Γιώργος Παυλόπουλος
Μπορεί το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου να μην αποτέλεσε συντριβή για τον Κιλιτσντάρογλου και όσους τον στήριξαν, απέδειξε όμως ότι οι πολιτικές θέσεις που προβλήθηκαν και το πρόσωπο που υιοθετήθηκε δεν συγκίνησαν την πλειοψηφία.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, όπως άλλωστε ήταν σχεδόν βέβαιο μετά τον πρώτο γύρο της 14ης Μαΐου, επανεξελέγη στην προεδρία της Τουρκίας για άλλα πέντε χρόνια. Σε συνδυασμό, δε, με την απόλυτη πλειοψηφία που διασφάλισε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με τους ακροδεξιούς συμμάχους του στο κοινοβούλιο, η κυριαρχία του πολιτικού Ισλάμ θα συνεχιστεί. Αυτή τη φορά, ωστόσο, τα πράγματα ίσως αποδειχθούν πιο δύσκολα και περίπλοκα, οδηγώντας τελικώς σε αλλαγή σελίδας στην πολιτική διαδρομή της χώρας των 85 εκατομμυρίων.
Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα και με τη συμμετοχή να παραμένει αρκετά υψηλή για τα δεδομένα της Δύσης –84,5% στον δεύτερο γύρο έναντι 88,5% στον πρώτο– ο Ερντογάν επικράτησε του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου με ποσοστό 52,2% έναντι 48,8% και περίπου 2,3 εκατομμύρια ψήφους διαφορά, που ήταν ελαφρώς μικρότερη σε σύγκριση με εκείνη προ δύο εβδομάδων. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα, ο Κιλιτσντάρογλου μπορεί να απέφυγε τη συντριβή, που πρoέβλεπαν κάποιοι εξαιτίας της απογοήτευσης και της αποσυσπείρωσης των ψηφοφόρων του, πρακτικά όμως η πολιτική του διαδρομή τελειώνει κάπου εδώ.
Το ερώτημα που τίθεται άμεσα, πλέον, είναι τι θα γίνει με τον –έτσι κι αλλιώς εύθραυστο– συνασπισμό των 6 κομμάτων της αντιπολίτευσης που τον στήριξαν, παρά τις διαφωνίες τους σε βασικά θέματα, καθώς επέλεξαν να προτάξουν το «όλοι μαζί για να φύγει ο δικτάτορας». Σύνθημα που, εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε ότι δεν συγκίνησε την πλειοψηφία των Τούρκων ούτε κατάφερε να δημιουργήσει ένα ρεύμα αλλαγής.
Το λογικό θα ήταν όλο αυτό το σύστημα (εκεί όπου συνωστίζονται κεμαλιστές, δυσαρεστημένοι ισλαμιστές και ακροδεξιοί πατριδοκάπηλοι) να αναζητήσει μια άλλου είδους, πιο ουσιαστική και βαθιά ενότητα, καθώς και μια υποψηφιότητα που θα μπορέσει να πείσει πως αποτελεί πραγματικά εναλλακτική λύση. Έτσι ώστε, με «γέφυρα» τις δημοτικές εκλογές του 2024, να επιδιώξει επιτέλους να πάρει την εξουσία. Μόνο που αυτό κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι, για πολλούς λόγους. Εξάλλου, αυτό που ονομάζεται πολιτικό Ισλάμ και κυριαρχεί εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, έχει διεισδύσει σε κάθε πτυχή του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, ακόμη και στον στρατό, αλλάζοντας ριζικά τους παλιούς συσχετισμούς. Κάτι που σημαίνει ότι, στις επόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, το σκηνικό ενδέχεται να είναι πολύ διαφορετικό.
Το ίδιο ερώτημα πρέπει να απαντηθεί, από άλλη οπτική και με βάση διαφορετικές προτεραιότητες, από την τουρκική Αριστερά και από τους Κούρδους. Όπως είναι γνωστό, σε αυτή τη διπλή αναμέτρηση έσπευσαν να στοιχηθούν πίσω από τον Κιλιτσντάρογλου –αν και όχι το CHP– υιοθετώντας σε γενικές γραμμές το σύνθημα των «6» της αντιπολίτευσης. Συνέχισαν να το κάνουν ακόμη και όταν ο Κιλιτσντάρογλου έκανε μια κυνική στροφή προς ακροδεξιές και αντιδραστικές θέσεις, προβάλλοντας ως βασικό του αίτημα πριν τον δεύτερο γύρο την απέλαση εκατομμυρίων προσφύγων, κυρίως από τη Συρία.
