Κώστας Παπαγεωργίου
Συρρίκνωση ή και διακοπή των κοινωνικών υπηρεσιών, λειτουργία τους με αντίτιμο, ιδιωτικοποίηση τομέων και γενική εμπορευματοποίηση των πάντων είναι το μοντέλο των δήμων και περιφερειών που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ και οι προηγούμενες, ακολουθώντας τις οδηγίες της ΕΕ. Οι νέοι δήμοι-επιχείρηση «χρειάζονται» δήμαρχο-μάνατζερ και ένα προκλητικά αντιδημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο, που τους οχυρώνει απέναντι στον λαό.
Ποια Τοπική Αυτοδιοίκηση; Τοπικό κράτος του κεφαλαίου
Υπάρχει σήμερα «τοπική αυτοδιοίκηση»; Μπορούν τα παραδείγματα των λαϊκών θεσμών της Ελεύθερης Ελλάδας ή η απλή αναλογική ως τρόπος εκλογής των δημάρχων στην περίοδο πριν τη χούντα να συνδεθούν με το σημερινό μοντέλο οργάνωσης δήμων και περιφερειών; Κι ακόμα, μπορούν δήμοι και περιφέρειες να λειτουργήσουν με αυτοτέλεια από τη συνολική πολιτική και ως πεδίο φιλολαϊκής διαχείρισης επειδή βρίσκονται πιο κοντά στην καθημερινότητα του λαού σε σχέση με το κεντρικό κράτος;
Δήμοι και περιφέρειες αποτελούν τμήμα του κρατικού μηχανισμού και αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής, ιδεολογικής και οικονομικής λειτουργίας του αστικού κράτους, που εξασφαλίζει την μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης. Η μορφή, η δομή και η λειτουργία τους αντανακλούν και αναπαράγουν τις κυρίαρχες πολιτικές. Έτσι μπορούν ανά πάσα στιγμή να προσαρμόζονται στον επιτελικό σχεδιασμό του κεντρικού κράτους και των επιλογών του κεφαλαίου και να οργανώνουν αποτελεσματικά τον συνασπισμό εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. Από αυτή τη σκοπιά δε μπορούμε να μιλάμε για «τοπική αυτοδιοίκηση» αλλά για τοπικό κράτος.
Όπως ακριβώς η ψήφιση του Κλεισθένη παλιότερα (και του Καλλικράτη ακόμα πιο παλιά) σηματοδότησαν βασικές αλλαγές στην αντιδραστική θωράκισή του, έτσι και την τελευταία περίοδο, η πανδημία, η πολλαπλή καπιταλιστική κρίση και η ανάγκη για επιτάχυνση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων χωρίς τα εμπόδια που έβαζαν η συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα και οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα στα συμβούλια, οδήγησαν στις αλλαγές που έφεραν τα αντιδραστικά νομοθετήματα Θεοδωρικάκου-Βορίδη, τα οποία κατήργησαν στην πράξη ακόμα και τη στοιχειώδη αντιπροσωπευτική λειτουργία των τοπικών θεσμών.
Αυταρχική θωράκιση περιφερειών και δήμων
Η αντιδραστικοποίηση του πλαισίου λειτουργίας δήμων και περιφερειών αποτέλεσε μια πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης της ΝΔ την τελευταία τετραετία. Με τον νόμο Θεοδωρικάκου μεταφέρθηκαν αρμοδιότητες σε επιτροπές, στις οποίες η παράταξη του περιφερειάρχη ή του δημάρχου έχει την απόλυτη πλειοψηφία, νοθεύοντας κατ’ ουσία το εκλογικό αποτέλεσμα. Και ο εκλογικός νόμος-τερατούργημα Βορίδη κατήργησε το κουτσό σύστημα της απλής αναλογικής που υπήρχε, επεκτείνοντας την καλπονοθεία των βουλευτικών εκλογών σε δήμους και περιφέρειες. Συνολικός στόχος είναι η πιο συντηρητική, αυταρχική θωράκιση περιφερειών και δήμων απέναντι στον λαϊκό παράγοντα, το βάθεμα της διασύνδεσης του κεντρικού με το τοπικό κράτος στο όνομα των αναδιαρθρώσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, ο αποκλεισμός από τα συμβούλια των ενοχλητικών φωνών και η πλήρης μετατροπή τους σε βραχίονα προώθησης αντιλαϊκών και αντεργατικών πολιτικών.
