Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Ο νέος πόλεμος στη Γάζα, που πυροδοτήθηκε από τις παράτολμες επιθέσεις της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου, είναι η πιο φονική και πιο κρίσιμη σύγκρουση στα εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης από τον «Πόλεμο των Έξι Ημερών» του 1967, όταν το Ισραήλ νίκησε τα συνασπισμένα αραβικά κράτη και κατέλαβε τα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Λωρίδας της Γάζας, μαζί με τη χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο και τα Υψώματα του Γκολάν στη Συρία. Μάλιστα, οι νεκροί του Ισραήλ (περίπου 300 στρατιώτες, 40 αστυνομικοί και πάνω από 1.000 άμαχοι) από την επιδρομή των κομάντος αυτοκτονίας της Χαμάς ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνους κατά τον πόλεμο του 1967. Η θηριώδης απάντηση του Ισραήλ, που έριξε μέσα σε μία εβδομάδα πάνω από 6.500 βόμβες σε μια περιοχή που έχει έκταση το ένα δέκατο της Αττικής και στεγάζει 2,3 εκατομμύρια ανθρώπους, είχε στοιχίσει, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, πάνω από 3.000 θύματα — πριν ακόμη ξεκινήσει η δρομολογημένη εισβολή χερσαίων δυνάμεων και πριν τη σφαγή στο νοσοκομείο της Γάζας.
Στους καταιγιστικούς βομβαρδισμούς ήρθαν να προστεθούν ο αποκλεισμός των κατοίκων της Γάζας από νερό, ηλεκτρισμό, τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα –μια μεσαιωνικού τύπου πολιορκία, στη λογική της συλλογικής ευθύνης που ισοδυναμεί με έγκλημα πολέμου– και τα τελεσίγραφα για απομάκρυνση 1,1 εκατομμυρίου ανθρώπων από τη βόρεια Γάζα, συμπεριλαμβανομένης της ομώνυμης πόλης, δηλαδή του πιο πυκνοκατοικημένου τμήματος της Λωρίδας. Άμεσος στόχος αυτής της εκστρατείας τρομοκράτησης είναι να αραιώσει από αμάχους η βόρεια Γάζα, ώστε να διευκολυνθούν οι χερσαίες επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού, με στόχο τον αποκεφαλισμό της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της Χαμάς. Ωστόσο, οι Παλαιστίνιοι δικαιολογημένα υποπτεύονται ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει και πιο μακροπρόθεσμους στόχους: Τη μόνιμη εκδίωξη των περισσότερων Παλαιστινίων της Γάζας από τη Λωρίδα και τη μεταφορά τους στη χερσόνησο του Σινά, με προοπτική την εκ νέου κατάληψή της και την ενσωμάτωσή της στο κράτος του Ισραήλ. Κάτι που ήδη περιγράφεται από τους Παλαιστίνιους ως απειλή μιας δεύτερης Νάκμπα, της Μεγάλης Καταστροφής, όρος που παραπέμπει στον ξεριζωμό 700.000 ομοεθνών τους πριν και στη διάρκεια του πρώτου ισραηλινοαραβικού πολέμου, το 1948.
Από τις δηλώσεις Ισραηλινών αξιωματούχων, όπως και από ρεπορτάζ ναυαρχίδων του δυτικού Τύπου, δεν μένει αμφιβολία ότι ο Νετανιάχου και η κυβέρνησή του, όπου καίριους ρόλους παίζουν εκπρόσωποι της πιο σκληρής ακροδεξιάς, ξεκίνησαν την πολιορκία της Γάζας με αυτόν τον στρατηγικό στόχο και ότι μοιράστηκαν τις σκέψεις τους με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, κατά την πρόσφατη περιοδεία του στην περιοχή. Μάλιστα, γράφτηκε ότι ο Μπλίνκεν μετέφερε αυτήν τη σκέψη στον Αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντελφατάχ αλ Σίσι, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον εξαγριώσει: Ό,τι κι αν είναι ο Σίσι, δεν μπορεί να εμφανιστεί στα μάτια όλου του αραβικού κόσμου ως συνένοχος σε μια δεύτερη Νάκμπα, πέρα από το γεγονός ότι δεν έχει καμία διάθεση να γεμίσει το ήδη ασταθές Σινά με χιλιάδες μαχητές της Χαμάς, της παλαιστινιακής εκδοχής των Αδελφών Μουσουλμάνων, τους οποίους πραξικοπηματικά ανέτρεψε από την εξουσία ο ίδιος το 2013.
Η καθυστέρηση στη χερσαία εισβολή, πάντως, προδίδει τις μεγάλες αβεβαιότητες του Ισραήλ και των συμμάχων του ενόψει μιας πολύ ριψοκίνδυνης επέμβασης, σε μια περιοχή που είναι ιδανική για αντάρτικο των πόλεων και όπου κάθε τετραγωνικό μέτρο της είναι δυνητική παγίδα θανάτου, με δεδομένο και το τεράστιο δίκτυο υπόγειων τούνελ και οχυρών που έχει οικοδομήσει η Χαμάς. Ακόμη κι αν καταφέρει το Ισραήλ να συντρίψει την ηγεσία και τον στρατιωτικό μηχανισμό της οργάνωσης (κάτι που δεν κατάφερε στις 50 ημέρες του προηγούμενου πολέμου το 2014), βασικό ερώτημα είναι τι θα κάνει μετά. Η κατοχή και η εθνοκάθαρση θα είχαν τεράστιο κόστος και ήδη ο Τζο Μπάιντεν, παρότι είχε δώσει από την πρώτη στιγμή λευκή επιταγή στον Νετανιάχου για μια θηριώδη στρατιωτική εκστρατεία, έσπευσε να τον προειδοποιήσει ότι η κατοχή της Γάζας θα ήταν τεράστιο λάθος. Μάλιστα, επανέφερε στο τραπέζι την ανάγκη για δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, κάτι που είχε ξεχάσει η Ουάσιγκτον εδώ και πολλά χρόνια. Το να παραδώσει τη Γάζα ο Νετανιάχου στον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς θα ήταν ίσως ιδανικό για το Ισραήλ, αλλά δεν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι ο 88χρονος πολιτικός θα διανοούνταν να παίξει έναν τέτοιο ρόλο. Άλλωστε, το Ισραήλ δεν πολεμάει μόνο τη Χαμάς αλλά και τον παλαιστινιακό λαό, αφού στη Γάζα τα ένοπλα τμήματα όλων των παλαιστινιακών οργανώσεων, από την Ισλαμική Τζιχάντ μέχρι το Λαϊκό Μέτωπο, περνώντας από τις ταξιαρχίες Αλ Άκσα της Φατάχ, συμμετέχουν στην αντίσταση.
Ο Μπάιντεν «αγκαλιάζει» τον Νετανιάχου, αλλά «χάνει» τις αραβικές χώρες
Ο μεγαλύτερος εφιάλτης, τόσο για το Ισραήλ όσο και για τις ΗΠΑ, θα ήταν να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο η σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ, στο νότιο Λίβανο και η Συρία, με στήριξη του Ιράν. Η αποστολή δύο αμερικανικών αεροπλανοφόρων και των αρμάδων τους στην περιοχή επιχειρεί να στείλει μήνυμα προειδοποίησης στην Τεχεράνη και τους συμμάχους της. Αλλά το να μπουν ενεργά στον πόλεμο οι ΗΠΑ στο πλευρό του Ισραήλ, κάτι που δεν συνέβη ποτέ στους προηγούμενους αραβοϊσραηλινούς πολέμους (μάλιστα στην κρίση του Σουέζ, το 1956, ο Αϊζενχάουερ προστάτεψε τον Νάσερ εναντίον των Αγγλογάλλων και των Ισραηλινών), θα στείλει σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο την εικόνα μιας νέας Σταυροφορίας, με τεράστιο γεωπολιτικό κόστος για τις ΗΠΑ.
Ήδη, η εσπευσμένη επίσκεψη Μπάιντεν και η περιπετειώδης, πολυήμερη περιοδεία Μπλίνκεν στη Μέση Ανατολή, από την οποία τρεις διαδοχικοί πρόεδροι των ΗΠΑ προσπαθούσαν να απαγκιστρωθούν, επισφραγίζει την αποτυχία της αμερικανικής στρατηγικής. Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι μπορούν να προωθήσουν τη σύμπραξη αραβικών κρατών-Ισραήλ σε έναν αντι-ιρανικό άξονα, αφήνοντας το Παλαιστινιακό στο ράφι. Στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή –ήδη η Σαουδική Αραβία ακύρωσε τη δρομολογημένη εξομάλυνση– αντιλαμβάνονται ότι αυτό δεν είναι πλέον δυνατό.