Έκτωρ-Ξαβιέ Δελαστίκ
Brain (down the) drain
Το Σωματείο Εργαζομένων στην Έρευνα και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (Σ.ΕΡ.Ε.Τ.Ε.) πραγματοποίησε έρευνα για τις εργασιακές συνθήκες στον κλάδο της έρευνας. Το εξεταζόμενο δείγμα αφορά τις πιο παραγωγικές ηλικίες, με το 71,6% των ανδρών και το 63,3% των γυναικών να βρίσκονται μεταξύ 25 και 35 ετών, ενώ το 21,6% αυτής της ηλικιακής ομάδας κατέχει ήδη διδακτορικό δίπλωμα. Το γεγονός ότι ένα στα δύο άτομα (!) που απασχολούνται στην έρευνα δηλώνει πως εξαρτάται από συγγενικά πρόσωπα τουλάχιστον μία φορά το μήνα για ανάγκες διαβίωσης αποκαλύπτει τη συστηματική αδυναμία κάλυψης των προσωπικών αναγκών μέσω της απασχόλησης στην έρευνα.
Συμπληρωματικά, δομικό συστατικό της υποχρηματοδοτημένης έρευνας είναι η απλήρωτη εργασία. Κατά το τελευταίο έτος, το ένα τέταρτο του προσωπικού εργάστηκε στην έρευνα αμισθί για κάποιο διάστημα. Επιπλέον, το 91,8% του δυναμικού έχει παράσχει συγκεκριμένο έργο εκτός των καθηκόντων του και άνευ αμοιβής. Μάλιστα, το 1/9 (11,4%) δηλώνει πως έχει κληθεί να καλύψει έξοδα του εργαστηρίου από την τσέπη του (!). Στην ίδια κατηγορία προσμετρούνται οι «αόρατες» υπερωρίες, με το 30,2% του δυναμικού με καθορισμένο ωράριο να δηλώνει πως υπάρχει συστηματική υπέρβασή του χωρίς καταγραφή.
Τα παραπάνω δίνουν μια μερική αλλά σαφή εικόνα του αδιεξόδου που εξασφαλίζει τη μόνιμη τροφοδότηση της φυγής στο εξωτερικό (brain drain). Το φαινόμενο αποτελεί μόνιμη Λερναία Ύδρα για δύο απλούς λόγους. Πρώτον, επειδή πάντα προβάλλονται μόνο τα αποτελέσματα και ποτέ αιτίες αρκετά συγκεκριμένες ώστε να στοχοποιούνται οι πολιτικές φτωχοποίησης. Δεύτερον, επειδή εκτός της μαρξιστικής αριστεράς δεν εξετάζεται η μακροοικονομική πλευρά του ζητήματος. Η εκπαίδευση και διαμόρφωση αυτού του εργατικού δυναμικού αποτελεί κοινωνική επένδυση της υπεραξίας που παράγεται σε κάθε χώρα. Ως εκ τούτου, στον καταμερισμό της ΕΕ, μια χώρα σαν την Ελλάδα αναλαμβάνει την ανατροφή και διαμόρφωση ενός ερευνητικού δυναμικού, το οποίο θα παράγει υπεραξία για τις χώρες του «σκληρού βιομηχανικού πυρήνα». Πράγμα που σημαίνει πως κάθε πολιτική αντιμετώπισης του «brain drain» φέρει σημαντικό κόστος για Γερμανία και Γαλλία πρωτίστως, οπότε και σημαίνει σύγκρουση συμφερόντων.
Το 50% των εργαζομένων στην έρευνα ζητά βοήθεια από συγγενικά πρόσωπα για να βγει ο μήνας
Το Σωματείο Εργαζομένων στην Έρευνα και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (Σ.ΕΡ.Ε.Τ.Ε.) αποτελεί την απόληξη μιας μακράς προσπάθειας συνδικαλιστικής συγκρότησης του κλάδου της έρευνας. Ξεκινώντας από το 2015 με τη δημιουργία του Συλλόγου Ερευνητών/Ερευνητριών και Εργαζομένων στην Έρευνα Ηρακλείου (Σ.Ε.Ε.Ε.Η.), κόμβο αποτέλεσε η δημιουργία του σχήματος LABour το 2017, το οποίο έπαιξε ένα ρόλο «πρωτο-σωματείου» αναφορικά με τη συλλογή καταγγελιών και δημοσιοποίηση περιστατικών, καθώς και επεξεργασιών για το παρόν και το μέλλον της έρευνας στην Ελλάδα.
Με την ίδρυσή του το Μάιο του 2021, το σωματείο καλύπτει (α) το προσωπικό που εργάζεται αμιγώς στην έρευνα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση εκτός των ερευνητών/καθηγητών βαθμίδας (β) το τεχνικό προσωπικό, (γ) το υποστηρικτικό (λογιστικό, γραμματειακό) προσωπικό της έρευνας, (δ) το σύνολο των υποψήφιων διδακτόρων, των οποίων την αναγνώριση της επαγγελματικής υπόστασης και αμοιβής επιδιώκει και (ε) το υποσύνολο των μεταπτυχιακών φοιτητών που εργάζονται σε εργαστήρια με σύμβαση.
Η ταυτότητα της χαρτογράφησης
Αναμένουμε οι οικονομικές τάσεις που είναι καθοριστικής σημασίας να ομογενοποιούν το προσωπικό της έρευνας σε κλάδο και να ορίζουν μία ταξική ταυτότητα εξαρτημένης εργασίας, παρά αυτοαπασχολούμενης. Τα στοιχεία που θα επέτρεπαν να ελέγξουμε αυτές τις υποθέσεις στην ιδιάζουσα ελληνική πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Ως εκ τούτου, μια από τις πρώτες κινήσεις του Σ.ΕΡ.Ε.Τ.Ε. ήταν η διενέργεια μιας εκτεταμένης προσπάθειας χαρτογράφησης του κλάδου. Το αποτέλεσμα ήταν μια δίμηνη «φωτογραφία» της κατάστασης μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου του 2022. Συγκροτήθηκε από το σωματείο ομάδα εργασίας η οποία προσπάθησε να συμπεριλάβει όλες τις βασικές παραμέτρους που μας αφορούν ως κλάδο με εργασιακή, κοινωνική, μισθολογική πολυδιάσπαση. Η έρευνα έγινε ηλεκτρονικά, με διακίνηση από τα μέλη του σωματείου, δίνοντας ένα δείγμα αποτελούμενο κατά 61,9% από μέλη του σωματείου, 26,3% άτομα που δεν είναι μέλη του σωματείου ή δε θέλουν να δηλώσουν την ιδιότητά τους, 6,3% άτομα που είναι ήδη μέλη σε σωματεία του ίδιου κλάδου και 5,5% άτομα που δε μπορούν να γραφούν στο σωματείο για συγκεκριμένους λόγους (π.χ. εδρεύουν στο εξωτερικό). Εδώ περιορίζουμε την ανάλυσή μας κυρίως στις πρώτες δύο κατηγορίες (507 άτομα) που αποτελούν τωρινά ή δυνητικά μέλη του σωματείου.
Το 88,8% έχει δηλώσει το φύλο του στην έρευνα και είναι άνισα μοιρασμένο μεταξύ γυναικών και ανδρών (53,3% και 46,2% αντιστοίχως), επιτρέποντας σε δεύτερο χρόνο τη μελέτη των έμφυλων διακρίσεων στην Έρευνα. Τέλος, η κατανομή μεταξύ των επιστημονικών πεδίων ήταν: Φυσικές Επιστήμες 12,4%, Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογίας 25,6%, Επιστήμες Ζωής (Ιατρική και Επιστήμες Υγείας) 14,2%, Γεωπονικές Επιστήμες – Τρόφιμα 5,1%, Μαθηματικά και Επιστήμες της Πληροφορίας 4,3%, Κοινωνικές Επιστήμες 15,5%, Ανθρωπιστικές Επιστήμες και Τέχνες 12,4%, Περιβάλλον και Ενέργεια 9,7% και Διοίκηση και Οικονομία της Καινοτομίας 0,8%.