Στο όνομα της δήθεν «εύρυθμης λειτουργίας» των συμβουλίων και της «κυβερνησιμότητας» καταργείται οποιαδήποτε επίφαση δημοκρατικής λειτουργίας, ενισχύεται ο συγκεντρωτισμός και οι υπερεξουσίες δημάρχων-περιφερειαρχών. Βέβαια, παρά τις σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία των συμβουλίων και στο εκλογικό σύστημα, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν πείραξε στην ουσία τον πυρήνα των αλλαγών, που προωθήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τον «Κλεισθένη I και ΙΙ», και στόχο είχαν την «αποτελεσματικότερη και ταχύτερη» πρόσδεση δήμων και περιφερειών με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Στη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και την εμπέδωση της συναίνεσης, πλάι στο μοντέλο του δημάρχου – manager (Μπακογιάννης, Παπαστεργίου κ.α), συμβάλλουν και μια σειρά «ανεξάρτητων», «πολυσυλλεκτικών» δημοτικών παρατάξεων που έχουν τη φανερή ή κρυφή υποστήριξη των αστικών κομμάτων ή και συγκροτούνται με συνεργασία των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Υποψήφιοι που μπορεί να παρουσιάζονται ως υπερ-κομματικοί έχοντας τον τίτλο του «αυτοδιοικητικού παράγοντα». Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τάσης είναι οι επιλογές ΣΥΡΙΖΑ για στήριξη σε τέτοιες περιπτώσεις όπως ο Παχατουρίδης (Περιστέρι), ή ο Βοσκόπουλος (Καισαριανή). Έχει σημασία να δούμε πως το μοντέλο αυτό προωθείται σε δήμους με μεγάλο πληθυσμό, σε δήμους κέντρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των χωρικών αναδιαρθρώσεων (πχ παραλιακό μέτωπο Ελληνικό-Αργυρούπολη-Γλυφάδα, Φιλαδέλφεια-Ριζούπολη) ή σε δήμους με μεγάλη οικονομική σημασία (πχ Πειραιάς, Περιστέρι), κλπ. Ενώ, η εμπλοκή του κεφαλαίου άλλοτε γίνεται με εξώφθαλμο τρόπο (Πειραιάς, Βόλος, Ν. Φιλαδέλφεια), και άλλοτε αναλαμβάνει ρόλο και η εκκλησία με το αζημίωτο (πχ. Πειραιάς).
Το δεύτερο στοιχείο είναι η ενίσχυση της τάσης ιδιωτικοποίησης λειτουργιών και η εφαρμογή ανταποδοτικών κριτηρίων κυρίως στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό στο τοπικό κράτος. Η λειτουργία και παροχή υπηρεσιών με ιδιωτικο – οικονομικά κριτήρια επιδιώκεται να αγκαλιάσει το σύνολο των δραστηριοτήτων και να αποκτήσει χαρακτηριστικά και μορφή «υγιούς επιχείρησης». Ο δρόμος αυτός επιβάλλεται με τη μνημονιακή ρύθμιση και εφαρμογή της αύξησης των ίδιων πόρων, που μεταφράζεται σε ένταση της φορομπηξίας (αύξηση δημοτικών τελών), πέρασμα ακόμα περισσότερων υπηρεσιών στη σφαίρα της ανταποδοτικότητας (όσες δεν είναι ήδη) ή στην αύξηση του κόστους των υπηρεσιών για όσες είναι ήδη.
