Σταύρος Μαυρουδέας* / αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών
Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους προβλήθηκε από τα συστημικά κέντρα ως ένα από τα δύο γενεσιουργά αίτια της ελληνικής κρίσης του 2010. Η Μαρξιστική προσέγγιση έχει δείξει ότι αυτή η επίσημη ερμηνεία που βασίζεται στα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) είναι αβάσιμη και υποκριτική. Αγνοεί τις θεμελιώδεις αντιφάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης (φθίνουσα κερδοφορία κλπ.) και μετατρέπει τις μορφές εμφάνισης σε αιτία του προβλήματος. Όμως, εκτός από αβάσιμη η επίσημη ερμηνεία είναι και υποκριτική καθώς στοχοποιεί ως αίτιους της κρίσης τους εργαζόμενους (και όχι την αστική τάξη) και φυσικά φορτώνει σ’ αυτούς τα βάρη της επίλυσης της. Με αυτή την έννοια, οι εξελίξεις στα δύο αυτά μεγέθη (δημόσιο χρέος και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) είναι σημαντική καθώς η επιδείνωση τους σηματοδοτεί ότι το σύστημα θα πάρει και νέα μέτρα σε βάρος της μεγάλης εργαζόμενης πλειονότητας της χώρας μας.
Είναι γνωστό ότι, όσον αφορά το δημόσιο χρέος, αυτό έχει αυξηθεί δραματικά σε απόλυτο μέγεθος και έχει περάσει τα 400 δισ. ευρώ.
Είναι επίσης γνωστό ότι, λόγω του αυξημένου πληθωρισμού (που αυξάνει τον παρονομαστή), ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ έχει μειωθεί.
Η μείωση του λόγου είναι επίπλαστη και συγκαλύπτει την ουσία του προβλήματος.
Είναι επίσης γνωστό ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει μία σημαντική επιδείνωση από τα τέλη του 2022. Αν αφήσουμε στην άκρη τις μυωπικές επίσημες ερμηνείες, η Μαρξιστική οικονομική ανάλυση δείχνει ότι η επιδείνωση αυτή οφείλεται στα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που προέρχονται από τον τρόπο ένταξης της (ως φτωχού συγγενή) στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Χαρακτηριστικά, και η παραμικρή αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας ή/και των εισαγωγών συνεπιφέρει την αύξηση των εισαγωγών (κυρίως ενδιάμεσων εισροών).
Ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός και τα ασφαλιστικά ταμεία
Υπάρχει όμως άλλο ένα ζήτημα που ουσιαστικά «θάβεται» στην επίσημη συστημική συζήτηση. Πρόκειται για τον ενδοκυβερνητικό δανεισμό, δηλαδή την χρήση πλεονασμάτων των φορέων της γενικής κυβέρνησης για την αγορά δανειακών τίτλων της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτή είναι μία παλιά τακτική τόσο των ελληνικών όσο και των ξένων κυβερνήσεων, που οδηγεί στο να εμφανίζεται το χρέος της γενικής κυβέρνησης να είναι χαμηλότερο από το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης. Δηλαδή, με τον τρόπο αυτό γίνεται ένα «θεμιτό» μασάζ στο επίπεδο του δημόσιου χρέους. Τα τελευταία χρόνια η κύρια μορφή του ενδοκυβερνητικού δανεισμού δεν είναι με ομόλογα αλλά είναι με repos. Ιδιαίτερα τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων χρησιμοποιούνται συστηματικά για τέτοιες συναλλαγές.
Πρόσφατα, ο Αλ. Παπαδόπουλος υποστήριξε ότι ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός από φορείς της γενικής κυβέρνησης έφθασε το 2022 τα 46,7 δισ. ευρώ. Φυσικά, η παρέμβαση του ήταν πλήρως εκ του πονηρού γιατί η όλη επιχειρηματολογία του στόχευε στο να μην υπάρξουν έστω και μηδαμινές μισθολογικές αυξήσεις.
Επίσης, σε πρόσφατο άρθρο του ο Γ. Σταθάκης υποστήριξε ότι το ύψος του ενδοκυβερνητικού δανεισμού έχει φθάσει τα 37 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση – και επειδή τα δημόσια επίσημα στατιστικά στοιχεία είναι εξόχως συγκαλυπτικά όσον αφορά το ακριβές ύψος του ποσού – γνωρίζουμε ότι ο ενδοκυβερνητικός δανεισμός έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία και ότι αφορά ιδιαίτερα τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων. Ενδεικτικά, τα repos συνολικά έχουν εκτιναχθεί από 49 δισ. το 2022 σε 51 δισ. το 2023.
Στο ζήτημα αυτό παρενέβη ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας προσπαθώντας να εξωραΐσει την κατάσταση και δηλώνοντας ότι «η αύξηση του ενδοκυβερνητικού χρέους αποτελεί απολύτως θετική εξέλιξη» διότι δεν δανειζόμαστε από τις ξένες αγορές. Πρόκειται για μία επιεικώς εκκεντρική τοποθέτηση από ένα θεσμικό υποστηρικτή της ανοικτής οικονομίας και των υποτιθέμενων καλών της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης. Θα άξιζε να θυμίσει κανείς την κριτική της ομόσταυλης με τον Γ. Στουρνάρα Μιράντας Ξαφά που το 2015 ξεσπάθωνε κατά του ΣΥΡΙΖΑ για την ίδια ακριβώς διόγκωση του ενδοκυβερνητικού δανεισμού και η οποία υποστήριζε ότι ο τελευταίος αποτελεί κρυμμένο δημόσιο χρέος.
Αφήνοντας όμως στην άκρη τις συστημικές κοκορομαχίες, πρέπει να επισημανθεί ότι σε χώρες ευάλωτες δημοσιονομικά η πρακτική του ενδοκυβερνητικού δανεισμού βάζει σε κίνδυνο την ανθεκτικότητα των φορέων που δανείζουν την κεντρική κυβέρνηση.
Μία πρόσφατη απόφαση της διοίκησης του ΕΦΚΑ μάλλον επιβεβαιώνει το παραπάνω σενάριο. Συγκεκριμένα, προβλέπει την ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Επικουρικού Ταμείου (ΕΤΕΑΕΠ) συνολικού ύψους 155 εκ. ευρώ, ώστε να βρεθεί ρευστότητα για να καταβληθούν οι επικουρικές συντάξεις Ιουνίου – Ιουλίου.
Η υποκρισίες των συστημικών και παρα-συστημικών κομμάτων και η ανάγκη μίας επαναστατικής διεξόδου
Το ζήτημα του χρέους και του ενδοκυβερνητικού δανεισμού δείχνει το αδιέξοδο του ευρωμονόδρομου στον οποίο όλα τα συστημικά και παρα-συστημικά κόμματα έχουν εγκλωβίσει την χώρα. Χωρίς την έξοδο από τον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας (και το σάπιο παραγωγικό υπόδειγμα που αυτός έχει υπαγορεύσει) και τον στενό κορσέ της Κοινής Αγοράς και της Ευρωζώνης το μέλλον της χώρας και των εργαζόμενων είναι μαύρο.
Φυσικά, η κυβέρνηση της ΝΔ συμμετέχει περήφανα στον ευρωμονόδρομο και απλά κάνει επιδέξια «δημιουργική λογιστική» που κρύβει τα προβλήματα και βέβαια ευνοεί το κεφάλαιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα κόλπα για να δείξει μία ανάπτυξη (με πήλινα πόδια) και να ξεπεράσει τις εκλογές. Μετά «κάθε κατεργάρης θα καθίσει στον πάγκο του», δηλαδή οι εργαζόμενοι θα κληθούν να πληρώσουν τα σπασμένα άλλων.
