Γιώργος Μουρμούρης
Το παλιό-καινούργιο
«Στεκόμουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα Νέο. Σέρνονταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια που κανένας δεν είχε ξαναδεί και βρωμούσε νέες μυρουδιές σαπίλας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει».
Η παρέλαση του παλιού καινούργιου του Μπρεχτ, γραμμένη το 1938, θα μπορούσε να περιγράφει την έλευση στο πολιτικό προσκήνιο των εθνικιστικών, θρησκόληπτων, οπισθοδρομικών, αυταρχικών και ελαφρώς κεκαλυμμένα νεοναζιστικών ορδών, με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου. Πριν κλείσουν τρία χρόνια με τους νεοναζί στη φυλακή, λίγο πριν συμπληρωθεί τετραετία με τη Χρυσή Αυγή εκτός Βουλής, λίγες ημέρες μετά τους 600 και πλέον νεκρούς της Πύλου και με υπόστρωμα ένα κράτος και ένα πολιτικό σκηνικό που έχει υιοθετήσει στο DNA του την ακροδεξιά ατζέντα, οι Σπαρτιάτες ως εμπροσθοφυλακή του Κασιδιάρη, η Νίκη των μοναστηριών, των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων και της βαθιάς συντήρησης και ο Βελόπουλος της κανονικοποιημένης ακροδεξιάς, συγκρότησαν έναν «μαύρο» πόλο εντός του κοινοβουλίου. Έναν πόλο που πιθανότατα δεν θα εμφανιστεί με ενιαίο τρόπο, καθώς οι υπαρκτές διαφορές μεταξύ των μορφωμάτων και οι προσωπικές έριδες μεταξύ των παραταξιαρχών θα οδηγήσουν πιθανότατα σε έναν ανταγωνισμό εθνικιστικής πλειοδοσίας, πιέζοντας από τα δεξιά τη Νέα Δημοκρατία και μετατοπίζοντας έτσι συνολικά σε ακόμα πιο συντηρητικές ατραπούς την πολιτική ατζέντα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, όσον αφορά τη δυναμική επανεμφάνιση της ακροδεξιάς, αποτελεί αποτύπωση βαθύτερων κοινωνικών διεργασιών. Εν μέρει, απηχεί εξελίξεις που ήδη έχουν λάβει χώρα σε ΗΠΑ και Ευρώπη και –με τη συνήθη καθυστέρηση– εμφανίζονται πλέον και στο νότιο άκρο της βαλκανικής. Κατά τα άλλα, όμως, το ακροδεξιό συνονθύλευμα αποτελεί γέννημα-θρέμμα του ελληνικού βαθέως κράτους, των εγχώριων εθνικιστικών αφηγήσεων, των εξελίξεων που έλαβαν χώρα τη δεκαετία των μνημονίων αλλά και τα τελευταία κρίσιμα χρόνια της πανδημίας, των πολέμων και των πολλαπλών κρίσεων, που σηματοδότησαν το πέρασμα σε μια νέα εποχή καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Η κυβερνητική πολιτική έδωσε ώθηση στην ακροδεξιά ατζέντα
Όταν στις 6 Ιανουαρίου του 2021 εξαγριωμένοι οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ, αρνούμενοι να αποδεχθούν ότι ο ηγέτης τους έχασε –έστω και με μικρή διαφορά– τις προεδρικές εκλογές, εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, αναλυτές στις ΗΠΑ και αλλού αδυνατούσαν να συνειδητοποιήσουν πώς στήθηκε μια τέτοια έφοδος «κάτω από τη μύτη» των αρχών ασφαλείας. Το βασικό ζήτημα δεν ήταν το επιχειρησιακό σκέλος της εισβολής, αλλά το πολιτικό: Ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι κερασφόροι, παράξενα ντυμένοι οπαδοί του μέχρι τότε προέδρου της μεγαλύτερης οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης του πλανήτη; Από πού εμφανίστηκαν στρατιές συνωμοσιολόγων, οπαδών της λευκής ανωτερότητας, αρνητές του αμερικανικού ονείρου και της αμερικανικής «δημοκρατίας», που επί δεκαετίες αποτέλεσε εξαγωγικό προϊόν –και μάλιστα μέσω πολέμων– των ΗΠΑ; Ορισμένοι τόνιζαν τότε την απόσταση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στην κυρίαρχη πολιτική, οικονομική και πολιτισμική ελίτ των ΗΠΑ και τη «βαθιά» Αμερική. Μια απόσταση που, με τις απαραίτητες προσαρμογές, κυριαρχεί στο εσωτερικό των περισσότερων δυτικών κοινωνικών, συμπεριλαμβανομένης –τηρουμένων των αναλογιών– και της Ελλάδας.
