Αιμιλία Καραλή
Λιγοστεύουν –προς το παρόν– οι «άφρονες» για την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα σκέψεις και πράξεις. Μοιάζουν παράταιρες και για αρκετούς άχρηστες. Προτιμότερα φαίνονται πιο ασφαλή καταφύγια, αν και έχουν ιστορικά δοκιμαστεί και κριθεί αναντίστοιχα και επιβλαβή για μεγάλες τομές και ανατροπές.
Το 1977 προβλήθηκε η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Οι κυνηγοί. Μια παρέα κυνηγών, παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1977, βρίσκει στο χιόνι ενός βουνού κοντά στα Γιάννινα το πτώμα ενός αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού. Ξαφνιασμένοι από το εύρημα παρατηρούν με τρόμο ότι το σώμα του νεκρού έχει μια τεράστια κόκκινη πληγή και το αίμα της μοιάζει φρέσκο, ζωντανό. Το μεταφέρουν στο ξενοδοχείο όπου είχαν καταλύσει για τις γιορτές, που τον καιρό του εμφυλίου πολέμου ήταν στρατηγείο των ανταρτών. Οι κυνηγοί δεν έχουν ονόματα. Αποκαλούνται με τις ιδιότητές τους: βιομήχανος, στρατιωτικός, ξενοδόχος, εκδότης, πολιτευτής, εργολάβος.
Είναι εκπρόσωποι της αστικής τάξης της Ελλάδας. Το πτώμα γίνεται ο καταλύτης για να αναδυθούν όχι μόνο οι φαντασιώσεις, οι προσωπικοί και συλλογικοί εφιάλτες τους, ο φόβος και ο πανικός τους μπροστά σε ό,τι στοίχειωνε την ύπαρξή τους αλλά και να ξεδιπλωθεί το παρελθόν τους: συνεργάτες των Γερμανών, έμποροι γυναικών, συμμέτοχοι σε πραξικοπήματα, ηθικοί αυτουργοί σε δολοφονίες αριστερών αγωνιστών, πράκτορες αμερικάνικων ή εγγλέζικων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων κι ένας μετανοημένος αριστερός (ο εργολάβος). Οι κυνηγοί-νικητές του εμφυλίου –αφού παρακολουθήσουν σιωπηλοί μια πομπή από βάρκες με ανθρώπους που κρατούν κόκκινες σημαίες να τραγουδά το «Της αγάπης αίματα» που πορφύρωσαν τη ζωή τους– συνεχίζουν τη γιορτή τους, θάβουν το πτώμα και αμέριμνοι ξαναρχίζουν το κυνήγι τους.
Στην πραγματικότητα τα θηράματά τους είναι τα όνειρα, οι ελπίδες, οι αγώνες για μια κοινωνία ελεύθερων πολιτών. Τα όπλα τους σε όλη τη νεοελληνική ιστορία είναι όλοι εκείνοι οι κρατικοί μηχανισμοί που αναπαρήγαγαν και αναπαράγουν διαρκώς τον έλεγχο και την καταπίεση, τον αυταρχισμό και τη βία. Όπως έγραφε και ο Καστοριάδης, η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού ως αυτόνομου παράγοντα τελειώνει περίπου το 400 π.Χ. Βασιλείες, μοναρχίες, αυτοκρατορίες, δεσποτείες, δικτατορίες ακύρωσαν την έννοια του πολίτη. Η συνταγματική αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα το 1974 στηρίχτηκε σε συνήθειες, πεποιθήσεις και αρχές που πλάστηκαν με αυταρχικά υλικά είτε αυτά αφορούσαν αρχές και αξίες είτε θεσμούς.