Ο ανερμάτιστος ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχθεί πλήρως τον ευρωμονόδρομο και υποκρίνεται την αναζήτηση μίας ανύπαρκτης προοδευτικής εκδοχής του. Στο συγκεκριμένο ζήτημα ψελλίζει κουβέντες, χωρίς συνοχή και χωρίς να θίγει την ουσία του προβλήματος. Άλλωστε και αυτός έκανε την ίδια «δημιουργική λογιστική» το καλοκαίρι του 2015 (όταν η ΕΚΤ έκλεισε την στρόφιγγα του μηχανισμού ELA [Emergency Liquidity Assistance]) αλλά και στη συνέχεια το 2016.
Το ΚΚΕ διαμαρτύρεται για διάφορα επιμέρους ζητήματα και επιπτώσεις του χρέους αλλά με κυριολεκτικά σχιζοφρενή τρόπο δεν συγκροτεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα αντιμετώπισης του προβλήματος καθώς ανάγει τα πάντα στο σοσιαλισμό, για τον οποίο όμως δεν θεωρεί ώριμες τις συνθήκες έλευσης του. Το αποτέλεσμα είναι οι διαμαρτυρίες του να είναι κενές περιεχομένου και προοπτικής και να καταλήγουν σε φθηνές επικλήσεις εκλογικής ενίσχυσης. Καταλήγει μάλιστα να υπερακοντίζει πολλές φορές τα βασικά συστημικά κόμματα με δηλώσεις του τύπου ότι η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ σήμερα θα ήταν καταστροφή.
Τα παρασυριζαίικα προσωποπαγή πολιτικά μορφώματα (Βαρουφάκης και Κωνσταντοπούλου) επιδίδονται σε φαιδρές πολιτικές πιρουέτες.
Ο Γ. Βαρουφάκης είναι ψάχνει να βρει την ανύπαρκτη «ευρωπαϊκή ρεαλιστική ανυπακοή» επιδιδόμενος σε αριστεροδεξιά σενάρια επιστημονικής φαντασίας (όπως το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ). Φωνασκεί για φαιδρότητες όπως «χρεοδουλαπαροικία» (για να μην ψελλίσει την καταραμένη λέξη «καπιταλισμός»). Στο ζήτημα του ενδοκυβερνητικού δανεισμού είναι και ο ίδιος υπόλογος γιατί στην κυβερνητική του θητεία χρησιμοποιήθηκαν ανάλογες μεθοδεύσεις.
Η Ζ. Κωνσταντοπούλου αναλίσκεται σε απολίτικες καρδούλες και πονηρούς εναγκαλισμούς με συστημικά κέντρα αφήνοντας στην άκρη όλο το παλιό θέατρό της περί διαγραφής του χρέους.
Τα ακροδεξιά ψευδο-αντισυστημικά μορφώματα καταγγέλλουν γενικώς και αορίστως την «ξένη ακρίδα» και τους μνημονιακούς περιορισμούς χωρίς να εστιάζουν σε συγκεκριμένα ζητήματα. Άλλωστε, όπως έχει δείξει και το τρέχον πρότυπο τους, η κρυπτο-φασίστρια Ιταλίδα Μελόνι, όταν συμμετάσχουν στην εξουσία γίνονται οι πιο πειθήνιοι συμπαίκτες του ευρωιερατείου.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί τον μόνο πολιτικό χώρο στη Αριστερά που με συνέπεια αναδεικνύει το ζήτημα του χρέους και τις επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία αλλά και στην καθημερινότητα των εργαζόμενων. Προτείνει ένα μεταβατικό πρόγραμμα που ξεκινά σήμερα με την ρήξη με τον ευρωμονόδρομο και την έξοδο από την ΕΕ και την Ευρωζώνη και προχωρά στη ριζική αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Αυτή είναι η μόνη εναλλακτική στρατηγική απέναντι σ’ αυτήν του ευρωμονόδρομου. Είναι και η μόνη που μπορεί να φέρει ένα καλύτερο μέλλον – μακριά από «δημιουργικές λογιστικές» – για την μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία της χώρας μας.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Ανατολική Αττική