Μαριάννα Τζιαντζή
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν εξευτελίζουν απλώς την εργασία• μάς στερούν την αξιοπρέπειά μας που ένα συστατικό της είναι
να μη βλέπουμε το λάδι, το τυρί και το γάλα σαν είδη πολυτελείας.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, στην πλατεία μπροστά από το παλάτι του βασιλιά υπήρχαν τρεις βρύσες. Από την πρώτη έρεε γάλα, από τη δεύτερη μέλι και από την τρίτη λάδι. Όλοι οι υπήκοοι γέμιζαν εκεί τις στάμνες ή τα μπουκάλια τους κι έτσι δεν ήξεραν τι σημαίνει πείνα και στέρηση. Όμως μια μέρα η βρύση με το λάδι κόντευε να στερέψει, και μια γριούλα με κόπο προσπαθούσε να γεμίσει, σταγόνα σταγόνα, το μπουκάλι της. Από ένα παράθυρο του παλατιού, το κακό πριγκιπόπουλο, που παρακολουθεί τη σκηνή, πετά μια πέτρα, σπάει το μπουκάλι ενώ κόντευε να γεμίσει και ξεσπά σε χαιρέκακα γέλια – κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά αφού ο πρίγκιπας δεν γελούσε ποτέ. Η γριούλα, που ήταν και μάγισσα, σηκώνει το κεφάλι της και καταριέται τον πρίγκιπα να μην ξαναγελάσει μέχρι να βρει την Ωραία των Τριών Πορτοκαλιών. Κι έτσι αρχίζει η περιπέτεια, η αναζήτηση κ.λπ. κ.λπ.
Πήγαινα στο δημοτικό σχολείο όταν διάβασα αυτό το παραμύθι και δύο πράγματα μου έκαναν βαθιά εντύπωση. Πρώτον, αφού η γριούλα ήταν μάγισσα, ικανή να εξαπολύσει μια τόσο βαριά κατάρα, πώς δεν μπορούσε να βρει λίγο λάδι για ατομική χρήση; Και δεύτερον, γιατί το λάδι ήταν τόσο σημαντικό;
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να αντιληφθώ τον κομβικό ρόλο που παίζει το λάδι της ελιάς όχι μόνο στη διατροφή αλλά και στη συλλογική συνείδηση – και όχι μόνο της κατοχικής ή της μετακατοχικής γενιάς. Να μάθω ότι μια νοητή οριζόντια γραμμή εδώ και αιώνες χώριζε την Ευρώπη στις μεσογειακές χώρες «του λαδιού και του κρασιού» και στις βόρειες «του βουτύρου και της μπίρας».
Σήμερα η διαρκής άνοδος της τιμής του λαδιού ηχεί σαν προειδοποιητικό κουδουνάκι για το σκοτεινό κοντινό μας μέλλον, γι’ αυτό και τούτο το θέμα κυριαρχεί στις αγωνίες του λαϊκού κόσμου (ή και του λιγότερο «λαϊκού»). Ήδη κυκλοφορούν ανέκδοτα όπως: «Από δω κι εμπρός, αν το μπλουζάκι μας έχει ένα λεκέ από λάδι, δεν θα το πλένουμε». Άλλοι μιλούν για ταβέρνες που χρεώνουν επιπλέον το λάδι που ζητάμε για τη σαλάτα ή τα χόρτα (4 ευρώ). Άλλοι μιλούν για απίθανες τρύπες, για μακρινές λαϊκές αγορές όπου κάποιος ελαιοπαραγωγός πουλάει λάδι σε τιμή κάτω των 10 ευρώ το λίτρο. Τρεχάτε κόσμε!
Οι προβλέψεις (διόλου αβάσιμες) οργιάζουν. Ο τενεκές το λάδι θα φτάσει τα 200 ευρώ – από περίπου 150 που είναι τώρα και από περίπου 65-80 ευρώ που ήταν πριν από λίγα χρόνια. Οι σχετικές ειδήσεις θυμίζουν έργα επιστημονικής φαντασίας: αντικλεπτικά στα μπουκάλια του λαδιού στα σούπερ μάρκετ, συστήματα γεωεντοπισμού στα ελαιoτριβεία (για αποφυγή κλοπών), σεκιουριτάδες στα λιοστάσια! Περίπου 70 χρόνια μετά τον θρυλικό Φύλακα στη σίκαλη, το εμβληματικό μυθιστόρημα του Σάλιντζερ, ακούμε για τον «Φύλακα στον ελαιώνα»!
Το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό, μας λένε. Η συγκομιδή σε Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία ήταν φέτος μικρότερη. Όπως για την ακρίβεια «φταίει ο Πούτιν» (σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Κ. Μητσοτάκη), έτσι και για το πανάκριβο λάδι φταίει η κλιματική αλλαγή, ο κακός μας ο καιρός, το κακό το ριζικό μας. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που μια πλευρά τους είναι οι υπάρχουσες ή οι εκκολαπτόμενες διατροφικές κρίσεις, δεν απειλούν μόνο την ίδια την επιβίωση των πιο φτωχών, δεν απειλούν μόνο τα δημοκρατικά δικαιώματα, δεν εξευτελίζουν απλώς την εργασία, δεν φέρνουν πιο κοντά μας τις φλόγες του πολέμου, αλλά μας στερούν την αξιοπρέπειά μας. Κι ένα συστατικό της αξιοπρέπειας είναι να μη βλέπουμε το λάδι, το τυρί και το γάλα σαν είδη πολυτελείας.
Ας μου επιτραπεί να ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου τα παιδιά, οι φτωχοί και οι γέροντες δεν θα στερούνται το λάδι, το γάλα και το μέλι
Κίνημα κατά της ακρίβειας δεν έχει ακόμα ξεσπάσει. Ίσως εμφανιστεί με τη μορφή «διαδηλώσεων της κατσαρόλας» – και μες στην κλαγγή των τεντζερέδων, που θα βροντούν στους δρόμους, μπορεί και να σηκώσει κεφάλι το τέρας της ακροδεξιάς που δεν έχει ακόμα ηττηθεί. Ο πολιτικός αγώνας δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και το κίνημα κατά της ακρίβειας, κατά της διαρκούς υποβάθμισης της περίφημης «καθημερινότητάς» μας. Οι σποραδικές διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις για τη στέγαση, τη θέρμανση, τις αστρονομικές τιμές στα τρόφιμα, τα εργατικά ατυχήματα, τη λεηλασία των ελεύθερων χώρων κ.λπ. θα πρέπει να σμίξουν σε ένα ποτάμι, σε μια οργανωμένη συλλογική απάντηση όπου η δίκαιη, πρωτογενής λαϊκή οργή θα προσλαμβάνει πολιτικά, ενωτικά, εξεγερσιακά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ένα μεγάλο στοίχημα που ίσως κερδηθεί.
Κι επιστρέφοντας στην προσωπική μου μυθολογία, ας μου επιτραπεί να ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου τα παιδιά, οι φτωχοί και οι γέροντες δεν θα στερούνται το λάδι, το γάλα και το μέλι.