Η πανδημία, δρώντας ως επιταχυντής εξελίξεων που τα προηγούμενα χρόνια ωρίμαζαν αργά, αποτέλεσε τον καταλύτη για την συγκρότηση και στην Ελλάδα ενός μπλοκ που η κυρίαρχη πολιτική θεωρία τους χαρακτηρίζει ως τους «χαμένους του εκσυγχρονισμού». Παραδοσιακά εργατικά στρώματα που συνεθλίβησαν και εξακολουθούν να συνθλίβονται από τις ανατροπές στην καπιταλιστική παραγωγή, εκτεταμένα μεσαία στρώματα που, πιεζόμενα προς τα κάτω, προσπαθούν να διατηρηθούν εν ζωή πατώντας επί πτωμάτων, συντηρητικά αγροτικά στρώματα που τείνουν προς τον αφανισμό, προσωπικό του βαθέως κράτους (αστυνομικοί, στρατιωτικοί, δικαστές, κύκλοι της εκκλησίας) που συχνά βιώνουν μισθολογικές απώλειες την ίδια στιγμή που ο ρόλος τους εντός του κράτους άμυνας και ασφάλειας ισχυροποιείται: Όλοι οι παραπάνω, σε συνδυασμό με μεμονωμένους πλην ισχυρούς «παίκτες» της μεγάλης αστικής τάξης, συγκροτούν ένα συνονθύλευμα με ακροδεξιά ατζέντα που διεκδικεί μια φυγή προς τα εμπρός μέσω μιας επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν που ουδέποτε υπήρξε. Σαν το «παλιό καινούργιο» του Μπρεχτ.
Απέναντι σε αυτό το υπαρκτό ρεύμα, το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στέκεται είτε με ελιτίστικη αυταρέσκεια είτε με κατευναστικό πατερναλισμό. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που και οι δύο ενισχύουν την ακροδεξιά ατζέντα. Στην πρώτη περίπτωση, όταν οι «κερδισμένοι του εκσυγχρονισμού» κουνάν το δάχτυλο της σύνεσης, της αποφυγής έξαψης των παθών, της επιστήμης και των δικαιωμάτων, καταφέρνουν να κάνουν όλα τα παραπάνω περισσότερο αντιπαθή.
Σπουδαίες αξίες όπως η κοινωνική αλληλεγγύη, η ισότητα, η αποδοχή της διαφορετικότητας, τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή/και των προσφύγων, στα χείλη των τυράννων, των στυγνών εκμεταλλευτών, των κυρίαρχων σε επίπεδο οικονομίας, πολιτικής και κοινωνίας, για τους προοδευτικούς ανθρώπους και τα αγωνιστικά τμήματα της κοινωνίας, φαντάζουν αισχρή υποκρισία. Στα αυτιά του ακροδεξιού συνονθυλεύματος, όμως, μοιάζουν με καταχθόνια όπλα που εκπορεύονται από κρυφούς συλλόγους και παντοδύναμες λέσχες με στόχο τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής (που ταυτίζεται με την εθνική ομοιογένεια), ώστε να μην μπορεί να αρθρωθεί οποιαδήποτε αντίσταση στη «νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων».
