέει «οι σειρήνες της νιότης μας/γερασμένες πουτάνες/σουλατσάρουν αδέσποτες/σε φανάρια που σβήνουν» ο Νίκος Γεωργόπουλος με φυλαχτό τον καραγκιοζοπαίχτη Γιάνναρο, την Πατρινέλα, την Τουρκομαριώ αλλά και τον εργάτη πατέρα του και με οδηγό την ποίηση αρμενίζει πάντα ευαίσθητος, έντιμος και περήφανος. Σήμερα που η έλλειψη κοινού μύθου και μεγάλης αφήγησης ακυρώνει και απελπίζει τους ανθρώπους, σήμερα που βαδίζουμε «άδεια ανθρωπάκια σ’ αφασία στοιχισμένα» η «ράτσα της φωτιάς η φλογοκαμωμένη» (υπονοώντας εδώ τη γενιά του που πάλεψε να αλλάξει τον κόσμο) είναι ανάγκη να συνεχίσει «κόντρα σε όλους τους καιρούς/να ψάχνει σ’ αυτήν την καταχνιά να καβατζάρει κάβο».