Οι κοινωνικές υπηρεσίες εμπορευματοποιούνται, το κόστος μετακυλίεται στους κατοίκους, επεκτείνεται η πολιτική της ανταποδοτικότητας και προωθείται η ιδιωτικοποίηση, όπως στη διαχείριση των απορριμμάτων
Μια τρίτη πλευρά είναι η ενίσχυση της επιχειρηματικής λειτουργίας του τοπικού κράτους μέσα από: α) την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας των δήμων με την παράδοση του χώρου στο κεφάλαιο μέσω της μακροχρόνιας «αξιοποίησης» (99 χρόνια) οποιασδήποτε δημοτικής υπηρεσίας, πόρων και υποδομών τους β) την παραχώρηση ολόκληρων τομέων και δημόσιας γης – ακινήτων απευθείας στο ιδιωτικό κεφάλαιο ή την εμπορευματοποίησή τους από τους ίδιους τους δήμους γ) τη διευρυμένη δυνατότητα συμμετοχής του τοπικού κράτους σε νομικά πρόσωπα αναπτυξιακού χαρακτήρα και την προώθηση των Αναπτυξιακών Οργανισμών ενισχύοντας την επιχειρηματική δράση, τη σύμπραξη ιδιωτικού-δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ), την αυτόνομη διοίκηση, χρηματοδότηση και λειτουργία τους στη βάση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων δ) την επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας στ) τον κατακερματισμό του χωρικού σχεδιασμού σε όλα τα επίπεδα ε) την ενίσχυση – επέκταση των ΣΔΙΤ στη διαχείριση των απορριμμάτων, την πρωτοβάθμια υγεία, την κατασκευή και διαχείριση των σχολικών μονάδων, τα δίκτυα ηλεκτροφωτισμού στ) τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκούς ομίλους εδαφικής συνεργασίας (ΕΟΕΣ) έτσι ώστε δήμοι και περιφέρειες να ασκούν ολοκληρωμένες αναπτυξιακές πολιτικές σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο ζ) τη διεύρυνση αρμοδιοτήτων για την ενίσχυση της τοπικής επιχειρηματικότητας, όπως η παράταση του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων.
Τέταρτον, οι προϋπολογισμοί δήμων και περιφερειών παραμένουν στο πλαίσιο της «δημοσιονομικής προσαρμογής» των μηδενικών ελλειμμάτων και των ισοσκελισμένων ή/και πλεονασματικών κρατικών προϋπολογισμών. Έτσι, το σύνολο των αντιλαϊκών ρυθμίσεων δεν είναι ευκαιριακό, δεν τελειώνει με τη δήθεν «έξοδο από τα μνημόνια» ούτε υφίσταται κάποια ποσοτική χαλάρωση. Η πιστή εφαρμογή τους θα ελέγχεται από ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, σε καθεστώς επιτροπείας, μέχρι το 2060.
Βασικοί άξονες αυτής της πολιτικής είναι α) η μείωση των επιχορηγήσεων που καταβάλλει το κεντρικό κράτος σε δήμους και περιφέρειες και η οποία επιβάλεται μέσα από προγράμματα «εξυγίανσης». Είναι ενδεικτικό πως τα τελευταία χρόνια, οι λεγόμενοι ίδιοι πόροι (κυρίως προερχόμενοι από δημοτικά τέλη) απογειώθηκαν ξεπερνώντας κατά πολύ τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ). Οι επιχορηγήσεις για επισκευές και συντηρήσεις παραμένουν καθηλωμένες από το 2014, ενώ, περιορίζονται δραματικά οι δημόσιες δαπάνες από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για σημαντικές ανάγκες όπως αντιπλημμυρικά έργα, αντιπυρική προστασία, αντισεισμική θωράκιση. Β) τα έκτακτα προγράμματα ενισχύσεων (Ταμείο Ανάκαμψης, «Φιλόδημος», «Τρίτσης»), που αποτελούν στην ουσία έμμεσο δανεισμό των υπερχρεωμένων δήμων, δεν καλύπτουν κοινωνικές ανάγκες και ιεραρχημένα έργα υποδομής με βάση τις πραγματικές ανάγκες, αλλά αφορούν είτε έργα βιτρίνας είτε έργα προτεραιότητας για την ΕΕ με κριτήριο την «πράσινη μετάβαση». Γ), το ΕΣΠΑ, που αναδεικνύεται σε σχεδόν αποκλειστική πηγή χρηματοδότησης για την υλοποίηση δημόσιων έργων, κυρίως τεχνικών (οδοποιΐα, κτιριακά κ.ά), ψηφιακών, κοινωνικής πολιτικής.