Στη δεύτερη περίπτωση, όταν οι κυρίαρχες πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές ελίτ δρουν κατευναστικά, υιοθετώντας τμήματα της ακροδεξιάς ατζέντας, το συνονθύλευμα νιώθει απλώς να ισχυροποιείται, να κατακτά «κάστρα» εντός του εχθρικού στρατοπέδου, σε έναν ιδιότυπο «πόλεμο θέσεων», που εντέλει θα του επιτρέψει να αλώσει το σύστημα (και) «από τα μέσα». Με την αντιπροσφυγική υστερία, την κατασταλτική μανία και τις εθνικιστικές κορώνες να μετατρέπονται σε κυρίαρχο αφήγημα και πρακτική, η ακροδεξιά «παίρνει κεφάλι» και βγαίνει μπροστά, ζητώντας την άρση των πολιτικών, νομικών ή άλλων εμποδίων που δεν επιτρέπουν μια «τελική λύση» κατά των ανεπιθύμητων τμημάτων του πληθυσμού.
Στην Ελλάδα, το αμιγώς νεοναζιστικό ρεύμα που κυριάρχησε στον χώρο της ακροδεξιάς από το 2012 έως το 2019, έδωσε τη θέση του την τελευταία τετραετία σε ένα πιο ήπιο –σε σχέση με τους οπαδούς του Μιχαλολιάκου– αλλά και πιο κανονικοποιημένο ρεύμα, που κοινοβουλευτικά εκφράστηκε μέσω της Ελληνικής Λύσης και του Κυριάκου Βελόπουλου. Οι συγκλονιστικές εξελίξεις που ακολούθησαν, κατά τη διάρκεια της τετραετίας, έδωσαν «αέρα στα πανιά» μιας ακροδεξιάς ανάγνωσης της πραγματικότητας. Ο πολιτικός Ιανός της κυβέρνησης Μητσοτάκη, της οποίας το ένα πρόσωπο εξέφραζε τον αυταρχικό καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό και το άλλο τον ακροδεξιό λαϊκισμό, έδωσε στην εγχώρια ακροδεξιά καύσιμα τόσο από την πλευρά της ελιτίστικης αυταρέσκειας όσο και του κατευναστικού πατερναλισμού.
Οι συγκεντρώσεις ενάντια στα εμβόλια, το καλοκαίρι του 2021, πνίγηκαν στα χημικά από τα ΜΑΤ της κυβέρνησης και λοιδορήθηκαν από τα συστημικά ΜΜΕ. Από την ίδια κυβέρνηση που δεν δίστασε, σύμφωνα με ρεπορτάζ, καταγγελίες και μαρτυρίες, να πνίξει πρόσφυγες στο Αιγαίο, έχοντας την πλήρη κάλυψη των ίδιων ΜΜΕ. Σε ρητορικό επίπεδο, η κυβέρνηση υπήρξε φιλική προς τις διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (ανεξαρτήτως του τι συνέβη στην πράξη), με τον κορυφαίο σύμβουλο του πρωθυπουργού Αλέξη Πατέλη να δηλώνει ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Ήταν η ίδια κυβέρνηση που στήριξε περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά καμπάνιες για τα «δικαιώματα του αγέννητου παιδιού», ψήφισε τον νόμο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, έριξε πέπλο συγκάλυψης πάνω από τα κυκλώματα μαστροπείας που αποκαλύφθηκαν.
Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί η ακροδεξιά ατζέντα, η οποία έτσι κι αλλιώς ενισχύεται από την τάση συντηρητικών και εξατομικευμένων στρωμάτων του πληθυσμού να αρνούνται την αναμέτρηση με τα ερωτήματα που θέτει η πραγματικότητα. Η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, οι πόλεμοι και οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, όλα αυτά είναι σύγχρονα, παγκόσμια και πραγματικά ζητήματα που καλείται η ανθρωπότητα να αντιμετωπίσει. Το ότι αποτελούν απόρροια του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν σημαίνει ότι δεν είναι πραγματικά ζητήματα. Στις άγριες και κυνικές «λύσεις» που προτείνει ο ίδιος ο καπιταλισμός, η ακροδεξιά ζητά επανακαταμερισμό της αγριότητας, με «έλεος» προς τους «δικούς μας» και ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα προς τους «άλλους», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς την εποχή των τεράτων.