Η ακραία εθνικιστική στροφή του υποψηφίου της αντιπολίτευσης θέτει στο «μικροσκόπιο» και τη στάση της Αριστεράς
Αναμφίβολα, το HDP, το ΕΜΕΡ, το ΤΙΡ και άλλα κόμματα θα σκύψουν με προσοχή πάνω από το εκλογικό αποτέλεσμα και θα το αξιολογήσουν, δίνοντας ιδιαίτερη βάση και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, που προκύπτουν τόσο από τις δημοσκοπήσεις όσο και, κυρίως, από τη δική τους πολύτιμη εμπειρία. Ανάμεσα στα άλλα, στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος όσων ανήκουν στα κατώτερα και πιο υποβαθμισμένα στρώματα της κοινωνίας, στη σκληρά εκμεταλλευόμενη εργατική τάξη και τη ζώνη της απόλυτης φτώχειας, έριξαν και αυτή τη φορά την ψήφο τους στον Ερντογάν και το ΑΚΡ, παρά την άγρια καταστολή και το εκρηκτικό έλλειμμα δημοκρατίας. Δίνοντας, έτσι, συνέχεια στην ταξική ηγεμονία του σε εκείνη τη ζώνη που, θεωρητικά, θα έπρεπε να αποτελεί το προνομιακό πεδίο για την Αριστερά — η οποία, όμως, «έδωσε το χέρι» στο απέναντι στρατόπεδο, που φάνηκε να αντλεί στήριξη κυρίως από τα μεσαία να ανώτερα στρώματα.
Ακόμη κι έτσι, πάντως, τα επόμενα χρόνια θα σφραγιστούν από ένταση της ταξικής πάλης σε πολλά μέτωπα. Άλλωστε, το αφήγημα του «Αιώνα της Τουρκίας» είναι φανερό πως δεν αφορά το σύνολο των λαών της, αλλά το κεφάλαιο και τους συμμάχους του.
Evrensel: Παταγώδης αποτυχία της αντιπολίτευσης
«Η προσπάθεια της αστικής αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία του CHP (του κόμματος του Κιλιτσντάρογλου) να επικρατήσει του Ερντογάν με τα δικά του όπλα απέτυχε για μια ακόμη φορά», σημειώνει σχόλιο για το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία που δημοσιεύτηκε στην Evrensel. Την αιτία αποδίδει, ανάμεσα στα άλλα, στο γεγονός ότι υπήρχε η εκτίμηση πως η πλειοψηφία του λαού ενστερνίζεται εθνικιστικές-συντηρητικές απόψεις.
Στο ίδιο άρθρο τονίζονται επίσης τα εξής: «Παρά το γεγονός ότι ζούμε σε μια από τις χειρότερες περιόδους φτώχειας για τη χώρα, ενώ η στάση της κυβέρνησης μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου προκάλεσε μεγάλο πόνο σε εκατομμύρια ανθρώπους, η αστική αντιπολίτευση συστηματικά απέφευγε να οργανώσει τα αιτήματα των εργαζομένων και τον αγώνα για τα δικαιώματά τους. Κι αυτό επειδή θεωρούσε επικίνδυνο για το δικό της πολιτικό πρόγραμμα το να ξεπεραστεί η ταυτοτική πόλωση, μέσω της οργάνωσης και του αγώνα των εργαζομένων. Έτσι, οποτεδήποτε ξεσπούσε ένας αγώνας που θα μπορούσε να ενώσει ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, καλούσε να σταματήσει, να μην υπάρξουν προβοκάτσιες και να περιμένουν όλοι τις κάλπες».
Το ίδιο άρθρο διαπιστώνει, όσον αφορά τη στάση των εκατομμυρίων Κούρδων ψηφοφόρων και το γεγονός ότι ο Ερντογάν καταψηφίστηκε μαζικά στις επαρχίες της ΝΑ Τουρκίας όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, ότι «παρά τη μικρή μείωση των ψήφων (του Κιλιτσντάρογλου) στις εκλογές της 28ης Μαΐου, εξαιτίας της σοβινιστικής ρητορικής που υιοθέτησε η αντιπολίτευση […] ο κουρδικός λαός απέδειξε ότι παραμένει και θα συνεχίσει να είναι ένας σημαντικός παράγοντας της μάχης για να υπάρξει ένα δημοκρατικό μέλλον για τη χώρα». Τέλος, ξεκαθαρίζει ότι «το αποτέλεσμα των εκλογών δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως το τέλος ή η ήττα του αγώνα, […] καθώς ο δρόμος μπροστά είναι δύσκολος στην προσπάθεια να κερδηθεί το μέλλον».