Γιώργος Μιχαηλίδης
Το ρεύμα της σιωπηρής Μεγάλης Παραίτησης δίνει τη θέση του σε τάσεις εμφάνισης ενός κύματος έκδηλης δυσφορίας στους εργασιακούς χώρους. Αυτό τουλάχιστον αναφέρεται σε πρόσφατες έρευνες επίσημων φορέων όπως η Bank of America.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ το κύμα παραιτήσεων που εμφανίστηκε σε συνδυασμό με την πανδημία της Covid-19 φαίνεται να τελειώνει, πολλοί εργαζόμενοι εξακολουθούν εμμέσως να δηλώνουν πως δεν είναι «εκεί». Το αίσθημα του ανικανοποίητου που περιγράφουν οι περισσότεροι από τους 60.000 συμμετέχοντες στην έρευνα σχετίζεται, κατά τα λόγια των ιδίων, στο μεγάλο άγχος που βιώνουν εξαιτίας των χαμηλών μισθών, του υψηλού φόρτου και των πολλών ωρών εργασίας, καθώς και της έλλειψης προοπτικής μισθολογικής ανέλιξης. Μάλιστα, αρκετοί εργαζόμενοι βρέθηκαν να νοσταλγούν την εποχή της πανδημίας και της εργασίας από το σπίτι καθώς, όπως δηλώνουν, είχαν την ευκαιρία να περνούν περισσότερο χρόνο με την οικογένειά τους, ενώ γλίτωναν την ταλαιπωρία της μετακίνησης από και προς τη δουλειά αλλά και την ψυχοφθόρα άμεση επαφή με τους ανωτέρους τους.
Από την πλευρά της εργοδοσίας, η μειωμένη εργασιακή «αφοσίωση» υπολογίζεται ότι κοστίζει γύρω στα 500 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ, εξαιτίας του γεγονότος ότι επιφέρει μείωση της παραγωγικότητας. Όμως, κοιτώντας τα πράγματα από την οπτική των εργαζομένων, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στο 62% των νέων εργαζομένων στις ΗΠΑ που ανήκουν στην αποκαλούμενη «Γενιά Ζ» και δηλώνουν ανικανοποίητοι από την εργασία τους.
Τα ποσοστά είναι ίδια και μεγαλύτερα και στον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα σε φτωχότερες χώρες όπου οι συνθήκες και οι απολαβές από την εργασία είναι χειρότερες. Δεν είναι επίσης τυχαίο, πως το γυναικείο εργατικό δυναμικό δηλώνει σε μεγαλύτερο ποσοστό ανικανοποίητο, κάτι που προφανώς σχετίζεται με τις διακρίσεις εναντίον των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον. Μάλιστα, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, η έλλειψη ικανοποίησης από την εργασία αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης ψυχικών νοσημάτων κατά μιάμιση με δύο φορές. Είναι ενδεικτικό για τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος ότι μέθοδοι διαχείρισης του εργατικού δυναμικού όπως το «micromanagement» φαίνεται να προκαλούν μεγαλύτερη δυσφορία παρά ευχαρίστηση στους εργαζομένους.
Στη βάση όλων των παραπάνω, όμως, βρίσκεται το γεγονός ότι παρά την ονομαστική αύξηση των μισθών που έχει παρατηρηθεί σε μία σειρά χώρες τα τελευταία χρόνια, στην ουσία η εργασία συνεχίζει να χάνει την αξία της λόγω της ανόδου του πληθωρισμού. «Οι χαμηλοί μισθοί φέρνουν πτώση του ηθικού των εργαζομένων» σημειώνουν κάποιοι ειδικοί. Τι πιο φυσικό να συμβεί θα αναρωτιόταν κάποιος μη-ειδικός…
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 17-06-2023