Βασίλης Τσιράκης
Μια ταινία για τον καθημερινό αγώνα των «από κάτω» στα χρόνια των πλειστηριασμών και της στεγαστικής επισφάλειας.
«Δέκα ευρώ», είναι η απάντηση του έφηβου γιου, στην παράκληση του πατέρα του να τον βοηθήσει να μεταφέρει μια φιάλη υγραερίου σε μια φτωχή μετανάστρια. Η κυνική αυτή στάση του έφηβου στη συγκεκριμένη σκηνή είναι ένα δείγμα του τρόπου που επιλέγει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας να αποδώσει τη σύγχρονη βάρβαρη πραγματικότητα.
Ο αργεντινο-ισπανός Χουάν Ντιέγκο Μπότο, έχοντας ως όχημα τέσσερις παράλληλες ιστορίες, επιλέγει να τις συνδέσει μεταξύ τους, όχι μόνο εννοιολογικά, αλλά και σεναριακά, αποφεύγοντας έτσι να κάνει την ταινία σπονδυλωτή. Ένας ακτιβιστής δικηγόρος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην στήριξη των φτωχών και των αδύναμων, αναγκάζεται να βάλει σε δεύτερη μοίρα τόσο τη σχέση με τη γυναίκα του, με την οποία περιμένει το πρώτο τους παιδί, όσο και με τον θετό γιο του. Μια εργάτρια σε σουπερ μάρκετ μετά την απόλυση του άνδρα της δίνει μόνη της τον αγώνα να σώσει το σπίτι της από τον πλειστηριασμό, ενώ ο ίδιος μένει απαθής θεωρώντας πως οι κινητοποιήσεις αυτές δεν έχουν κανένα νόημα. Μια μετανάστρια που για να τα βγάλει πέρα δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, κινδυνεύει να της πάρει η Πρόνοια το παιδί της, γιατί αναγκάζεται να το αφήσει μόνο του στο σπίτι.
Μια ηλικιωμένη, περιμένοντας να της κάνουν έξωση, προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον γιο της που κάνει δουλειές του ποδαριού, για να τον απαλλάξει από το βάρος των τύψεων για το γεγονός της έξωσης. Οι παραπάνω τέσσερις ιστορίες με κοινό παρονομαστή την κρίση του θεσμού της οικογένειας, συγκροτούν μια πολυδιάστατη θεματική με κεντρικούς σεναριακούς άξονες την εργασία, την φτώχεια, την εκμετάλλευση και την μετανάστευση.
Με αυτή την πολυδιάστατη θεματική ο Χουάν Ντιέγκο Μπότο στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του επιλέγει να μας μιλήσει για τον αγώνα επιβίωσης των κάτω, δίνοντας μας μια «φέτα» της ζωής τους που διαρκεί μόλις ένα 24ωρο. Η νατουραλιστική αυτή προσέγγιση στα όρια του ντοκιμαντέρ, μια που απουσιάζουν οι κλασσικοί κανόνες της δραματουργίας, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, υποστηριζόμενη με έντεχνο τρόπο από τη σκηνοθεσία. Με την κάμερα στο χέρι να «τρέμει», αλλά και τις ασύμμετρες κινήσεις της όταν βρίσκεται στον άξονά της, ο Μπότο αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τόσο την αγωνία και το άγχος της επιβίωσης όσο και τους εξοντωτικούς ρυθμούς της καθημερινής ζωής των «κάτω», κρατώντας σε εγρήγορση τον θεατή.
Το σενάριο με δυνατά του σημεία τους απόλυτα πειστικούς διαλόγους και την ανάπτυξη των δυο βασικών χαρακτήρων, που υποδύονται ο Λουίς Τοσάρ και η Πενέλοπε Κρουζ, δεν μένει μόνο σε μια ανθρωπιστική προσέγγιση του θέματος αλλά, αποφεύγοντας έντεχνα τόσο το μελό όσο και τον διδακτισμό, προβάλει τη δράση του κινήματος κατά των πλειστηριασμών αναδεικνύοντας τις αξίες της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας και του ανυποχώρητου αγώνα που καταλήγει σε σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής.