Μαριάννα Τζιαντζή
Όπως μάθαμε να ζούμε ή να επιζούμε με τον κορονοϊό, με τη θηριώδη ακρίβεια, με το λιγότερο κράτος πρόνοιας, με τις εξοργιστικές
πολεμικές δαπάνες και διευκολύνσεις, έτσι μας εκπαιδεύουν να ζούμε με το «μεταναστευτικό πρόβλημα», όπως επίσημα το χαρακτηρίζουν
Λένε ότι στον κόλπο της Πύλου, όταν η θάλασσα είναι γαλήνια, μπορεί κανείς να διακρίνει κάποια απομεινάρια των βυθισμένων πλοίων του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που ηττήθηκε εκεί το 1827, στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, από τους ενωμένους στόλους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Όμως, όσο γαλήνια και αν είναι η θάλασσα ανοιχτά της Πύλου, κανείς δεν θα μπορέσει να δει το κουφάρι του αλιευτικού σκάφους που βυθίστηκε στο «πιο βαθύ σημείο» της περιοχής και η ανέλκυσή του θεωρείται οικονομικά ασύμφορη και άρα αδύνατη. Κατά πόσο αυτό το φριχτό ναυάγιο σκίασε τις δύο τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες; Κατά πόσο θα επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα; Λιγότερο, πάντως, από ό,τι το επηρέασε η τραγωδία των Τεμπών, η οποία, σύμφωνα με τις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, βρισκόταν στις τελευταίες θέσεις των ζητημάτων που καθόρισαν τις επιλογές των ψηφοφόρων στις 21 Μαΐου (μαζί με τις παρακολουθήσεις). Ας μην αναμένουμε, λοιπόν, τεκτονικές μετατοπίσεις.
Γι’ αρκετά χρόνια, η φράση «θα γίνει Φαλκονέρα» σήμαινε θα γίνει χαμός, θα γίνει χαλασμός. Ήταν μια αναφορά στην ακατοίκητη βραχονησίδα στο Μυρτώο πέλαγος, όπου το 1966 συνέβη ένα πολύνεκρο ναυάγιο. Ένα επιβατηγό-οχηματαγωγό σκάφος, που είχε αποπλεύσει από τα Χανιά με προορισμό τον Πειραιά, βυθίστηκε λόγω «μετατόπισης φορτίου», όπως και το αλιευτικό ανοιχτά της Πύλου, μόνο που εκείνο το παλιό φορτίο ήταν άψυχο: ένα φορτηγό-ψυγείο 25 τόνων, που δεν είχε ασφαλιστεί σωστά και βροντούσε μανιασμένα στα τοιχώματα του σκάφους. Από τους περίπου 350 επιβάτες και πλήρωμα, διασώθηκαν 47, βρέθηκαν 25 σοροί και πάνω από 270 ήταν οι παντοτινά αγνοούμενοι.
Το ναυάγιο στη Φαλκονέρα συγκλόνισε το πανελλήνιο και έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της ασφάλειας των θαλάσσιων ταξιδιών. Έλληνες ήταν αυτοί που χάθηκαν και όχι βασανισμένοι πρόσφυγες που γύρευαν μια υποφερτή ζωή στη Δύση. Ο χαμός εκατοντάδων ανθρώπων ανοιχτά της Πύλου δεν αφύπνισε τα αντιρατσιστικά, ανθρωπιστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις έφερε στην επιφάνεια, με σφοδρότητα, με κυνισμό και μίσος, τον υφέρποντα ρατσισμό, την ξενοφοβία και τον εθνικισμό. Ναι, σημειώθηκαν δείγματα αλληλεγγύης προς τους θαλασσοδαρμένους επιζώντες και εναντίωσης στην Ευρώπη-φρούριο, έγιναν κάποιες διαδηλώσεις καταγγελίας, όμως αυτά τα δείγματα δεν έδωσαν τον γενικό τόνο. Αυτό το ναυάγιο ναι μεν πυροδότησε φραστικές κόντρες μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν άλλαξε το γενικότερο πολιτικό κλίμα όπως οδεύουμε προς τις εκλογές. Ο φράχτης δεν έχει υψωθεί μόνο στον Έβρο: αόρατους αλλά απροσπέλαστους ιδιωτικούς φράχτες στήνουν πολλοί γύρω από τον μικρόκοσμό τους. «Βρέθηκε άλλη μία, βρέθηκαν άλλες δύο σοροί. Αδύνατο να καθοριστεί το φύλο τους ή η εθνικότητά τους»: μικρές ειδήσεις που δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα, καθώς η φρίκη γίνεται κομμάτι μιας παράλογης «κανονικότητας» μακρινό πάντως κομμάτι.