Το βασικό στοιχείο που διαπερνούσε τα προηγούμενα ήταν η λογική της ανάθεσης των όποιων δικαιωμάτων σε ηγέτες, πρόσωπα, επιτελεία, κόμματα που αναλάμβαναν να τα διεκπεραιώσουν με τον τρόπο που εκείνα θεωρούσαν κατάλληλο. Στόχος τους να μην διαταράσσεται η «ησυχία», η ιεραρχία, η αποστολή την οποία αναλάμβαναν κάθε φορά οι «σωτήρες» του έθνους ή της όποιας κοινωνικής τάξης. Εθνάρχες, τοπάρχες, κομματάρχες όρισαν και ορίζουν κάθε πλευρά της ζωής αυτού του τόπου φτιάχνοντας και προσαρμόζοντας, ανάλογα με την εποχή, νόμους και θεσμούς που διαιωνίζουν την κυριαρχία τους.
Τα όποια διαλείμματα υπήρξαν τελείωσαν με τρόπο οδυνηρό για όσους και όσες εξεγέρθηκαν εναντίον της. Και οι ήττες των εξεγέρσεων συνοδεύτηκαν συχνά από ένα κλίμα ματαίωσης, από παραίτηση, από μείωση και περιορισμό των προσδοκιών για την δυνατότητα ανατροπής του συστήματος που διαιωνίζει τους «Κυνηγούς» και τα επιτελεία τους. Παλιότερα εξεγερμένοι -σαν εκείνο τον εργολάβο της ταινίας του Αγγελόπουλου- συνεργάστηκαν μαζί τους, έγιναν στην ουσία υπηρέτες τους και χρησιμοποιήθηκαν σαν παράδειγμα ενός «επιτυχημένου και φρόνιμου» πια «παιδιού».
Και είναι αλήθεια ότι λιγοστεύουν –προς το παρόν– οι «άφρονες» για την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα σκέψεις και πράξεις. Μοιάζουν παράταιρες και για αρκετούς άχρηστες. Επικρίνονται σα να ευθύνονται οι ίδιες για την μικρή, την ελάχιστή τους εμβέλεια· γιατί δεν πείθουν, γιατί δεν ελκύουν πλήθη στο άκουσμά τους. Προτιμότερα φαίνονται πιο ασφαλή καταφύγια που αν κι αυτά είναι μικρά είναι πιο δοκιμασμένα, αν και έχουν ιστορικά δοκιμαστεί και κριθεί αναντίστοιχα και επιβλαβή για μεγάλες τομές και ανατροπές. Το θέμα είναι να υπάρχει ένα καταφύγιο! Για τα πιο ριψοκίνδυνα δεν περισσεύει καιρός και διάθεση. Ο ιστορικός χρόνος συμπιέζεται στον βιολογικό χρόνο μιας ηλικίας στην διάρκεια της οποίας πρέπει «κάτι» να γίνει, έστω να σπάσει η «μαυρίλα». «Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους» έγραφε ο Σεφέρης.
«Δεν είναι βαρύ παρά αυτό που είναι αναγκαίο, δεν έχει αξία παρά μόνον ό,τι βαραίνει», Μίλαν Κούντερα
Σε τέτοιους «πολεμικούς» καιρούς φαίνονται πιο εύκολες οι απαντήσεις παρά οι ερωτήσεις, οι αφορισμοί και όχι οι ορισμοί. Κι οι απογοητεύσεις για ανθρώπους που μάχονται, δρουν, σκέφτονται, αγωνίζονται καθημερινά είναι βαριές. Αλλά όπως έγραφε και ο πρόσφατα εκλιπών Μίλαν Κούντερα στην Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι: « Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο πιο κοντινή στη γη είναι η ζωή μας, τόσο είναι πιο αληθινή, πιο πραγματική… Η βαρύτητα, η ανάγκη και η αξία είναι τρεις έννοιες στενά και βαθιά ενωμένες: δεν είναι βαρύ παρά αυτό που είναι αναγκαίο , δεν έχει αξία παρά μόνον ό,τι βαραίνει». Αυτό το ηθικό και ψυχικό βάρος μπορεί να γίνει όμως κι ένα κίνητρο για να αντισταθεί κανείς σε ό,τι βαραίνει τη ζωή, σε ό,τι την «κυνηγάει». Να κυνηγήσει τους κυνηγούς της.