Γιώργος Κρεασίδης
▸ Ζητά ψήφο από όλη την Αριστερά, αλλά εμφανίζεται ηγεμονικά ως «η μόνη αντιπολίτευση»
Ενισχυμένο σε ψήφους και ποσοστά βγήκε το ΚΚΕ από τις εκλογές της Κυριακής, καθώς πήρε 7,23% με 426.687 ψήφους, προσεγγίζοντας τα ποσοστά που είχε στο ξεκίνημα της καπιταλιστικής κρίσης μετά το 2007, όταν ξεπερνούσε το 8% και τις 500.000 ψήφους. Στις περιφέρειες της Αττικής το ΚΚΕ αναδείχτηκε τρίτο κόμμα, εκτός από την Α’ Ανατολικής Αττικής, ενώ πανελλαδικά και στις περισσότερες περιφέρειες είναι τέταρτο. Αν και ενισχύθηκε στα αστικά κέντρα, στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε πέμπτο κόμμα, πίσω από το ΠΑΣΟΚ και την Ελληνική Λύση, ενώ αντίστοιχα είναι τα αποτελέσματα στους περισσότερους νομούς της Βόρειας Ελλάδας.
Το ΚΚΕ μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την παρουσία του στο μαζικό κίνημα και να αξιοποιήσει τις οργανωτικές του δυνατότητες, εκφράζοντας μια τάση αριστερής αντιπολίτευσης εργαζομένων και νεολαίας. Σε αυτό συνέβαλε και η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να λεηλατήσει την Αριστερά, εμφανιζόμενη ως η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική για την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Από τις πρώτες ανακοινώσεις φαίνεται πως το ΚΚΕ εκτιμά πως ήταν πετυχημένη η προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία έδωσε βάρος στην αντισυναινετική γραμμή και στάση απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική, καθώς και στην παρουσία του γενικού γραμματέα Δ. Κουτσούμπα. Με αυτά φαίνεται πως θα πορευτεί για τις εκλογές του Ιούνη, αφήνοντας πιο πίσω τις δηλώσεις περί κυβερνητικής ετοιμότητας και «επιστημονικού προγράμματος» του κόμματος, χωρίς αναφορές στην επαναστατική ρήξη. Έτσι και αλλιώς η επανεκλογή της ΝΔ θεωρείται δεδομένη και δεν θα υπάρχει η πίεση για τοποθέτηση απέναντι σε ενδεχόμενο «προοδευτικής κυβέρνησης» υπό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αν και το ΚΚΕ καλούσε κόσμο της Αριστεράς να το ψηφίσει, παρά τις τυχόν διαφωνίες και ιδεολογικές διαφορές μαζί του, μετεκλογικά η ψήφος υπέρ του ερμηνεύτηκε στη σχετική ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ σαν απόλυτη δικαίωση της πολιτικής του διαχρονικά! Ακόμα και για το δημοψήφισμα του 2015, όταν ψήφισε άκυρο και όχι κατά σε ένα τρίτο μνημόνιο, ενώ όταν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να ακυρώσει το λαϊκό «όχι», συνέβαλε τελικά στη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος με τη γραμμή ότι θα ήταν σε βάρος του λαού η ρήξη και η πιθανή έξοδος από το ευρώ ή και την ΕΕ.
Παράλληλα, στην ίδια ανακοίνωση το ΚΚΕ δηλώνει πως «θα αποτελέσει τη μοναδική δύναμη εργατικής-
λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στη νέα κυβέρνηση και αυτό πρέπει να είναι το βασικό κριτήριο παραπέρα συμπόρευσης και ενίσχυσης του Κόμματος μπροστά στις όποιες πολιτικές εξελίξεις». Μια θέση που διαγράφει όσα διαπιστώνει σε άλλη παράγραφο για τις «διαφορετικές απόψεις και σκέψεις που είναι φυσικό να έχουν» πολλοί από όσους το ψήφισαν όχι από ιδεολογική και πολιτική ταύτιση, αλλά για «τη συνέπεια και σταθερότητά του», όπως διαπιστώνεται από την ΚΕ.