Πέμπτο, σαν αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής έχουμε συρρίκνωση ή διακοπή παροχής ή παροχή έναντι αντιτίμου κρίσιμων κοινωνικών υπηρεσιών όπως παιδικοί – βρεφονηπιακοί σταθμοί, μεταφορά μαθητών, δημοτικά ιατρεία, ΚΑΠΗ, πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι», προνοιακές παροχές, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, προγράμματα μαζικού αθλητισμού, δημοτικά ωδεία κ.α. και υποκατάσταση κοινωνικών υπηρεσιών από ευκαιριακές δομές άλλου τύπου και σχετικά ανέξοδης λειτουργίας. Έτσι, στη θέση των προηγούμενων υπηρεσιών εμφανίζονται «ΚΕΠ δανειοληπτών», «ΚΕΠ υγείας» κ.α., ενώ οι όποιες παροχές περιορίζονται προς τις εντελώς αδύναμες οικονομικά κατηγορίες της «ακραίας φτώχειας», μέσω των «προγραμμάτων αλληλεγγύης». Συνολικά, εμπορευματοποιούνται κοινωνικές υπηρεσίες, μετακυλίεται το κόστος στους κατοίκους και επεκτείνεται η πολιτική της ανταποδοτικότητας, προωθείται η ιδιωτικοποίηση, όπως στη διαχείριση των απορριμμάτων.
Έκτο, η χωρική ανάπτυξη ακολουθεί ένα μοντέλο που αποθεώνει την επιχειρηματικότητα χωρίς «γραφειοκρατικά εμπόδια» με φαστ-τρακ επενδύσεις, ενώ μονιμοποιεί την «κατάσταση εξαίρεσης» και την πλήρη διευκόλυνση των επενδυτικών σχεδίων με κάθε κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος. Οι μεγάλες επενδύσεις αφορούν μια επιλεκτική ανάπτυξη βάσει του τρίπτυχου «τουρισμός, εμπόριο, αναψυχή», οδηγώντας σε έναν έντονο διαχωρισμό των «προνομιακών» περιοχών από τις «υποβαθμισμένες».
Αντιδραστική αρχιτεκτονική διακυβέρνησης
Η σχέση τοπικού κράτους, κεντρικού «επιτελικού» κράτους και θεσμών της ΕΕ
Σήμερα ωριμάζουν, παγιώνονται και ενισχύονται πολιτικές και τάσεις που είχαν διαμορφωθεί την προηγούμενη περίοδο με περιστολή του δημόσιου τομέα ή και κατάργηση στους τομείς των κοινωνικών παροχών, ενίσχυση του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, ιδιωτικοποίηση κερδοφόρων τομέων, εκποίηση δημόσιας περιουσίας και φυσικού πλούτου, αντιδραστικοποίηση του πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά την οικονομική λειτουργία και τις βασικές πολιτικές, η διασύνδεση με την ΕΕ και τις κατευθύνσεις του κεφαλαίου γίνεται ολοένα στενότερη, καθιστώντας τις πολιτικές σε τοπικό επίπεδο περισσότερο ελεγχόμενες και την οικονομική επιβίωση των δήμων ολοένα και περισσότερο εξαρτημένη από τις χρηματοδοτήσεις της ΕΕ και τον ιδιωτικό τομέα.
