Σταύρος Μαυρουδέας, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Ανατολική Αττική
Το ζήτημα της φορολογικής πολιτικής κυριαρχεί στην εντελώς ανούσια προεκλογική αντιπαράθεση μεταξύ των συστημικών κομμάτων: ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ψέλλισαν για κάποια φορολόγηση του κεφαλαίου και η ΝΔ τους κατακεραύνωσε ως «μπολσεβίκους». Όλη αυτή η υποκριτική αντιπαράθεση εστίασε και στο ποιός ωφελεί και ποιός βλάπτει τη «μεσαία τάξη», δηλαδή ένα αντιεπιστημονικό προπαγανδιστικό κατασκεύασμα που δεν αποτελεί τάξη αλλά πιπιλίζεται από τους συστημικούς κονδυλοφόρους ακριβώς για να κρύψει κάθε ταξική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η τελευταία απαρτίζεται από την αστική και την εργατική τάξη αλλά και εκτεταμένα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα (συνήθως με ελευθεροεπαγγελματική απασχόληση) και όχι από μία μυθοπλαστική «μεσαία τάξη».
Πίσω από τους εικονικούς σκυλοκαβγάδες, όλες οι κυβερνήσεις των συστημικών κομμάτων έχουν κοινή και διαχρονική ευθύνη για το εξαιρετικά ταξικό ελληνικό φορολογικό σύστημα, που ευνοεί το κεφάλαιο (παρέχοντας του σκανδαλώδεις δυνατότητες φοροαπαλλαγών και φοροαποφυγής, με πιο κραυγαλέες τη μη-φορολόγηση του εφοπλιστικού κεφαλαίου) και φορτώνει τα φορολογικά βάρη στους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα, κυρίως από τον εμφύλιο πόλεμο, χαϊδεύει τα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα (δίνοντας τους δυνατότητες φοροδιαφυγής) για να τα κρατά μέσα στο αστικό μπλοκ εξουσίας. Όμως, από την κρίση του 2010 και μετά, η ελληνική ιδιομορφία των εκτεταμένων μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων απειλείται από το ίδιο το κεφάλαιο (και κυρίως τους πάτρωνες της ΕΕ) με προλεταριοποίηση. Η μνημονιακή προσπάθεια αύξησης των φορολογικών εσόδων για να μειωθεί το δημόσιο χρέος περνά μέσα από το κυνήγι της φοροδιαφυγής των στρωμάτων αυτών. Μάλιστα οι προτάσεις Κατρούγκαλου μάλλον δεν ήταν αστοχία αλλά «λαγός» για τις απαιτήσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Βέβαια, η φορολογία των στρωμάτων αυτών έχει ταλαντεύσεις γιατί το εγχώριο σύστημα τρέμει την πρόωρη διάρρηξη της συμμαχίας μαζί τους.
Το 2019 το 82% των φόρων προερχόταν από μισθούς και συντάξεις, το 9% από εισοδήματα από ακίνητα και το υπόλοιπο 9% από επιχειρηματική δραστηριότητα, κεφάλαιο (μερίσματα κ.λπ.) και από τους αγρότες
Ο μεγάλος χαμένος του ελληνικού φορολογικού συστήματος είναι οι εργαζόμενοι, που πληρώνουν το μεγάλο μέρος της φορολογίας. Χαρακτηριστικά, το 2019, το 82% προερχόταν από μισθούς και συντάξεις, το 9% από εισοδήματα από ακίνητα και το υπόλοιπο 9% από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο (μερίσματα κ.λπ.) και από τους αγρότες. Οι μισθωτοί είναι οι μόνοι που δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα και επίσης πλήττονται βαρύτερα από τον πληθωρισμό και την υπεροχή των έμμεσων έναντι των άμεσων φόρων. Αντίθετα το κεφάλαιο φοροαποφεύγει (όταν δεν φοροδιαφεύγει) και τα μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα φοροδιαφεύγουν συστηματικά.
Συνεπώς, το ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι βαθύτατα αντιστρόφως προοδευτικό (δηλαδή φορολογεί περισσότερο τους φτωχότερους και λιγότερο τους πλουσιότερους). Αυτό προκύπτει από δύο βασικά στοιχεία του. Πρώτον, οι έμμεσοι φόροι υπερτερούν πάντα των άμεσων φόρων σε όλη την ιστορική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού. Μάλιστα ο ρόλος τους ενισχύθηκε κατά την οικονομική κρίσης, καθώς το μερίδιο των έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 13,9% το 2009 σε 17,5% το 2019. Αντίστοιχα, ο λόγος άμεσων/έμμεσων φόρων μειώθηκε από 0,74 το 2009 σε 0,56 το 2019 έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου 0,981. Η έμμεση φορολογία είναι άδικη και αντίστροφα προοδευτική γιατί τα φτωχότερα στρώματα καταναλώνουν περισσότερο από το εισόδημα τους (έχουν υψηλή οριακή ροπή προς κατανάλωση) και συνεπώς επιβαρύνονται περισσότερο. Επιπλέον, δεν επιδέχονται κοινωνικά κριτήρια (π.χ. εξαίρεση ενός ελάχιστο όριο συντήρησης), χρησιμοποιούν αναλογικούς και όχι προοδευτικούς φορολογικούς συντελεστές (και επομένως λειτουργούν αντιστρόφως προοδευτικά) και, τέλος, μετακυλίονται εύκολα από τον πωλητή στον καταναλωτή.
