Νίκος Πελεκούδας
Η λαϊκή κινητοποίηση στον πόλεμο του 1940 και η εποποιία της ΕΑΜικής επανάστασης δεν ήρθαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Μετά την εργατική εξέγερση του Μάη του 1936 και τη δικτατορία του Μεταξά, το εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ μπήκαν σε βαθιά παρανομία, ωστόσο η εργατική τάξη έβρισκε τρόπους να διεκδικήσει εκμεταλλευόμενη κάθε ρωγμή και δυνατότητα που της δινόταν. Η φιλολογία για φιλεργατικό έργο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Μια από τις αφηγήσεις που υποτίθεται πως εξηγεί τη δυσκολία του εργατικού κινήματος να συνεχίσει τη δράση και την παρουσία του και κατά το διάστημα της δικτατορίας Μεταξά, όπως και πριν από αυτή, πλησιάζοντας προς τον πόλεμο με τη φασιστική Ιταλία, είναι η φιλεργατικότητα του καθεστώτος και η συνακόλουθη υποτιθέμενη αύξηση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Τα αντικειμενικά στοιχεία της εποχής δείχνουν πως ούτε το καθεστώς προέβη σε πολιτικές παρεμβάσεις καινοφανείς υπέρ της εργατικής τάξης και των εκμεταλλευομένων, ούτε το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε, και βέβαια ούτε και η κοινωνική πλειονότητα περίμενε στωικά τη σφαγή της από τη μεταξική δικτατορία. Αξίζει να τονιστεί πως πλευρές αυτών των αιτιάσεων στο παρελθόν έχει υποστηρίξει και έντονα μάλιστα και ο ίδιος ο φασιστικός και ευρύτερα ακροδεξιός χώρος, με σαφή πολιτική στόχευση να καταδείξει την απομόνωση των κομμουνιστών που αμετανόητοι από την ιδεοληψία τους, αντιστέκονταν σε ένα καθεστώς που λειτουργούσε προς όφελος των αδυνάτων.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 θα έλθει μέσα από την ανοχή του βυθιζόμενου στις αντιφάσεις του αστικού πολιτικού συστήματος της εποχής, και ιδίως εξαιτίας της απειλής του εργατικού κινήματος. Ήταν η επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου προκειμένου να αναχαιτίσει την κοινωνική αγανάκτηση, την απεργιακή δράση του εργατικού κινήματος, τον εύθραυστο χαρακτήρα της κυριαρχίας του.
Από αυτή την άποψη το καθεστώς επιδιώκει να διαμορφώσει ένα κλίμα αποδοχής του, υποτιθέμενης κοινωνικής ειρήνης, μαζί φυσικά με τη συνεχή υπόμνηση του κομμουνιστικού κινδύνου. Είναι το κράτος που θα επιδιώξει να εμφανιστεί ως ο φίλος των φτωχών και όσων ζουν από τον ιδρώτα τους. Με βάση αυτό η δικτατορία Μεταξά θα «πατήσει» πάνω σε υπάρχουσες κατακτήσεις τις οποίες νομικά θα διευρύνει, αλλά στην πράξη θα τις κουτσουρεύει. Συγκεκριμένα:
Το 8ωρο στην Ελλάδα είχε καθιερωθεί ήδη από το 1920 με τη νομοθετική κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, ενώ είχε διευρυνθεί από το 1932 και σε διάφορους κλάδους. Ο Μεταξάς διεύρυνε το 1936 συνολικά την εφαρμογή του 8ωρου και των Συλλογικών Συμβάσεων, όπου με την «κρατικοποίηση» των σωματείων και το «συντεχνιακό» κράτος δεν μπορούσαν να υπάρξουν ουσιαστικά γιατί η δικτατορία εφάρμοζε κατά το δοκούν τα ίδια τα νομοθετήματά της. Στο ίδιο πλαίσιο όχι μόνο δεν προστάτευσε την Κυριακάτικη Αργία, αλλά αντιθέτως ωθούσε στην υλοποίηση του Κυριακάτικου Μεροκάματου το οποίο δινόταν για την «Εθνική Άμυνα». Η άδεια μετ΄ αποδοχών είχε ψηφιστεί το 1935 ως ένα αποτέλεσμα της δράσης του εργατικού κινήματος. Σε ό,τι αφορά ειδικά το ΙΚΑ, ήδη από το 1922 είχε ψηφιστεί ο νόμος περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος μέχρι το 1929 είχε συγκεκριμενοποιηθεί με την ίδρυση κλαδικών ασφαλιστικών ταμείων, ιδιαίτερα σε κλάδους που ήταν ιδιαίτερα μαχητικοί και διεκδικητικοί (καπνεργάτες, αρτεργάτες κ.λπ.). Κατά συνέπεια όσα εμφάνισε ο Μεταξάς ως δικές του παρεμβάσεις στην πραγματικότητα ήταν κουτσουρεμένες πρακτικά διευρύνσεις υπαρχόντων νόμων, που φυσικά αποτελούσαν αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων.
Η δικτατορία θα διευρύνει νομικά προηγούμενες κατακτήσεις, περιορίζοντάς τις όμως στην πράξη
Το ίδιο το βιοτικό επίπεδο ήταν χαμηλό. Ας δούμε τί έγραφε ο Παντελής Πουλιόπουλος το 1939 από τις φυλακές της Ακροναυπλίας: «Το επίπεδο ζωής και η αγοραστική δύναμη του ημερομίσθιου έπεσαν αναμφισβήτητα. Σε πολλούς κλάδους τα μέτρα φέρανε τεχνητή ανεργία με τη δυνατότητα αυθαίρετων απολύσεων. Ελάχιστα, ιδίως υπαλληλικά, τμήματα (τραπεζιτικοί λ.χ.) πήρανε κάτι παραπάνω. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις, ενώ καθιέρωσαν μια μόνιμη φορολογία πάνω στον εργατικό και υπαλληλικό μισθό, ισχύουνε μόνο για το εργατικό ατύχημα –κατάχτηση απ’ το 1914– μόνο που έπαψαν να το αποζημιώνουν ολάκερο οι εργοδότες. Η ασφάλιση της ασθένειας που άρχισε σε δυο-τρία κέντρα είναι σχεδόν ένας εμπαιγμός στην πράξη, ώστε κάθε άλλο παρά μπορεί να κερδίσει οπαδούς της Δικτατορίας μέσα στην εργατική τάξη, που η ζωή της γενικά χειροτέρεψε. Τα σωματεία που διοικούνται από τους υπαλλήλους και πράκτορες του Υφυπουργείου (της Ασφάλειας, τον πρώτο χρόνο της Δικτατορίας) δεν έχουνε καμιά μαζική ζωή, μόλο που σε μερικούς κλάδους και σε μερικά κέντρα κατά καιρούς ένας αριθμός εργάτες, μπροστά στην έλλειψη κάθε οργανωμένου μέσου αμύνης κατά της εργοδοτικής επίθεσης, πήγανε σε συνελεύσεις σωματείων όχι για να ζητωκραυγάσουνε τη Δικτατορία αλλά για να ζητήσουν εφαρμογή των φιλεργατικών υποσχέσεων.» Σε αυτή την εικόνα συμφωνεί και ο Σπύρος Λιναρδάτος που παρουσιάζει και αριθμητικά το βάθος των ανισοτήτων και την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου.
Ακόμα και προς το τέλος της δικτατορίας στις παραμονές του πολέμου συνεχίζουν να υπάρχουν, σποραδικές είναι η αλήθεια, εργατικές κινητοποιήσεις (καπνεργάτες, εργάτες οινοποιίας στην Αθήνα, μυλεργάτες κ.λπ. Η εργατική τάξη χωρίς ηγεσία, με τσακισμένο το ΚΚΕ συνεχίζει να διαμαρτύρεται, να παλεύει παρά τα χτυπήματα, ματαιώνοντας τα μεγαλεπήβολα σχέδια Μεταξά για μια οργανωμένη, μαζική στήριξη του καθεστώτος, σαν αυτή που επιδίωξε στη νεολαία με την ΕΟΝ. Αναφέρονται αποχές από τις φιέστες της δικτατορίας ή προσπάθεια γελοιοποίησής τους, αλληλεγγύη σε οικογένειες κρατουμένων ή γενικά φτωχών εργατών, αλλά και «αντιπαραγωγική» συμπεριφορά στη δουλειά και καθυστερήσεις στα πλάνα.
Αυτή η αντικειμενική κατάσταση αλλά και τα ατελείωτα αγωνιστικά αποθέματα των εργαζομένων, η αυτοβοήθειά τους, οργανωμένα ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες, ήταν που οδήγησαν στο έπος τους μετά την κήρυξη του πολέμου και ιδιαίτερα στην περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Η τετραετία 1936-1940 δεν είναι ένα κενό στην ταξική πάλη. Αυτό που διαφοροποιεί την περίοδο είναι η εμφάνιση και άλλων μορφών εργατικής διαμαρτυρίας, σαφώς πιο μειοψηφικής, πολύτιμης όμως για τα χρόνια που θα έρχονταν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (27.10.23)