Γιώργος Μιχαηλίδης
Αφιέρωμα 100 χρόνια Συνθήκη της Λοζάνης
Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε την εναπομείνασα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μειονότητα στη Θράκη ανάλογα με την εξωτερική πολιτική, τις συμμαχίες του και τους εκάστοτε αντιπάλους του. Καταπιέζει, προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει εθνοτικά ή/και θρησκευτικά τη μειονότητα αρνούμενο το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της.
Ο εθνικά ελληνικός πληθυσμός έγινε πλειοψηφία στη Θράκη μόνο μετά την εγκατάσταση 100.000 προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Ωστόσο, με βάση την εξαίρεση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης από την ανταλλαγή πληθυσμών, όπως που προβλεπόταν στη Συνθήκη της Λοζάνης, το νέο ελληνικό κράτος καλούνταν να χαράξει μία πολιτική απέναντι σε μία σημαντική αριθμητικά και γεωγραφικά μειονότητα. Πρόκειται για μια κρατική πολιτική, κατά βάση καταπιεστική, γεμάτη αντιφάσεις και διακυμάνσεις με βάση τη διεθνή συγκυρία αλλά και απόπειρες εργαλειακής χρήσης της μειονότητας ή μέρους της.
Είναι αλήθεια πως, όπως σημειώνει η ιστορικός Μαρία Τοντόροβα, την εποχή της ολοκλήρωσης των εθνών-κρατών στα Βαλκάνια, η Συνθήκη της Λοζάνης πρόβαλλε μια λογική «νέο-μιλλέτ» συνενώνοντας τους διάφορους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Δυτικής Θράκης με βάση τη θρησκεία τους. Ωστόσο, μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, οι όροι «τουρκικός/ή» χρησιμοποιούνταν με σχετική άνεση για τον μειονοτικό πληθυσμό, τόσο στην επίσημη κρατική αλληλογραφία μεταξύ υπηρεσιών, όσο και στη δημόσια ζωή στην περιοχή της Θράκης. Η πίεση για τον περιορισμό της χρήσης του όρου «τουρκική» από και για τη μειονότητα της Θράκης επισημοποιείται για πρώτη φορά το 1957 όταν αποτυπώνεται σε κρυφή, γραπτή οδηγία του Υπουργείου Εξωτερικών προς τις αρμόδιες αρχές. Έκτοτε τα παράγωγα του όρου «τουρκικός» περιορίζονται δραστικά και εξαφανίζονται στην επίσημη κρατική γλώσσα, ενώ προβάλλεται ως εθνικά επωφελέστερη η χρήση των παραγώγων του όρου «μουσουλμανικός». Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για μια απάντηση στη μεταπολεμική ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κεμαλιστών/εθνικιστών και παλαιομουσουλμάνων εντός του μειονοτικού πληθυσμού, γεγονός που ιδιαίτερα μετά το πογκρόμ του 1955 εναντίον της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης προκαλεί ανησυχία στο ελληνικό κράτος.
Είναι ενδιαφέρον πως η αμέσως προηγούμενη πενταετία, 1950-1955, χαρακτηρίζεται από μια αντίθετη ροπή της ελληνικής πολιτικής. Θέτοντας ως απόλυτη προτεραιότητα τον αντικομμουνισμό και αντι-σλαβισμό, λόγω της ταραχώδους δεκαετίας του ’40, η κρατική πολιτική απέναντι στη μειονότητα προτιμά να ανοίγει διαύλους με τη ΝΑΤΟϊκή σύμμαχο Τουρκία φτάνοντας μέχρι και σε ημιεπίσημες δηλώσεις για προοπτική ομοσπονδιοποίησης των δύο κρατών. Ο τυχοδιωκτισμός και η εργαλειοποίηση των μειονοτικών ζητημάτων είναι έκδηλα εκείνη την περίοδο. Έτσι, στην περίπτωση των βουλγαρόφωνων, μουσουλμάνων Πομάκων, το ελληνικό κράτος τη διετία 1945-46 διατείνεται πως αποτελούν ντόπιο, μη-σλαβικό, φύλο, όταν μπροστά στο μεταπολεμικό Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού επιχειρηματολογεί υπέρ της ενσωμάτωσης μίας γεωγραφικής ζώνης της Βουλγαρίας με σημαντική παρουσία πομακικών πληθυσμών. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, διανοούμενοί του δεν διστάζουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της τουρκικότητας των Πομάκων για να απαντήσουν στις βουλγαρικές αιτιάσεις περί «βουλγαρομωαμεθανών». Είναι εκείνη η εποχή κατά την οποία το ελληνικό κράτος χρησιμοποιεί τον όρο «τουρκική» για τη μειονότητα της Θράκης ενώ επιτρέπει την ίδρυση και λειτουργία δομών όπως η «Ένωση Τουρκικής Νεολαίας Ξάνθης». Ακόμα όμως και τη «χρυσή περίοδο» για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν παύουν να λαμβάνουν εισηγήσεις από αρμόδιες Αρχές και πρόσωπα στις οποίες προτείνεται μια πολιτική διαίρεσης της μειονότητας και συγκεκριμένα υποστήριξης των «παλαιομουσουλμάνων» απέναντι στους Κεμαλιστές-εθνικιστές και διαχωρισμού των Πομάκων και Αθίγγανων από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους της περιοχής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 το ελληνικό κράτος χρησιμοποιεί τον όρο «τουρκική» για τη μειονότητα
Οι παραπάνω προσεγγίσεις θα βρουν την εφαρμογή τους σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και θα αναπτύσσονται ποιοτικά όσο συσσωρεύονται οι κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με αφορμή το Κυπριακό και τις διώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης αλλά και όσο μετατοπίζεται ο «εθνικός κίνδυνος» από τον βορρά στην ανατολή. Την κρατική πολιτική συντονίζει μυστικά από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 το Συντονιστικό Συμβούλιο Θράκης, το οποίο αποτελείται από τοπικούς διοικητικούς παράγοντες, στελέχη της κυβέρνησης, αστυνομικούς και στρατιωτικούς. Η μειονότητα της Θράκης αντιμετωπίζεται με όρους συλλογικής ευθύνης αν και η κρατική πίεση που της ασκείται δεν φτάνει ποτέ στα επίπεδα της αντίστοιχης τουρκικής προς την ελληνική μειονότητα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια βαθμιαία ένταση της πίεσης των μειονοτικών πληθυσμών με στόχο την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου, τον περιορισμό της τουρκικής επιρροής και την ώθηση μελών της μειονότητας στη μετανάστευση. Σε αυτό το πλαίσιο το ελληνικό κράτος λαμβάνει μέτρα όπως η ενεργοποίηση και επέκταση της μεταξικής Επιτηρούμενης Ζώνης, περιορίζοντας την ελευθερία μετακίνησης εντός-εκτός των μειονοτικών χωριών του βορρά. Το σχετικό μέτρο που εγκαθιδρύει έναν ημιστρατιωτικό έλεγχο της καθημερινότητας του μειονοτικού πληθυσμού θα καταργηθεί μόλις το 1996. Αντίστοιχα, από τη δεκαετία του ’60 καθιερώνονται μία σειρά άτυπες διοικητικές οχλήσεις και εξαιρέσεις του μειονοτικού πληθυσμού (π.χ. μη εκχώρηση δανείων, ετεροβαρής ενίσχυση του ελληνικής συνείδησης πληθυσμού της Θράκης κ.α.) που στοχεύουν στην οικονομική πίεση των μελών της μειονότητας και την απόδοση πλεονεκτήματος στους έχοντες ελληνική εθνική συνείδηση. Ταυτόχρονα κάθε αναφορά σε «τουρκική μειονότητα» παύει οριστικά στη διάρκεια της δικτατορίας, ενώ ενισχύονται συστηματικά κάθε λογής φορείς της μειονότητας που προωθούν μία μουσουλμανική, μη-τουρκική ταυτότητα. Πρόκειται για μια πολιτική μαστίγιου και καρότου με περιορισμένα αποτελέσματα ως προς τους διακηρυγμένους στόχους της.
Η δεκαετία του ’90, αν και εγκαινιάζεται με ένα παρακρατικό πογκρόμ κατά των μειονοτικών στην Κομοτηνή τη νύχτα της 29ης Ιανουαρίου, αποτελεί τη χρονική περίοδο κατά την οποία διορθώνονται οι ακραίες εκφάνσεις της κρατικής αντιμειονοτικής πολιτικής (Ειδικές Ζώνες, καθεστώς διοικητικών εξαιρέσεων), ενώ αντικαθίστανται από προσπάθειες ενσωμάτωσης μειονοτικών πληθυσμών (π.χ. ειδικό ποσοστό εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Ωστόσο, η πάγια κρατική καχυποψία απέναντι στον μειονοτικό πληθυσμό της Θράκης, χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαχρονικής αντιμειονοτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι σε αλλοεθνείς, αλλόδοξους και ετερόγλωσσους πληθυσμούς, επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο με τη στοχοποίηση και δαιμονοποίηση των μειονοτικών συμπολιτών μας και φυσικά με την άρνηση απόδοσης δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού τους.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 22-07-2023