Διαμορφώνεται έτσι μια συνολική αρχιτεκτονική διακυβέρνησης, συγκροτημένη σε τρία επίπεδα (τοπικό κράτος, κεντρικό επιτελικό κράτος, υπερεθνικοί οργανισμοί και ιδιώτες) τα οποία βρίσκονται ταυτόχρονα σε σύνδεση αλλά και σχετική αυτοτέλεια στους ρόλους τους. Ενώ, ταυτόχρονα, προωθείται μια διαρκής διαδικασία μεταφοράς αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος: προς τα κάτω (τοπική και περιφερειακή διοίκηση), προς τα πάνω (Ε.Ε.) και προς τα έξω (ιδιώτες και τη λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών»). Αυτό άλλωστε επιβάλλει η αρχή της «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης» που συντονισμένα προωθεί η ΕΕ.
Συνολικά, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο που συγκροτείται γύρω από την ενίσχυση του τοπικού κράτους με περισσότερες αρμοδιότητες. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Κ. Μητσοτάκης στην παρουσίαση του προγράμματος «Α. Τρίτσης»: «Σήμανε η ώρα του Δήμου – πολεοδόμου, του Δήμου – τεχνολόγου, του Δήμου – μάνατζερ. Και του πετυχημένου επιχειρηματία». Με μεγαλύτερη ικανότητα πιο άμεσης ανταπόκρισης στις προτεραιότητες του κεφαλαίου, τις πολιτικές της ΕΕ και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (βλ. κατανομή κονδυλίων ΕΣΠΑ). Αυτό οδηγεί και στις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα με παγίωση και ενίσχυση του μοντέλου του δήμαρχου-περιφερειάρχη manager.
Καταρρέουν οι αυταπάτες της «λαϊκής συμμετοχής»
Ο ενισχυμένος ρόλος του τοπικού κράτους ως εργαλείο για την προώθηση των αντιλαϊκών πολιτικών, των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, των αναπτυξιακών κατευθύνσεων του κεφαλαίου και των μνημονιακών δεσμεύσεων, η ισχυρότερη εξάρτηση κρίσιμων λειτουργιών και υπηρεσιών από τις χρηματοδοτήσεις της ΕΕ (ΕΣΠΑ, χρηματοδοτικά εργαλεία κλπ), τα αντιδημοκρατικά εμπόδια και η συνολική αντιδραστική αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο αντιλήψεις που βλέπουν στους δήμους τη δυνατότητα άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής, απλά μέσω αλλαγής συσχετισμών και εκλογής φιλολαϊκών δημοτικών αρχών. Τα ιδεολογήματα περί «αποκέντρωσης σε θεσμούς πιο κοντά στον λαό», «λαϊκής συμμετοχής» και «ελέγχου από την κοινωνία των πολιτών» έχουν κύριο στόχο αφ’ ενός να χρυσώσουν το χάπι της αντιλαϊκής πολιτικής, που θα ενταθεί και σε επίπεδο τοπικού κράτους και αφ’ ετέρου να ενσωματώσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις, φιλοδοξώντας να καταστήσουν την εργαζόμενη πλειοψηφία παθητικό συνεταίρο στην εφαρμογή πολιτικών που πλήττουν τα δικά της συμφέροντα και προωθούν αυτά του κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν ακόμη πιο έντονα την επιτακτικότητα της λαϊκής συλλογικής οργάνωσης τόσο για τη διεκδίκηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων όσο και για να σπάσει η προσπάθεια να προστατευτεί από τον λαϊκό παράγοντα η θεσμική λειτουργία δήμων και περιφερειών. Και συνολικά, προβάλει πιο επιτακτικά η ανάγκη σύνδεσης της πάλης σε τοπικό επίπεδο με τη συνολική πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η σύνδεση των στόχων πάλης σε ένα δήμο ή περιφέρεια με την πάλη απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση και το επιτελικό κράτος για την ανατροπή των αντιλαϊκών πολιτικών.