Μπάμπης Συριόπουλος
Με το πραξικόπημα του Πινοτσέτ πριν 50 χρόνια, ξεκίνησε η αποτίμηση της κυβέρνησης Αλιέντε και των αιτίων της ήττας από το κομμουνιστικό κίνημα και την αριστερά. Ο εγκλωβισμός στον κοινοβουλευτικό δρόμο εξακολουθεί και σήμερα χωρίς όμως καμία διάθεση ρήξης με το κεφάλαιο.
Η ιστορική εμπειρία της Χιλής με αφετηρία την εκλογή του Σαλβαδόρ Αλιέντε τον Σεπτέμβρη του 1970 και την τραγική κατάληξή της με το αιματηρό πραξικόπημα του στρατηγού Πινοτσέτ στις 11 Σεπτέμβρη 1973, συνήθως αναφέρεται στις συζητήσεις ως το πείραμα του ειρηνικού περάσματος στον σοσιαλισμό μέσω κοινοβουλευτικών διαδικασιών σε συνταγματικά πλαίσια. Ωστόσο δεν ήταν το μοναδικό τέτοιο πείραμα. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις κυβερνήσεων που επαγγέλλονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Εδώ αναφέρουμε ενδεικτικά την κυβέρνηση κομμουνιστών και αριστερών σοσιαλδημοκρατών στη Σαξονία τον Οκτώβρη του 1923 (ανατράπηκε στο τέλος του μήνα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας), την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία τον Φλεβάρη του 1936 (ανατράπηκε μετά από τρίχρονο εμφύλιο πόλεμο από τον στρατηγό Φράνκο), την κυβέρνηση Σουκάρνο στην Ινδονησία (η κυβέρνησή του ανατράπηκε από το στρατό το 1965, με εκατοντάδες χιλιάδες κομμουνιστές να δολοφονούνται) και την τοπική κυβέρνηση του ΚΚ Ινδίας στο κρατίδιο της Κέραλα -30 εκατομμυρίων κατοίκων περίπου- στην Ινδία το 1957 (εκδιώχθηκε από την κεντρική κυβέρνηση του κόμματος του Κογκρέσου το 1959).
Το πραξικόπημα Πινοτσέτ με την αιματοβαμμένη δικτατορία που ακολούθησε προξένησε μεγάλη εντύπωση γιατί έγινε σε μια χώρα αρκετά αναπτυγμένη («μέσο επίπεδο ανάπτυξης»), ανεξάρτητη από το 1818, με ιθαγενή πληθυσμό λιγότερο του 5%, χωρίς κατάλοιπα δουλοπαροικίας, χωρίς ακραία φτώχεια και καταπίεση όπως σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, χωρίς εμπλοκή σε πολέμους τον 20ο αιώνα, με μια σχετικά ήρεμη κοινοβουλευτική περίοδο που το 1970 μετρούσε τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες.
Το παράδειγμα της Χιλής του 1973 δείχνει ότι η αστική τάξη δεν διστάζει να ασκήσει κτηνώδη βία χωρίς φραγμούς -ανεξάρτητα από αιώνα, δεκαετία, ήπειρο, επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικές παραδόσεις κτλ.- αρκεί να απειληθούν σοβαρά τα συμφέροντά της. Το κεφάλαιο δεν εξευμενίζεται, όση συνταγματική μετριοπάθεια κι αν επιδείξει μια αριστερή κυβέρνηση, με ή χωρίς εισαγωγικά. Το 1918 η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε: «Η Ρωσική Επανάσταση επιβεβαίωσε τα βασικά διδάγματα όλως των μεγάλων επαναστάσεων, που έχουν κάθε μία απ’ αυτές για ζωτικό τους νόμο: να προχωρήσει εμπρός […] προωθώντας τους σκοπούς της ολοένα και πιο πέρα, ή να οπισθοχωρήσει όσο γίνεται περισσότερο πιο πίσω και από το αδύνατο σημείο της αφετηρίας της και να τσακιστεί από την αντεπανάσταση. Να σταματήσεις, να κάνεις βήμα σημειωτόν και να αρκεστείς στο πρώτο στάδιο που έφτασες είναι αδύνατο μέσα στην επανάσταση».
Το δίλημμα τέθηκε την περίοδο της αναπόφευκτης επαναστατικής κρίσης κατά τη διακυβέρνηση Αλιέντε με την οξύτατη αντίδραση του κεφαλαίου με το σταμάτημα των επενδύσεων, τη μαύρη αγορά και το βιομηχανικό σαμποτάζ. Το 1972 μεταξύ των κομμάτων της Λαϊκής Ενότητας, αντιπαρατέθηκαν δυο διαφορετικές τακτικές για την αντιμετώπιση της κατάστασης: Εδραιώνουμε ή προχωράμε; Από την πλευρά της δεξιάς πτέρυγας του Σοσιαλιστικού κόμματος καθώς και του ΚΚ Χιλής, η απάντηση ήταν περίπου αυτή συνοπτικά: για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες στην οικονομία, πρέπει να ανακοπεί ο ρυθμός των εθνικοποιήσεων, να δοθούν εγγυήσεις στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ότι θα μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους με ένα λογικό ποσοστό κέρδους, να αυξηθούν οι επενδύσεις και η παραγωγή, να σταθεροποιηθεί η οικονομία, να κερδηθούν έτσι τα μεσαία στρώματα και να επιδιωχθεί η ανοχή των χριστιανοδημοκρατών στις μεταρρυθμίσεις. Τα αποτελέσματα του «σταματήματος στη μέση» τα πλήρωσε ακριβά η χιλιάνικη εργατική τάξη και αριστερά. Τα συμπεράσματα από τη συντριπτική ήττα του 1973 συζητήθηκαν πλατιά στο κομμουνιστικό κίνημα και στην αριστερά παγκόσμια.
Η απάντηση του Μπερλιγκουέρ στο ερώτημα «σταματάμε στη μέση ή προχωράμε μέχρι το τέλος», ήταν «δεν ξεκινάμε καν»
Ο γενικός γραμματέας του ΚΚ Ιταλίας Ενρίκο Μπερλινγκουέρ δημοσιεύει τον Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1973, μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ, στη Rinascita τρία άρθρα που αποτέλεσαν την πρώτη διατύπωση του περίφημου «Ιστορικού Συμβιβασμού». Σύμφωνα με τον Μπερλιγκουέρ αφού μια ένωση της Αριστεράς δεν μπορεί να κατακτήσει το 51% των ψήφων κι επειδή είναι αναγκαία η ευρύτερη πλειοψηφία, χρειαζόταν μια κυβέρνηση απαρτιζόμενη από τα τρία βασικά ρεύματα: το κομμουνιστικό, το σοσιαλιστικό και το καθολικό δηλαδή η Χριστιανοδημοκρατία. Η συμμαχία αυτή παρουσιάστηκε σαν «νέος αντιφασιστικός άξονας». Η απάντηση του γγ του ΚΚΙ (είχε ήδη αποδεχθεί τη συμμετοχή της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ) στο ερώτημα «σταματάμε στη μέση ή προχωράμε μέχρι το τέλος», ήταν μάλλον «δεν ξεκινάμε καν». Ο μόνος στόχος ήταν πλέον η είσοδος σε μια κυβέρνηση με όλα τα «δημοκρατικά κόμματα».
Αυτή η απάντηση προκάλεσε τότε σφοδρές αντιδράσεις στην αριστερά και στο κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα βέβαια η τακτική του «δεν ξεκινάμε καν» είναι κυρίαρχη στην κυβερνώσα αριστερά. Αν τότε οι αστικές τάξεις έδειχναν τα δόντια τους όταν θίγονταν η ιδιοκτησία τους και το διευθυντικό τους δικαίωμα με εθνικοποιήσεις, αναδιανομή γης και οποιονδήποτε εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό δεν γίνεται ανεκτή ούτε η αναδιανομή πλούτου, ούτε η φορολογία του κεφαλαίου, ούτε ο περιορισμός των κερδών. Οπότε, για παράδειγμα, η σημερινή κυβέρνηση Μπόριτς στη Χιλή για να μη δημιουργήσει οποιαδήποτε υπόνοια έχει στο κρίσιμο υπουργείο Οικονομίας τον Μάριο Μαρσέλ, πρώην επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, με θητείες στον ΟΟΣΑ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Η σημερινή εργατική τάξη και κομμουνιστική αριστερά -αντίθετα- χρειάζεται να σκύψει στην πολιτική και δράση του MIR (Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς) και του ηγέτη του Μιγκέλ Ενρίκες (σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τον στρατό στις 5 Οκτώβρη 1974). Το MIR δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση Αλιέντε, τη στήριζε κριτικά όταν έπαιρνε μέτρα σοσιαλιστικού προσανατολισμού και πρωτοστατούσε στη δημιουργία οργάνων εργατικής και λαϊκής εξουσίας ενάντια στην αντεπανάσταση απαντώντας με λίγα λόγια «προχωράμε και έτσι εδραιώνουμε».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 9-10 Σεπτεμβρίου 2023