Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η βαθιά κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δημιουργεί το έδαφος για να αναπτύσσονται θεωρητικές εναλλακτικές. Μία από τις πρόσφατες είναι η θεώρηση του «νεοσοσιαλισμού», η οποία παρουσιάζεται και μέσα από έναν τόμο – συλλογή άρθρων (εκδόσεις Νήσος), σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι ενισχύεται αντικειμενικά η ανάγκη ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Τα οικονομικά προβλήματα του καπιταλισμού, ακόμη και όταν δεν οδηγούνται σε κρίση, όπως αυτή του 2008, οξύνονται, γιατί διαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται με άλλες κρίσεις, όπως η ενεργειακή, η περιβαλλοντική, η υγειονομική, η πολεμική. Τα προβλήματα του καπιταλισμού είναι διαχρονικά και σύνθετα, ακόμη και όταν δεν διανύει περίοδο κρίσης. Το κοινωνικό κόστος που πρέπει να επωμιστούν οι κοινωνίες, προκειμένου να διατηρήσουν ζωντανό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Oι υφέσεις και οι κρίσεις οδηγούν σε πτωχεύσεις, ανεργία, μείωση μισθών και επιδομάτων, εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις. Ωστόσο, οι καπιταλιστές επιβιώνουν, αξιοποιώντας την καταστροφή άλλων καπιταλιστών και τη μείωση των μισθών των εργαζομένων και έτσι ο κύκλος κρίση- ανάκαμψη διαρκώς αναπαράγεται.
Οι θεωρητικοί του νεοσοσιαλισμού, αν και φλερτάρουν με τη θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού, που πρωτοδιατύπωσε ο Πολωνός μαρξιστής οικονομολόγος Χένρικ Γκρόσμαν το 1929, δεν την υιοθετούν ανοιχτά. Υποστηρίζουν όμως ότι το κοινωνικό κόστος που πρέπει να επωμιστούν οι κοινωνίες, προκειμένου να διατηρήσουν ζωντανό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Κατά τη γνώμη τους, εάν το κόστος των υποδομών, όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η σύνταξη κ.ά., που πρέπει να καλύπτουν κατά κύριο λόγο οι κοινωνίες, χρεωνόταν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τότε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα έφτανε στα όριά του. Εν ολίγοις, οι θεωρητικοί του νεο-σοσιαλισμού φρονούν ότι ο καπιταλισμός έχει εξελιχθεί, αν όχι σε ένα παρασιτικό, τουλάχιστον σ΄ένα άκρως αναποτελεσματικό σύστημα, το οποίο λεηλατεί την κοινωνική εργασία, ιδιοποιείται τα κέρδη και φορτώνει το κόστος της παραγωγής κατά βάση στην κοινωνία με αυξανόμενο εκθέτη.
Οι νεοσοσιαλιστές θεωρούν καθοριστική την κοινωνική ιδιοκτησία. Φρονούν ότι η μετάβαση προς νέες μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας στον τομέα των μεγάλων επιχειρήσεων με την καθιέρωση της συλλογικής ιδιοκτησίας «δεν πνίγει την ατομική ευθύνη και πρωτοβουλία, αλλά μπορεί να επιτευχθεί σχετικά εύκολα, εάν υπάρχει πολιτική βούληση». Μόλις συμβεί αυτό, η καθιέρωση της συλλογικής λήψης αποφάσεων στην οικονομία θα αποτελέσει «μια διαδικασία ισοδύναμη με επανάσταση, χωρίς τη μία και μοναδική πράξη κατάληψης της κρατικής εξουσίας». Μ’ αυτόν τον τρόπο «οι μεγάλες επιχειρήσεις θα μετατρέπονταν σε εταιρείες συνεργατών, στις οποίες η δημόσια ιδιοκτησία θα έπαιζε έναν αποφασιστικό ρόλο».
Αναπαράγεται η ουτοπική ανάθεση της αλλαγής στο αστικό κράτος, το οποίο μόνο ουδέτερο δεν είναι
Η επαναστατικοποίηση των σχέσεων ιδιοκτησίας στις μεγάλες επιχειρήσεις θα απαιτούσε αναδιοργάνωση και στον τομέα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στενή συνάφεια με τη δημόσια ιδιοκτησία των μεγάλων επιχειρήσεων, χωρίς όμως να απαλλοτριωθούν αυτές οι επιχειρήσεις.
Κατά τους θεωρητικούς του «νεοσοσιαλισμού», αυτός δεν έχει σχέση με τον «πολεμικό κομμουνισμό» που οδηγεί σε μια ευρύτατη εθνικοποίηση και συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα, αλλά περισσότερο με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) του Λένιν ή με το Νew Deal στις ΗΠΑ, συστήματα που συνδυάζουν διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας, κρατική, συνεταιριστική, ιδιωτική στο «πλαίσιο μιας έξυπνα σχεδιασμένης οικονομίας». Μ’ αυτόν τον τρόπο, κατά τους νεοσοσιαλιστές, «θα προκύψουν τρόποι παραγωγής και μορφές διαβίωσης κατάλληλες ν’ αλλάξουν την οικονομία και την κοινωνία προς όφελος του κοινού καλού».
Με μία παρόμοια λογική, η Ναόμι Κλάιν υποστηρίζει μια νέα «πράσινη συμφωνία», την οποία λόγω τεράστιου κόστους δεν θα μπορούσαν να επωμιστούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Άρα, αυτή η συμφωνία θα οδηγήσει σε μια δικαιότερη κοινωνική συμφωνία.
Παρά την προσπάθεια των νεοσοσιαλιστών να αρθρώσουν έναν ριζοσπαστικό λόγο που υπερβαίνει τον καπιταλισμό και την παραδοσιακή και χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία, και αυτοί εγκλωβίζονται στο προαιώνιο αμάρτημα της σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και μιας αριστερίζουσας, όπως το ρεύμα των νεοσοσιαλιστών. Στην ουτοπική, δηλαδή, ανάθεση αυτής της αλλαγής στο αστικό κράτος, το οποίο μόνο ουδέτερο δεν είναι. Και το οποίο βέβαια χωρίς ενδοιασμούς, θα αγνοήσει τα προοδευτικά αιτήματα, που θα προβάλει μια προοδευτική πλειοψηφία. Δυστυχώς, όσο οι αυταπάτες αναπαράγονται για μια ρεφορμιστική συστημική και όχι επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού, που είναι η μόνη δυνατή, ο καπιταλισμός θα διαιωνίζεται, με μικροβελτιώσεις ενδεχομένως, τις οποίες θα διαδέχονται και θα ανατρέπουν επιδεινούμενες κρίσεις με περαιτέρω αντιδραστικοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 24-09-2023