Επανάληψη αυτών των θέσεων είχαμε από τον Δ. Κουτσούμπα στη δήλωσή του μετά την τυπική σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου την Τετάρτη, όπου αναφέρει πως «η μόνη δύναμη που προβάλει ως δύναμη πραγματικής, μαχητικής αντιπολίτευσης στη χώρα μας είναι μόνο το ΚΚΕ». Αυτό δείχνει πως η συγκεκριμένη άποψη θα είναι κεντρική στην προεκλογική εκστρατεία του επόμενου μήνα. Η εκλογική ενίσχυση ερμηνεύεται σαν λευκή επιταγή που επιτρέπει στον Περισσό όχι απλά να απέχει από κάθε πρωτοβουλία ευρύτερων αγωνιζόμενων δυνάμεων, αλλά και να επιδιώκει την περιθωριοποίηση κάθε άλλης γραμμής στο μαζικό κίνημα. Ειδικά αυτές στα αριστερά του που αμφισβητούν τη λογική των κινητοποιήσεων μόνο για την έκφραση της διαμαρτυρίας, χωρίς στόχους ανατροπής και αντίστοιχο σχέδιο κλιμάκωσης. Ψήφος ταύτισης με το ΚΚΕ διαχρονικά, λοιπόν, για να μονοπωληθεί η Αριστερά και η αντιπολίτευση, αυτή είναι η στόχευση για τον Ιούνη.
Στη διεκδίκηση της ψήφου, διαμορφώνεται μια γραμμή που δίνει βάρος στον αριθμό των βουλευτών και όχι στο ανατρεπτικό περιεχόμενο
Διαμορφώνεται μια γραμμή στη διεκδίκηση της ψήφου που δίνει βάρος στον αριθμό των βουλευτών και όχι στο ανατρεπτικό περιεχόμενο και τις συγκεκριμένες αιχμές και στόχους μιας εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στη ΝΔ, που αναδεικνύεται ισχυρή κοινοβουλευτικά και επιθετική μπροστά στην επερχόμενη όξυνση της κρίσης.
Οι συνέπειες του πολιτικού αφοπλισμού
Είναι χαρακτηριστική για τα όρια της αντιπολιτευτικής γραμμής του ΚΚΕ η τακτική του τις μέρες των κινητοποιήσεων για το έγκλημα των Τεμπών. Η αγωνιστική έκφραση της οργής και του πένθους και η απαίτηση να αποδοθούν ευθύνες στους ενόχους έμεινε στη μέση, καθώς δεν συνοδεύτηκε από συγκεκριμένες διεκδικήσεις και πολιτικούς στόχους. Ήταν πιο ώριμο από ποτέ να απαιτηθεί η ακύρωση της ιδιωτικοποίησης, πολύ περισσότερο όταν καταγράφηκε, μαζί με τη μανία του κέρδους, ως η αιτία της τραγωδίας. Η πολιτικοποίηση του αγώνα περνούσε από τη διεκδίκηση της εθνικοποίησης χωρίς αποζημίωση, μαζί με τον εργατικό έλεγχο, δεδομένου ότι ήταν τα συνδικάτα που προειδοποίησαν έγκαιρα για όσα έγιναν, με κριτήριο τις ανάγκες της κοινωνίας για φθηνές και ασφαλείς συγκοινωνίες, την προστασία του περιβάλλοντος και των εργασιακών σχέσεων.
Ένα τέτοιο πλαίσιο θα έδινε δυναμική για τη συνέχεια. Δεν θα επέτρεπε σε ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, με τη συνηγορία των δυνάμεων του ΚΚΕ, να κλείσουν τον κύκλο των κινητοποιήσεων μετά την 24ωρη απεργία στις 16 Μάρτη, παρά τη μαζικότητά της, αφού στο σχεδιασμό τους δεν υπήρχαν ουσιαστικά αιτήματα, άρα και στόχος διεκδίκησης για να υπάρξει κλιμάκωση. Στο προεκλογικό κλίμα που ακολούθησε, τα Τέμπη οριακά απουσίαζαν και η ΝΔ μπόρεσε να εκτονώσει την οργή σε μεγάλο βαθμό.