Δεύτερον, ακόμη και οι άμεσοι φόροι έχουν διαχρονικά άμβλυνση της προοδευτικότητας τους καθώς οι συστημικές κυβερνήσεις μειώνουν τη φορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων. Η προοδευτική φορολογία εισοδήματος εξαντλείται σε πολύ μικρό εύρος εισοδημάτων (ο ανώτατος συντελεστής είναι ο ίδιος για 40.000 και για 400.000). Επιπλέον, η φορολογία των επιχειρήσεων είναι προκλητικά χαμηλή. Συγκεκριμένα, τα διανεμόμενα κέρδη φορολογούνται με τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή μερισμάτων (5%) μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση τη Λετονία). Ενδεικτικά, η Ιρλανδία έχει 51%, η Ν. Κορέα 44%, η Δανία 42%, η Βρετανία 39%. Το ίδιο συμβαίνει και στη συνολική φορολογία των κερδών, με την Ελλάδα να έχει την τέταρτη χαμηλότερη στον ΟΟΣΑ (25.9%), ενώ η Ν. Κορέα έχει 59%, η Ιρλανδία 57%, η Δανία 55%, η Γαλλία 51% και η Γερμανία 50%. Συγκριτικά, το εισόδημα από μισθωτή εργασία φορολογείται με συντελεστή 25% (πάνω από 20.000), με 36% (πάνω από 30.000), με 44% (πάνω από 40.000).
Σχετικά με τον προεκλογικό συστημικό σκυλοκαβγά για τη φορολόγηση του κεφαλαίου, όλοι ευνόησαν το
κεφάλαιο, μειώνοντας τον συντελεστή φορολόγησης κερδών: ο ΣΥΡΙΖΑ από 15% σε 10% (το 2019) και ακολούθως η ΝΔ σε 5%. Επίσης, οι όψιμοι «φίλοι του λαού» (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) μιλούν για έκτακτη (και όχι μόνιμη) φορολόγηση των υπερκερδών (λόγω πληθωρισμού). Πιο πονηρά, η ΝΔ μείωσε λίγο τους άμεσους φόρους (που φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού) και –μέσω του πληθωρισμού– αύξησε τους έμμεσους φόρους (που φαίνονται εκ των υστέρων). Αντίθετα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υπερακοντίζοντας τις μνημονιακές απαιτήσεις, αύξησε την άμεση φορολογία των μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων για να κάνει υπερπλεονάσματα και να δώσει βραχύβια ψίχουλα (σαν τα κουπόνια της ΝΔ) στα πιο εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα.
Εξίσου υποκριτική είναι η δήθεν φιλοαναπτυξιακή πρόταση περί μείωσης της φορολογίας των μη διανεμόμενων κερδών γιατί έτσι θα γίνουν επενδύσεις. Είναι γνωστό ότι με τον τρόπο αυτό οι μεγαλομέτοχοι γδύνουν τους μικρομέτοχους ενώ δεν κάνουν επενδύσεις αλλά διοχετεύουν τα κεφάλαια τους σε χρηματοοικονομικές τοποθετήσεις (ιδιαίτερα στο εξωτερικό). Οι εργαζόμενοι σήκωσαν τα υπέρογκα φορολογικά βάρη που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια. Συγκεκριμένα, οι φόροι την περίοδο 2009-2019 αυξήθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 8,5 μονάδες (η μεγαλύτερη αύξηση μέσα στον ΟΟΣΑ, όπου ο μέσος όρος ήταν μικρότερος των 2 μονάδων).
Επίσης, σηκώνουν το μεγάλο βάρος του πληθωρισμού που ενίσχυσε τους έμμεσους φόρους. Απέναντι στις
σκιαμαχίες των συστημικών κομμάτων, τις αριστεροδεξιές ονειροφαντασίες Βαρουφάκη και την προγραμματική αφασία του ΚΚΕ, η επαναστατική Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αγωνίζεται για την ουσιαστική μείωση της φορολογίας των εργαζομένων και τη δραστική αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου.