Φοίβος Λιναρδάτος*
Έρχομαι μόλις από κινητοποίηση του Κλαδικού Σωματείου Εργαζομένων στην Ιδιωτική Εκπαίδευση ΣΕΦΚ σε μεγάλο όμιλο φροντιστηρίων, ο οποίος αποφάσισε να διακόψει συνεργασία με φροντιστήριο-franchise και υποχρέωσε τους εργαζόμενους είτε να παραιτηθούν από το συγκεκριμένο φροντιστήριο είτε να τους διώξει από όλα τα παραρτήματα του ομίλου του. Μια σύγχρονη δουλεμπορία που ένας όμιλος θεωρεί τους εργαζόμενους σκλάβους του.
Προχθές ήμουν σε μία άλλη κινητοποίηση σε εταιρία πληροφορικής, από αυτές που διαφημίζουν ότι σημασία έχει να έχεις ωραίες ιδέες για να πετύχεις, η οποία απόλυσε εργαζόμενη γιατί αρνήθηκε να δουλεύει απλήρωτα πέραν του ωραρίου μέχρι της 10 το βράδυ σε καθεστώς stand-by. Μάλλον δεν είναι οι ωραίες ιδέες, αλλά το ξεζούμισμα των εργαζομένων που κάνουν επιτυχημένες τις επιχειρήσεις.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν τα πολιτικά κόμματα συζητάνε πώς θα υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα. Και αναρωτιόμαστε; Ποια σταθερότητα;
Τη σταθερότητα του κεφαλαίου και της αστικής πολιτικής που έχει κάνει την εργοδοτική αυθαιρεσία κανόνα ακόμα και με νόμους;
Τη σταθερότητα των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωνικών αγαθών, που πασάρει ο ένας στον άλλον τόσα χρόνια (ο ένας διασπά, ο άλλος ιδιωτικοποιεί και ο τρίτος απαξιώνει), όπως στον ΟΣΕ και καταλήγει σε 57 νεκρούς στα Τέμπη;
Τη σταθερότητα των 35.000 νεκρών μέσα στην πανδημία όπου τα ρημαγμένα δημόσια νοσοκομεία έδιναν μάχη, ενώ τα ιδιωτικά σφύριζαν αδιάφορα και έλεγαν ότι δεν αναλαμβάνουν κόβιντ;
Τη σταθερότητα των 57 νεκρών εργατών και εργατριών μέσα στο πρώτο 4μηνο του 2023;
Τη σταθερότητα των πλειστηριασμών που πετάει ανθρώπους έξω από τα σπίτια τους;
Τη σταθερότητα της ακρίβειας, των λογαριασμών που δεν πληρώνονται, των αυξήσεων των τιμών σε όλα τα είδη πρώτης ανάγκης που έχουν εκτοξευτεί;
Αν μιλάμε για αυτή τη σταθερότητα, τότε είμαστε σίγουροι ότι θα διασφαλιστεί με κάθε κυβερνητικό σχήμα. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΜΕΡΑ25.
Όλα τα έχουμε δει και όλα θα τα ξαναδούμε. Όπως όλοι μαζί προχώρησαν στην ψήφιση των μνημονίων,
στη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων,
στην προώθηση των πλειστηριασμών,
στην προστασία του μεγάλου κεφαλαίου και όχι των εργαζομένων,
έτσι θα κάνουν και στη συνέχεια.
Γιατί κανείς τους δεν αμφισβητεί
τον πυρήνα της αστικής πολιτικής και των νόμων της αγοράς,
την πρωτοκαθεδρία του κέρδους έναντι των ανθρώπινων ζωών,
κανείς δεν αμφισβητεί την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Και πώς θα διαχειριστούν την οικονομική και πολιτική καταιγίδα που έρχεται μετά τις εκλογές με τη μετάβαση στο «Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας» από το 1,7% έλλειμμα σε 2% πλεόνασμα δηλαδή την εύρεση 7-9 δις μέσα σε ένα χρόνο που ζητάει η ΕΕ, όταν κανείς δεν την αμφισβητεί; Προφανώς με αφαίμαξη των εργαζομένων.
Πώς θα διαχειριστούν τις αλλεπάλληλες κρίσεις που ξεσπάνε πάλι με καταρρεύσεις τραπεζών σε Αμερική και Γερμανία όταν κανείς δεν πρόκειται να αμφισβητήσει τα καπιταλιστικά κέρδη;
Άρα μην μας κοροϊδεύουν που τσακώνονται αν η αύξηση του κατώτατου θα είναι 50 € πάνω ή κάτω, αν οι μπάτσοι θα μας δέρνουν με την καλή ή με την ανάποδη πλευρά του κλομπ.
Η σταθερότητά τους είναι μία. Και έχει κρίσεις που πληρώνει ο λαός και η νεολαία, πολέμους όπως αυτόν που συμβαίνει στην καρδιά της Ευρώπης που γινόμαστε κρέας για τους ανταγωνισμούς τους, έχει καταστροφή του περιβάλλοντος.
Εμείς λοιπόν λέμε: ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ!
Με κίνημα ανατροπής και δυνατή αντικαπιταλιστική αριστερά, να μπούμε σφήνα στα σχέδιά τους.
Γιατί φοβούνται ότι υπάρχει ρεύμα απέναντι στο σύστημά τους. Ειδικά στη νεολαία που δεν βλέπει καμία προοπτική, του κάθε πέρσι και καλύτερα.
Και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκφράζει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΗ – ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ψήφο.
Η ρήξη για μας δεν είναι κάποιο σύνθημα, αλλά έχει πολύ συγκεκριμένο προσδιορισμό, έχει κοινωνικό ταξικό ονοματεπώνυμο.
Το πρώτο ζήτημα, το ΑΡΘΡΟ 1 στο δικό μας πρόγραμμα είναι ότι:
Για να ζήσει ο λαός πρέπει να πληγεί η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία, ο κόσμος του κεφαλαίου και τα καπιταλιστικά κέρδη.
Προχθές ανακοινώθηκε ότι υπήρξε αύξηση 303% των κερδών το 2022 σε σχέση με το 2021 των μεγάλων εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών. Και αυτό τα λέει όλα.
Στο πλαίσιο αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέτει τον πολιτικό στόχο των εθνικοποιήσεων σε ζωτικούς κλάδους της οικονομίας και σε όλα τα κοινωνικά αγαθά.
Όμως 1ον) χωρίς αποζημιώσεις στους καπιταλιστές, γιατί δεν θέλουμε εθνικοποιήσεις για να πληρώσει το δημόσιο τα σπασμένα των ιδιωτικών και
2ον) με εργατικό/κοινωνικό έλεγχο όπως φάνηκε άλλωστε και στο έγκλημα των Τεμπών, ότι αυτοί που είχαν την πραγματική γνώση των προβλημάτων ήταν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, αυτοί που προσπαθούν να τους απαγορεύσουν ακόμα και τις απεργίες.
Θεωρούμε απολύτως λαθεμένη την τοποθέτηση του ΚΚΕ «τι δημόσιο, τι ιδιωτικό, δεν έχει σημασία στον καπιταλισμό», που αρνείται ακόμη και την εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων και
πολύ περισσότερο θεωρούμε επικίνδυνες τις ονειροφαντασιώσεις του Βαρουφάκη για «μία μετοχή σε κάθε εργαζόμενο», για την συνύπαρξη του δημοσίου και του ιδιωτικού παραπέμποντας σε ένα ανύπαρκτο δημοκρατικό καπιταλισμό, που θα είμαστε συνεργάτες με τους καπιταλιστές και θα μας μοιράζουν απλόχερα τα κέρδη τους.
Ο δεύτερος παράγοντας που καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το τι γίνεται με τους μισθούς, τις συντάξεις, την αρπαγή των δημόσιων κοινωνικών αγαθών ή με την αντιμετώπιση των προσφύγων, είναι ακριβώς:
η πολιτική της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης και πιο συγκεκριμένα οι ειδικές ευρωμνημονιακές δεσμεύσεις οι οποίες έχουν τεθεί από τις πολιτικές των μνημονίων και των διαδοχικών κυβερνήσεων.
Ας θυμηθούμε ότι το εξωτερικό χρέος φτάνει πλέον
στα 400 δις και είναι πλέον χρέος όχι σε ιδιωτικές τράπεζες όπως το 2010 αλλά στους θεσμούς της ίδιας της ΕΕ.
Η διαγραφή του χρέους είναι όρος για να ζήσει ο λαός και όλοι οι λαοί της Ευρώπης και αν πράγματι κάποια πολιτική δύναμη το εννοεί και το θέτει στην πράξη,
πρέπει να λέει και την αλήθεια ότι αυτό πλέον είναι συνώνυμο με την ρήξη και την έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Στις συνθήκες αυτές, είναι ακατανόητη για μας η αφωνία και μη πρόταξη των πολιτικών στόχων για ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ σαν αναγκαίο στοιχείο πάλης στο σήμερα, και όχι στο μακρινό μέλλον του ΚΚΕ και
πολύ περισσότερο ότι θα τα βάλει κάποιος με την περίφημη «χρεοδουλοπαροικία» όχι απλώς στο πλαίσιο της ΕΕ και της ΕΚΤ, αλλά για να σώσει την ΕΕ και ευρώ, που λέει ο Βαρουφάκης.
Η ρήξη για μας έχει και πολιτικό ονοματεπώνυμο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκει να συνδυάζει σταθερά τον αγώνα ενάντια στον εκάστοτε κυβερνητικό διαχειριστή της αντεργατικής πολιτικής, με την ταυτόχρονη αντιπαράθεση συνολικά στον αστικό διπολισμό.
Το ζητούμενο είναι να υπάρξει εργατική, ανατρεπτική, αντιπολίτευση. Με πολιτικό «νεύρο» αντικαπιταλιστικής πολιτικής κατεύθυνσης.
Εμείς προσδιορίζουμε τι σημαίνει εργατική αντιπολίτευση.
Υπάρχει μια ιδιότυπη σύγκλιση σήμερα στο πολιτικό λεξιλόγιο. Λες και δεν υπάρχουν πλέον εργατική τάξη και αστική τάξη, αλλά μόνο κάποιοι λίγοι «ευάλωτοι» (που βλέπουν οι κυβερνώντες με «ευαισθησία») και η συντριπτική πλημμυρίδα της «μεσαίας τάξης». Και οι μεν και οι δε ζουν σε ένα νέφος «επιχειρηματικότητας» και πρέπει εντός του να αναζητηθούν λύσεις.
Εμείς βλέπουμε αλλιώς τα πράγματα και βάζουμε στόχο για 1.000 ευρώ καθαρό κατώτατο μισθό σε 14μηνη βάση, γενική αύξηση των μισθών, 5ημερο-6ωρο, αλλά και προστασία της εργατικής κατοικίας απέναντι στην απειλή των πλειστηριασμών.
Ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτά δεν επιτυγχάνονται γιατί κάποιος τα προτείνει στη βουλή.
Όλη η ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης δεν προχώρησε από τα έδρανα της βουλής, αλλά από τους αγώνες στους δρόμους. Έτσι νόμοι έμειναν στα χαρτιά ακόμα και αν ψηφίστηκαν στη βουλή, έτσι κερδήθηκαν οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ λοιπόν μιλάει για ανατρεπτική αντιπολίτευση αλά Γαλλία, όπου οι απεργίες δε είναι προβλέψιμες σαν τις γιορτές, αλλά κλιμακούμενες και συνδεδεμένες με άλλες μορφές μαχητικής δράσης.
Μια αντιπολίτευση που θα πηγαίνει τους αγώνες μέχρι τέλους και σα σχέδιο και πολιτικά.
Που δεν θα σέρνεται πίσω από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ,
που δεν θα τρέχει να μαζέψει τους αγώνες όταν ξεφεύγουν αλλά θα τους δίνει μεγαλύτερη ώθηση,
που δεν θα φοβάται να ανέβει ο πολιτικός πήχης, να θέσει το εργατικό κίνημα πολιτικά αιτήματα όπως για την ΕΕ, το χρέος, τις εθνικοποιήσεις· αυτά πρέπει να τα επιβάλει ο λαός, πώς θα το κάνει αν δεν το έχει στα αιτήματά του;
Αλλά η ανατρεπτική αντιπολίτευση ορίζεται και με την έννοια της κατεύθυνσης, της άλλης προοπτικής.
Πολλοί θεωρούν περιττή αυτή την πλευρά.
Είναι η γνωστή και δυστυχώς κυρίαρχη λογική στην αριστερά: «ας ενωθούμε πάνω σε ένα ελάχιστο πρόγραμμα που συμφωνούμε, για να πετύχουμε κάποια πράγματα και άμεσα, ιδανικά μέσω μιας κυβέρνησης και βλέπουμε». Και ενόσω υπόσχονταν τα «λίγα και στο χέρι» οι «αριστερές» κυβερνήσεις που υπηρετούσαν δήθεν αυτό, στην πράξη έπρατταν τα «πολλά και τα μεγάλα», σύμφωνα με τα συμφέροντα της αστικής τάξης
Στην πραγματικότητα λοιπόν με αυτή τη γραμμή της «ενότητας» με τα κριτήριο τελικά της «κυβερνησιμότητας», συμβαίνει μια διπλή μετατόπιση προς τα δεξιά:
Από τη μια στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος γενικά, σε συνθήκες ακριβώς όπου «αριστερά», «κεντροαριστερά» και «ευρωπαϊστές», βάζουν μαζί δάχτυλο στο μέλι και εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αφήνουν χώρο για την ακροδεξιά κάλπικη «αντισυστημικότητα».
Και από την άλλη, στο επίπεδο της αριστεράς, υπαρκτές δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς εγκαταλείπουν κάθε φιλοδοξία ανεξάρτητης συγκρότησης από τις διαφορετικές όψεις της αστικής πολιτικής και στριμώχνονται στην ουρά της σοσιαλδημοκρατίας τύπου Μελανσόν, Λούλα, Σάντερς.
Και μάλιστα, όσο, σε αυτό το πλαίσιο, η ακροδεξιά διευκολύνεται να μπαίνει επιθετικά στην πολιτική ζωή, άλλο τόσο φαίνεται «υπεραναγκαία» η εξαφάνιση της αριστεράς σε «πλατιά μέτωπα»!
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπήκε, παρά τις πιέσεις σε αυτή τη λογική.
Αν είχε μπει και αν είχε μπει το σύνολο της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς, πριν από όλα σε εκείνη την εκδοχή της «ενότητας υπό τον ΣΥΡΙΖΑ», στο όνομα της «αριστερής κυβέρνησης», όχι μόνο δε θα είχαμε τη δύναμη να παίξουμε πρωταγωνιστικό ρόλο για να μπουν οι φασίστες στη φυλακή, αλλά ας μη συζητήσουμε καλύτερα τι πολιτικό ρόλο θα είχαν οι φασίστες σήμερα. Και αν αυτό μας φαίνεται υπερβολικό, ας ρίξουμε μια ματιά στην Ιταλία της Μελόνι και θα καταλάβουμε.
Η απάντηση δεν βρίσκεται λοιπόν, ούτε στην ανάθεση σε «αριστερές» κυβερνήσεις διαχείρισης της αστικής πολιτικής όπως πλασάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε σε αποφυγή των στόχων ανατροπής στο όνομα του σοσιαλισμού, όπως κάνει το ΚΚΕ, κατά το σχήμα «φλας αριστερά, για να στρίψουμε δεξιά», ούτε στην εκ των προτέρων αποδοχή των πολιτικής της ΕΕ και της πράσινης ανάπτυξης του κεφαλαίου με φαντεζί προτάσεις «ρεαλιστικής ανυπακοής» στα πλαίσια τους, όπως το ΜΕΡΑ25.
Η πραγματική ανατροπή βασίζεται σε αντικαπιταλιστικό αντιΕΕ αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο και ενότητα. Βρίσκεται στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και αντεπίθεσης.
Όλα αυτά είναι και παλιά συζήτηση. Είναι όμως περισσότερο αναγκαία σήμερα.
Ας σκεφτούμε πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν υπήρχαν λιγότερες αυταπάτες για τον ΣΥΡΙΖΑ και αν ήταν πιο ισχυρή και πιο σταθερή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Και τότε θα πει κάποιος, γιατί παλεύετε να ενισχυθείτε εκλογικά;
Γιατί ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η ψήφος που θα τους μπει στο μάτι από την πρώτη στιγμή, η ψήφος που δηλώνει ότι δεν θα έχουν όχι μέρα, αλλά ούτε δευτερόλεπτο χάριτος στην πολιτική τους.
Γιατί ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δηλώνει διάθεση ανατροπής και όχι συμφιλίωσης και διαχείρισης με αυτό το σύστημα.
Είναι ψήφος που τους τρομοκρατεί γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν πίσω από κάθε μικρή και μεγάλη μάχη τα τελευταία χρόνια και δεν πάτησε φρένο σε αυτές τις μάχες ούτε μία φορά.
Το κάναμε στους αγώνες την περίοδο της πανδημίας ενάντια στην επίθεση ισοπέδωσης του κινήματος, όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπήκε μπροστά για να μην περάσει ο κυβερνητικός οδοστρωτήρας, αντιμετωπίζοντας εκατοντάδες συλλήψεις και χιλιάδες πρόστιμα, όταν η πλειοψηφία της αριστεράς έλεγε πως ο εγκλεισμός είναι υποχρέωση.
Δώσαμε την μάχη όχι μόνο με την κυβέρνηση της ΝΔ και την πολιτική της, αλλά και τη συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ και όλο το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο η πολιτική του σαν κυβέρνηση, το ΟΧΙ που έκανε ΝΑΙ, το μνημόνιο που επέβαλλε για 40 χρόνια, τους αντεργατικούς νόμους, όπως το νόμο Κατρούγκαλου που ισοπέδωσε τις συντάξεις και τα ασφαλιστικά δικαιώματα.
Ήταν και η συστημική-συναινετική πολιτική του σαν αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ (και ακόμα περισσότερο το ΠΑΣΟΚ) είχαν πολιτική συναίνεσης στην άθλια κυβέρνηση της ΝΔ.
Ψήφισε τα μισά νομοσχέδια, έλεγε «θα λογαριαστούμε μετά» στην περίοδο της πανδημίας κάνοντας «πλάτες» στην κυβέρνηση, πήγε «πάσο» στον Νόμο Χατζηδάκη, την πανεπιστημιακή αστυνομία, την υπεράσπιση του δικαιώματος στην διαδήλωση και σε άλλα θέματα.
Ψήφο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ διότι είναι αναγκαία, όχι «άλλη μια αριστερά» αλλά μία «άλλη αριστερά», αντικαπιταλιστική και επαναστατική, στο πρόγραμμα και στην πράξη της.
Διότι είναι αναγκαία η συσπείρωση ενός πλατιού αντικαπιταλιστικού, αγωνιστικού δυναμικού πάνω σε ένα πρόγραμμα που θα είναι το αναγκαίο για τη ρήξη και μια άλλη ζωή και
όχι το εισιτήριο πολιτικής επιβίωσης στο αριστερό άκρο μιας κακοστημένης κοινοβουλευτικής παράστασης.
Έχει σημασία το πρόγραμμα, το τι λέμε, αλλά έχει σημασία και η πράξη. Στα δύσκολα κρινόμαστε.
Με αυτή την έννοια, η δική μας οριοθέτηση απέναντι στο ΚΚΕ δεν είναι μόνο προγραμματική.
α. Πράγματι έχουμε πολιτικές προγραμματικές διαφορές σε ότι αφορά το περιεχόμενο του σοσιαλισμού. Για το ΚΚΕ αυτός αρχίζει και τελειώνει σε αυτό που ονομάζει υπαρκτό σοσιαλισμό χωρίς έστω να προβληματίζεται για τον εξέλιξη που είχε εκείνος ο υπαρκτός σοσιαλισμός που δεν ανατράπηκε και αναφερόμαστε στην Κίνα όπου κυριολεκτικά αναγεννιέται ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
β. Πέρα όμως από αυτό, υπάρχει το κριτήριο της πράξης, στις κρίσιμες πολιτικές στροφές που καίνε.
Ας φέρουμε στο μυαλό μας το 2008 και τη δήλωση της Παπαρήγα ότι «στη δική μας την επανάσταση δεν θα σπάσει το τζάμι», δηλαδή σε μία στιγμή όπου υπήρχε μία ρωγμή με αφορμή την δολοφονία ενός νέου παιδιού και μαζικά η νεολαία ειδικά έβγαζε γλώσσα στο κυρίαρχο σύστημα, το ΚΚΕ έτρεχε να παρουσιαστεί ως μία δύναμη υπευθυνότητας και σταθερότητας.
Ακόμη πιο πρόσφατα όταν το 2015 σε μία οριακή στιγμή όπου ο κόσμος διαισθητικά μέσω του δημοψηφίσματος του ΟΧΙ, έτεινε να στραφεί ενάντια στην ευρωζώνη και την ΕΕ αρχικά αλλά με μία δυναμική να πάρει αυτή η οριοθέτηση βαθύτερα χαρακτηριστικά, σε μία στιγμή όπου ο ΣΥΡΙΖΑ σκανδαλωδώς την επόμενη κιόλας μέρα μετέτρεπε το «όχι» σε «ναι», εκείνη ακριβώς τη στιγμή το ΚΚΕ αντί να συμμαχήσει με ρεύμα του ΟΧΙ αντί να διευρύνει και να εμβαθύνει την ενστικτώδη τάση του κόσμου για ρήξη και σύγκρουση έτρεχε την επόμενη μέρα στο προεδρικό μέγαρο με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διευκολύνοντας έτσι και τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ από το ΟΧΙ στο ΝΑΙ αλλά και το συνολικό πολιτικό σύστημα να περάσει τον κάβο.
γ. Όλα αυτά αποκρυσταλλώνονται τελικά και σε αυτό που θα λέγαμε γενική πολιτική γραμμή. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέτει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης όχι μόνο ως πεδίο αγώνων για άμεσες καταχτήσεις αλλά και ως δρόμο για την αλλαγή των συσχετισμών και την επανάσταση.
Αντίθετα, το ΚΚΕ περιορίζεται σε αγώνες και προπαγάνδιση πολιτικών θέσεων ώστε «να βγάλει ο κόσμος συμπεράσματα» και τελικά να καταλήξει σε μία άλλη επιλογή ψήφου, έτσι ώστε κάποτε να δοθεί εντολή να κυβερνήσει, κάτι που τελευταία όλο και πιο συχνά αναφέρεται από τον Κουτσούμπα.
Με το ίδιο κριτήριο, προγράμματος και πράξης, πρέπει κατά τη γνώμη μας να κρίνει ο κόσμος το ΜΕΡΑ25.
Ο Βαρουφάκης ήταν από τους βασικούς ενσαρκωτές της πολιτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ για τη μετάβαση από ένα θολό αντιμνημονιακό στρατόπεδο σε μία κυβέρνηση συμβιβασμού με την ευρωζώνη και ανοιχτής προδοσίας του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Όλη εκείνη η πολιτική της δημιουργικής ασάφειας στο πρώτο εξάμηνο αρχής γενομένης από εκείνη την περιβόητη απόφαση του Eurogroup της 20ης Φλεβάρη του 2015 είχε συμβολικά και κυριολεκτικά την υπογραφή του Βαρουφάκη.
Και σήμερα και τότε η αφετηρία αυτής της δύναμης είναι η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού προτύπου που είναι ταυτόχρονα αντιδραστική και ουτοπική.
Που το πρόγραμμά του θέλει ρήξη με την ΕΕ και Ευρώ, αλλά ορκίζεται ότι δεν πρόκειται να βγούμε από αυτά.
Που θέλει να φύγουν οι βάσεις, αλλά να μείνει το ΝΑΤΟ, γιατί οι Αμερικάνοι είναι φίλοι μας.
Που λέει να έχουμε ΤΑΙΠΕΔ να ξεπουλάμε τη δημόσια περιούσια, αλλά αυτό να το κάνει δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα.
Ποιος πείθεται ότι αυτά είναι ρεαλισμός ή ανυπακοή στα πρότυπα της «ρεαλιστικής ανυπακοής»;
Δεν είναι τίποτα από τα δύο, αλλά μια κακοφορεμένη επανάληψη της διγλωσσίας του ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Γιατί η διγλωσσία καταλήγει στον καπιταλιστικό ρεαλισμό των μνημονίων, όπως έδειξε και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΜΕΡΑ25 ορκίζεται στην αγορά, στην επιχειρηματικότητα, στην ΕΕ και στην κυβερνητική διαχείριση. Και δεν το κρύβει μάλιστα ο Βαρουφάκης.
Λέει ευθαρσώς ότι τα πανεπιστήμια χρειάζονται καλύτερη σχέση με τις επιχειρήσεις και όχι επαγγελματικά δικαιώματα. Να ξεπουλήσουμε δηλαδή όλη τη μόρφωση της νεολαίας στην αγορά.
Ποια ανυπακοή όταν πριν λίγους μήνες κατέθετε πρόταση συγκυβέρνησης σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ; Αυτός είναι ο ωμός ρεαλισμός της διαχείρισης του να γλύφεις αυτούς που φτύνεις.
Συνοψίζοντας: Τα αστικά κόμματα τους έχει πιάσει κρύος ιδρώτας μπας και εμφανιστεί «αντισυστημικό ρεύμα».
Δεν ξεχνάμε τα Τέμπη. Και τι έγινε και τη συνέχεια που ΔΕΝ δόθηκε.
To αντισυστημικό ρεύμα είναι υπαρκτό και μπορεί την επόμενη μέρα να δημιουργήσει κινούμενη άμμο σε όποια κυβέρνηση συγκροτηθεί.
Υπαρκτή λοιπόν είναι και η ανάγκη
Και για άλλη αριστερά,
Και για άλλο κίνημα.
Και για αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης,
Και για άλλη κοινωνία, κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Και για τα τέσσερα αυτά ζητήματα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκει να συγκεντρώσει δυνάμεις.
Δηλώνουμε ευθαρσώς ότι επιδιώκουμε:
η αντισυστημική τάση να σημαδέψει τον φονικό καπιταλισμό της εποχής μας,
από θέσεις εργατικής πολιτικής και σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής και σε αυτή τη βάση διεκδικούμε στήριξη και ψήφο στις εκλογές.
* βασίζεται στην ομιλία του Φοίβου Λιναρδάτου στη συγκέντρωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο Γαλάτσι στις 6 Μάη 2023.