Το προσωπικό της Έρευνας
Πρώτα απ’ όλα, «ποιά είναι η κύρια πηγή εισοδήματος»; Για το 71,6% είναι εργασία εντός του κλάδου της έρευνας, 18,5% εργασία εκτός του κλάδου, 6,7% βοήθεια από κοντινά πρόσωπα, 1,6% επιδόματα και 1,6% ακίνητη περιουσία. Το ερώτημα που προκύπτει είναι «ποιά είναι η σχέση του δυναμικού που κυρίως πληρώνεται εκτός έρευνας με τον κλάδο μας»; Απαντούμε: το 24,3% με κύριο εισόδημα εκτός του κλάδου δεν πληρώνεται καθόλου για την ερευνητική του εργασία, το 51,4% πληρώνεται από αυτήν χωρίς να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του, το 18,9% μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του οριακά, ενώ το 5,4% μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του επαρκώς από την έρευνα. Μεταξύ των ανθρώπων που έχουν κύριο έσοδο εκτός και εντός του κλάδου, το ίδιο ποσοστό (50% και 50,1%) δηλώνει πως εξαρτάται από συγγενικά πρόσωπα τουλάχιστον μία φορά το μήνα για ανάγκες διαβίωσης. Το συνολικό συμπέρασμα φαίνεται να είναι πως το μεγαλύτερο μέρος της ετεροαπασχόλησης γίνεται εξ’ ανάγκης, χωρίς να υποδεικνύει κάποιο μέρος του δυναμικού που ασχολείται με την έρευνα από προνομιακή θέση.
Έχοντας απαντήσει το μισθολογικό ερώτημα, το επόμενο σημείο που πρέπει να μελετήσουμε είναι η σχέση του προσωπικού της έρευνας με τα μέσα εργασίας. Εξετάσαμε την κατανομή των σχέσεων εργασίας κατά το τελευταίο έτος μεταξύ: υποτροφίας με συγκεκριμένα παραδοτέα (15%), υποτροφίας χωρίς συγκεκριμένα παραδοτέα (8,7%), σύμβασης έργου – «μπλοκάκι» (28,3%), τίτλου κτήσης (9,4%), σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου (18,8%), σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (0,9%), χωρίς σύμβαση – αμισθί (17,2%) και χωρίς σύμβαση – «μαύρα» χρήματα (1,7%). Εδώ, το πρώτο στοιχείο είναι η ελαστικότητα των σχέσεων εργασίας: Το 34,9% έχει εργαστεί στην έρευνα σε περισσότερες από μία κατηγορίες το τελευταίο έτος. Το υψηλότερο ποσοστό σταθερών σχέσεων εργασίας (σύμβαση αορίστου χρόνου) εμφανίζεται στο ΕΠ.5 (Μαθηματικά και Επιστήμες της Πληροφορίας): μόλις… 3,1%.
Η εξαρτημένη εργασία κυριαρχεί στον κλάδο της έρευνας
Το «μπλοκάκι» σημαίνει όντως αυτοαπασχόληση; Εδώ, εξετάσαμε κριτήρια που υποδηλώνουν σχέση εξαρτημένης εργασίας: (1) καθορισμένος χώρος εργασίας, (2) καθορισμένο ωράριο, (3) επίβλεψη της τήρησης του ωραρίου, (4) επίβλεψη του τρόπου εργασίας και (5) εξάρτηση της παραμονής στην εργασία από το επιβλέπον πρόσωπο (δικαίωμα απόλυσης). Το 56,6% των εργαζόμενων με μπλοκάκι πληροί τουλάχιστον δύο κριτήρια, ενώ το 30,7% τουλάχιστον τρία. Επιπροσθέτως, το 86,9% των «μπλοκακίων» του τελευταίου έτους έχει εργαστεί για τα ίδια καθήκοντα με δύο ή περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις έργου. Δεδομένη λοιπόν η κατά συντριπτική πλειοψηφία σχέση εξαρτημένης εργασίας στον κλάδο, ακόμα και με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς.
Εάν θέλουμε αυτά τα στοιχεία να αποκτήσουν κατακλείδα, αυτή δε μπορεί παρά να είναι μια δήλωση βούλησης. Στο πλαίσιο των αλλαγών στην έρευνα, βρισκόμαστε στην μετάβαση από «χώρο», σε «οργανωμένο κλάδο της οικονομίας». Η συνείδηση του εργατικού δυναμικού δεν είναι δεδομένη. Η δημιουργία του σωματείου και η θέση μας για την κλαδική μας υπόσταση πατάει πάνω σε υλικές συνθήκες και ταυτόχρονα αποτελεί πολιτική απόφαση το να σφυρηλατήσουμε από την αρχή τη συνείδηση και την οργάνωση που η εποχή χρειάζεται στον κλάδο μας αντί να περιμένουμε να μας αναγκάσει η εποχή. Το ότι η ερευνητική εργασία είναι συνώνυμη με την αναγνώριση των ορίων της γνώσης μας και τη συνεχή εξερεύνηση και διεύρυνση αυτών των ορίων μας προετοιμάζει για κάθε πιθανό ταξίδι στο άγνωστο.
Η δημιουργία του κλάδου της έρευνας και η πορεία εκβιομηχάνισής του
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, το τοπίο της έρευνας ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Η βιομηχανική έρευνα βρισκόταν περιορισμένη στους κόλπους μεγάλων επιχειρήσεων και διενεργούνταν βάσει των τρεχουσών αναγκών της κάθε μίας. Η μη-βιομηχανική έρευνα ήταν σχεδόν αποκλειστικά συνδεδεμένη με τα πανεπιστήμια και ήταν αφενός βαθιά προσωποπαγής, κινούμενη γύρω από τα ενδιαφέροντα του εκάστοτε καθηγητή, αφετέρου ενταγμένη στην ιδεολογική λειτουργία των πανεπιστημίων ως της κορωνίδας σφυρηλάτησης της ταυτότητας της αστικής τάξης. Η τελευταία αυτή πλευρά συντηρούσε την ύπαρξη σημαντικών ερευνητικών ομάδων ιστορικών, θρησκειολογικών και κοινωνικών μελετών σε πανεπιστήμια πρώτης γραμμής.
Η σοβιετική έρευνα, λόγω των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών της Ρωσίας, έφερε μια σειρά καινοτομίες για την εποχή. Ενδεικτικά αναφέρουμε (1) ενίσχυση της πρόσβασης των υπο-εκπροσωπούμενων ομάδων στην Ανώτατη Εκπαίδευση, (2) τη δημιουργία του «ερευνητή χωρίς διδακτικά καθήκοντα», (3) τη δημιουργία της έννοιας των ερευνητικών κέντρων εκτός πανεπιστημίων και (4) τη δημιουργία των μεγάλης κλίμακας ερευνητικών προγραμμάτων στα οποία εργάζονταν πολλές ερευνητικές ομάδες. Μας είναι γνώριμες σήμερα επειδή πλευρές αυτών αντέγραψε στα δικά του δεδομένα ο δυτικός καπιταλισμός, και μια ανάλογη πορεία φαίνεται να προσπαθεί να χαράξει υπό την πίεση των οικονομικών συνθηκών.
Οι σύγχρονες αλλαγές που παρατηρούμε αφορούν επιγραμματικά:
- την κατάργηση των επιμέρους τμημάτων Έρευνας και Ανάπτυξης, με εξαίρεση τους γίγαντες του κάθε κλάδου, ή τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε πολυκλαδικά μονοπώλια.
- την οργάνωση πλατφορμών χρηματοδότησης της έρευνας ώστε το ιδιωτικό κεφάλαιο να αξιοποιεί συστηματικά δημόσια χρηματοδότηση ή/και υποδομές ως «Τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης à la carte».
- έναν «ερευνητικό φορντισμό», με διάσπαση των ερευνητικών καθηκόντων, των γνωστικών εφοδίων, των σπουδών και των μισθών στα εξ’ ών συνετέθη, ώστε να ελαχιστοποιηθεί το εργασιακό κόστος της έρευνας.
- τη μετατροπή των δημόσιων υποδομών (πανεπιστημίων κι ερευνητικών κέντρων) σε «συλλογικό τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης των επιχειρήσεων» μέσω της υποχρηματοδότησης.
Το κυνήγι της αποδοτικότητας καταλήγει στη δημιουργία δημόσιων υποδομών έρευνας που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνικής έρευνας, με σχετικά ομογενοποιημένο προσωπικό. Από εκεί και πέρα, οι ομοιότητες σταματούν, καθώς το ποσοστό κέρδους χτίζεται πάνω στην πολυδιάσπαση των στόχων, τη σπατάλη πρώτων υλών και τη συμπίεση του συλλογικού βιοτικού επιπέδου προς τα κάτω. Βρισκόμαστε, εν ολίγοις, μπροστά σε μια «εκβιομηχάνιση» της έρευνας. Η έρευνα μετατρέπεται από επενδυτικό όπλο σε συστηματικό όρο της καπιταλιστικής παραγωγής: ελλείψει νέων αγορών και μεγάλης κλίμακας καταστροφών, το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας (π.χ. εμπόριο μεταδεδομένων, εξατομικευμένη ιατρική) είναι απαραίτητο για την παράταση της ζωής του καπιταλισμού.