Επελαύνει η ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έσπασε ένα ταμπού την περασμένη εβδομάδα: Κατάφερε για πρώτη φορά από την ίδρυσή της να κερδίσει τις εκλογές, με απόλυτη πλειοψηφία της τάξης του 52,8%, σε μια περιφέρεια του κρατιδίου της Θουριγγίας. Έτσι, με βάση και τις δημοσκοπήσεις που της δίνουν 19%-20% και τη φέρνουν στη δεύτερη θέση, αρκετοί θεωρούν ότι το 2024 θα είναι η χρονιά της ακροδεξιάς στη Γερμανία. Όχι άδικα, καθώς η AfD έχει στόχο να αναδειχθεί πρώτη και στα τρία ανατολικογερμανικά κρατίδια στα οποία διεξάγονται εκλογές το επόμενο έτος (Θουριγγία, Σαξονία και Βρανδεμβούργο), ενώ δεν αποκλείεται να διεκδικήσει την πρωτιά και στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Στην Ισπανία, την ίδια στιγμή, το τοπικό κοινοβούλιο της Βαλένθια εξέλεγε ως πρόεδρό του ένα στέλεχος του ακροδεξιού Vox, του κόμματος των νοσταλγών του δικτάτορα Φράνκο: Τη Γιάνος Μασό, η οποία, εκτός των άλλων, έχει γίνει γνωστή για τις θέσεις της κατά των δικαιωμάτων των γυναικών και των αμβλώσεων. Η εκλογή ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας ανάμεσα στην ηγεσία του Vox και του Λαϊκού Κόμματος, προαναγγέλλοντας έτσι ανάλογες εξελίξεις όχι μόνο και σε άλλες περιφέρειες, αλλά και σε κεντρικό επίπεδο μετά τις πρόωρες εκλογές της 23ης Ιουλίου, εφόσον τα δύο παραπάνω πολιτικά μορφώματα διασφαλίσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Στην Ιταλία, οι δημοσκοπήσεις φέρνουν τους νεοφασίστες νοσταλγούς του Μουσολίνι, τα Αδέλφια της Ιταλίας της πρωθυπουργού Μελόνι, να συγκεντρώνουν 30%, έχοντας αυξήσει και το ποσοστό τους σε σύγκριση με τις εκλογές του 2022 και τη διαφορά τους από τους δεύτερους Δημοκρατικούς, που περιορίζονται στο 20%. Στη Γαλλία, όπου η Λεπέν και ο Εθνικός Συναγερμός της συνεχίζουν να ανεβαίνουν, ολοένα περισσότεροι έχουν από τώρα αρχίσει να στρέφουν το βλέμμα τους όχι μόνο στις ευρωεκλογές του 2024, αλλά και στις επόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, θεωρώντας ότι σε αυτές η εκπρόσωπος της ακροδεξιάς θα καταφέρει, επιτέλους, να «αλώσει» τα Ηλύσια.
Είναι γνωστό, επίσης, ότι στις χώρες της Σκανδιναβίας, με εξαίρεση τη Δανία, η ακροδεξιά συμμετέχει στις κυβερνήσεις ή τις στηρίζει ενεργά. Στην Αυστρία, τέλος, όπου οι βουλευτικές εκλογές αναμένεται να διεξαχθούν σε ένα περίπου χρόνο, το Κόμμα Ελευθερίας έχει επιστρέψει δυναμικά στην κορυφή των δημοσκοπήσεων, ξεπερνώντας (έστω και προσωρινά) την κρίση που του προκάλεσαν τα σκάνδαλα και μαζί το 30%.
Είναι προφανές πως όταν μιλούν οι αριθμοί και τα στοιχεία αναφορικά με το τι συμβαίνει με την ακροδεξιά στην Ευρώπη, οι εκτιμήσεις περιττεύουν…