Ο φράχτης δεν έχει υψωθεί μόνο στον Έβρο: αόρατους αλλά απροσπέλαστους ιδιωτικούς φράχτες στήνουν πολλοί γύρω από τον μικρόκοσμό τους
Οι διακινητές («άθλιους και καθάρματα» τους χαρακτήρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης) είναι ένα βρόμικο γρανάζι σε έναν τεράστιο υπερεθνικό μηχανισμό εκμετάλλευσης της ανθρώπινης απόγνωσης και η επίρριψη της ευθύνης αποκλειστικά σ’ αυτούς είναι τουλάχιστον παραπλανητική. Είναι σαν να καταγγέλλουμε τα μέλη του των εκτελεστικών αποσπασμάτων που στη μεταπολεμική Ελλάδα θανάτωσαν εκατοντάδες λαϊκούς αγωνιστές και να αφήνουμε στο απυρόβλητο την ύπαρξη της θανατικής ποινής και τα έκτακτα στρατοδικεία, καθώς και τις δεξιές μεταπολεμικές κυβερνήσεις εκείνης της εποχής που νομοθέτησαν και επέβαλαν αυτές τις κτηνώδεις πρακτικές.
Το πασίγνωστο τραγούδι «Σαν πεθάνω στο καράβι», που ερμήνευσε εξαίσια η Σωτηρία Μπέλλου, είναι ένας ύμνος στη λεβεντιά που περιφρονεί τον θάνατο. («Άιντε σαν πεθάνω στο βαπόρι/ ρίχτε με μες στο γιαλό/ να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αλμυρό νερό».) Όμως τα εκατοντάδες θύματα του ναυαγίου ανοιχτά της Πύλου δεν ζήτησαν τέτοιο θάνατο, να ζήσουν χωρίς πείνα, φόβο και πολέμους ήθελαν. Αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή διεκδίκησαν οι «εισβολείς», όπως κατά καιρούς έχουν χαρακτηριστεί οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.
Όπως μάθαμε να ζούμε ή να επιζούμε με τον κορονοϊό, με τη θηριώδη ακρίβεια, με το λιγότερο κράτος πρόνοιας, με τις εξοργιστικές πολεμικές δαπάνες και διευκολύνσεις, έτσι μας εκπαιδεύουν να ζούμε με το «μεταναστευτικό πρόβλημα», όπως επίσημα το χαρακτηρίζουν. Πάντως, πανάκριβες εκδρομές-εξερευνήσεις με κάποιο βαθυσκάφος τύπου ΟceanGate στα ανοιχτά της Πύλου και σε άλλα σημεία πολύνεκρων ναυαγίων στη Μεσόγειο μάλλον δεν πρόκειται στο εγγύς μέλλον να οργανωθούν. «Τα μαύρα τα ψάρια και το αλμυρό νερό» δεν διευκολύνουν την ύπαρξη τέτοιων επισκέψιμων ενάλιων μνημείων. Αυτές οι μαύρες σελίδες, σελίδες της ντροπής, δεν προσφέρονται για τουριστική αξιοποίηση. Όποιος θέλει ας ρίξει ένα στεφάνι ή λίγα λουλούδια στη θάλασσα κι έτσι θα ζούμε εμείς καλά κι αυτοί καθόλου.