Σπύρος Αλεξίου
Οι επέτειοι και οι εξελίξεις στα «Ελληνοτουρκικά» αναζωπυρώνουν τη συζήτηση για την περίοδο 1910-1923 και τον πρωταγωνιστή της, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η Μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσε διαχρονικό σημείο αντιπαράθεσης. Μετά το 1940 το δίπολο «βενιζελικοί-
μοναρχικοί» έδωσε τη θέση του στο δίπολο «Αριστερά-Δεξιά». Ο αστικός κόσμος ενοποιήθηκε γύρω από το πρόσωπο του Βενιζέλου. Το ανάθεμα ρίχτηκε στους «φιλομοναρχικούς» και την «αχαριστία των συμμάχων», ώστε να προστατευτούν τα μεγαλοϊδεατικά οράματα και η «σταθερή θέληση του ελληνικού λαού για θυσίες», όπως έλεγε ο Βενιζέλος.
Η σύγκρουση Βενιζέλου-Κωνσταντίνου για τη συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η ύπαρξη δύο κυβερνήσεων –σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη– δεν αφορούσε τον θεσμό της μοναρχίας. Ο ίδιος ο Βενιζέλος έσπευσε να διευκρινίσει: «Όταν λήξει ο πόλεμος, θα ζητήσουμε τη σύγκληση συνελεύσεως όχι για να αλλάξουμε τη μορφή του πολιτεύματος, ούτε για να αλλάξουμε τον βασιλικό οίκο, ούτε καν για να περιορίσουμε τα δικαιώματα του στέμματος, όσα απορρέουν από του υπάρχοντος συντάγματος, αλλά για να τα διευκρινίσουμε, να τα αποσαφηνίσουμε και να τα κατοχυρώσουμε».
Η Ελλάδα, αφού οι δυνάμεις της Αντάντ επέβαλαν ως πρωθυπουργό τον Βενιζέλο, συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και κάθισε στο «τραπέζι των νικητών» στο Παρίσι. Μόνο που όλα τα θέματα ήταν εκκρεμή, καθώς η συμμετοχή είχε στηριχτεί σε αόριστες υποσχέσεις των συμμάχων.
Σε αυτήν τη συγκυρία κατατέθηκε από τη Γαλλία η πρόταση προς την Ελλάδα να αναλάβει το κύριο βάρος της εκστρατείας στην Ουκρανία ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Ο Βενιζέλος απάντησε: «Ο ελληνικός στρατός είναι εις διάθεσιν των συμμάχων και δύναται χρησιμοποιηθή διά κοινόν αγώνα πανταχού όπου αποστολή του ήθελε κριθή αναγκαία»! Κυρίαρχο σύνθημα έγινε η φράση «Ο δρόμος για τη Μικρά Ασία περνά από την Ουκρανία», στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας.
Λίγες εβδομάδες μετά την πανωλεθρία στην Ουκρανία, με απαίτηση των συμμάχων, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Σμύρνη. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως το έργο του θα ήταν δύσκολο. Ο Βενιζέλος μετέβη στο Λονδίνο στις 6 Μαρτίου 1920, όπου συνάντησε τον υπουργό Στρατιωτικών Τσόρτσιλ και τον αρχηγό του επιτελείου Γουίλσον. Κατέστησαν σαφή την άρνηση της Βρετανίας να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα. Γνώριζε, λοιπόν, ο «εθνάρχης» και όμως προχώρησε, κανένας σύμμαχος δεν τον «πρόδωσε». Η συνθήκη των Σεβρών (Ιούλης 1920), ο μεγάλος «θρίαμβος» του Βενιζέλου, δεν έγινε ποτέ τετελεσμένο διπλωματικό γεγονός, καθώς δεν επικυρώθηκε από κανένα κοινοβούλιο. Ήταν σαφής ο Τσόρτσιλ: «[…] η αξία των όρων της συνθήκης εξηρτάτο από ένα μοναδικόν στοιχείον: τον ελληνικόν στρατόν. Εάν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι στρατιώτες του κατόρθωναν να επιβληθούν επί του Κεμάλ, έχει καλώς. Εάν όχι, έπρεπε να αναζητήσουμε καλυτέρας λύσεις. Την ειρήνην με την Τουρκίαν έπρεπε, διά να την επιβάλωμεν, να κάνωμεν πόλεμον. Τη φοράν αυτήν οι σύμμαχοι θα τον διεξήγον δι’ εντολοδόχου […].».
Για δύο χρόνια ο ελληνικός στρατός ενεπλάκη σε έναν πόλεμο που δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσει. Κρατούσε απασχολημένο το εθνικό τουρκικό κίνημα όσο οι Άγγλοι αποσπούσαν τα πετρέλαια της Μοσούλης, οι Γάλλοι κι οι Ιταλοί συνήπταν εμπορικές συμφωνίες και αμερικανικές εταιρείες αναλάμβαναν την ανοικοδόμηση της Τουρκίας. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της στρατηγικής και των επιλογών του Βενιζέλου, την οποία συνέχισαν οι αντίπαλοί του μετά τις εκλογές του 1920. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών. Στην παραλία της Σμύρνης κάηκε η «Μεγάλη Ιδέα» της ελληνικής ολιγαρχίας. Η ευθύνη βαραίνει το σύνολο των πολιτικών και πρωτίστως τον εμπνευστή της εκστρατείας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 22-07-2023