Χρίστος Κρανάκης
«Δίνοντας χρόνο στις φωνές να εκφραστούν η δόνηση που παράγεται τελικά είναι μία, ισχυρή και ενιαία!»
Νικηφόρο ή μη. Το καλλιτεχνικό κίνημα των τελευταίων μηνών άφησε το στίγμα του σε μια περίοδο στην οποία, ως επί το πλείστον, κυριαρχεί η πολιτική νηνεμία και η καθίζηση του πολιτικού κινήματος, ιδιαίτερα αυτού της νέας γενιάς.
Παρότι στα μέσα της προεκλογικής περιόδου, όπου ισχυρά τμήματα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς έχουν αφήσει στην «άκρη» τις θεωρητικές τους επεξεργασίες για το κίνημα και έχουν επικεντρωθεί στο πώς θα καθίσουν στα έδρανα της Βουλής πλάι σε προοδευτικούς τεχνοκράτες. Το ΠΡΙΝ επιλέγει να δώσει «χώρο» στους νεολαίους αγωνιστές και αγωνίστριες, οι οποίοι/ες πρωτοστάτησαν όχι στα κυβερνητικά πειράματα του χθες αλλά στους μαχητικούς, εξωκοινοβουλευτικούς αγώνες του σήμερα, σε μια μεγαλειώδη αναμέτρηση απέναντι σε μια ανένδοτη κυβέρνηση, μια απεργοσπαστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία και ένα σύστημα καθολικά εχθρικό προς τον κόσμο της τέχνης και του πολιτισμού.
Οι εμπειρίες και η γνώμη των ανθρώπων που πάλεψαν -και σε τεράστιο βαθμό- κατάφεραν να θέσουν σε τροχιά κοινωνικής πρωτοπορίας έναν κλάδο με λιγοστές κινηματικές παρακαταθήκες, σαν και αυτό της τέχνης, αναμφισβήτητα, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αναγκαίας επεξεργασίας που πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της αποτίμησης των σύγχρονων αγώνων και της ταυτόχρονης σκιαγράφησης των μελλοντικών.
Οι παρακαταθήκες και το μέλλον του καλλιτεχνικού κινήματος
Την Πέμπτη 6 Απριλίου αστυνομικές δυνάμεις εκκενώνουν το κατειλημμένο, από εργαζομένους και σπουδαστές χορού, θέατρο «Ολύμπια», σηματοδοτώντας το άνοιγμα όλων των καταλήψεων που είχαν σημειωθεί τους προηγούμενες τρεις μήνες στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού κινήματος. Ίσως με μια πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση, το γεγονός πως –τουλάχιστον σε πρώτη φάση– το κίνημα δεν κατάφερε να αποσπάσει υλικές κατακτήσεις, όπως θα ήταν η απόσυρση του ΠΔ ή η υπογραφή ΣΣΕ, προβληματίζει και απογοητεύει. Παρόλα αυτά, πριν βιαστούμε να «ξεγράψουμε» ένα κίνημα πρέπει πρώτα να το αποτιμήσουμε νηφάλια και όχι, αποκλειστικά, εκ του (πρόσκαιρου) αποτελέσματος.
Αντίθετα, μια σειρά κρίσιμων κριτηρίων, όπως το σε ποια κοινωνικοπολιτική περίοδο αυτό έδρασε, ποια η ιστορική συγκρότηση του σώματος από το οποίο αποτελείται και ποιες παρακαταθήκες (ακόμα και μερικές ή ανολοκλήρωτες) άφησε πίσω του, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία εξαγωγής πολιτικών συμπερασμάτων. Στην κατεύθυνση αυτή, το ΠΡΙΝ ήρθε σε επαφή με εργαζομένους/ες και σπουδαστές/τριες που πρωτοστάτησαν στις κινηματικές διεργασίες των προηγούμενων μηνών, ώστε να αφηγηθούν τις δικές τους πολιτικές εμπειρίες και βιώματα. Όπως τονίζουν αμφότεροι/ες, το καλλιτεχνικό κίνημα ούτε τελείωσε ούτε πρέπει να περάσει στα «ψιλά». Αντίθετα, παρότι μπορεί ακόμα να μην απέσπασε υλικές νίκες από το κράτος και το κεφάλαιο, ενσωμάτωσε μια σειρά πολιτικών, φυσιογνωμικών και οργανωτικών χαρακτηριστικών που μόνο ως θετική παρακαταθήκη πρέπει να καταγραφούν.
Απέναντι σε ένα σύστημα που στοχεύει την Τέχνη και την Εκπαίδευση
Πρώτο, κοινό σημείο αναφοράς των ανθρώπων που μίλησαν στο ΠΡΙΝ, ήταν η πεποίθηση πως το κίνημα δεν εναντιώθηκε απλά σε ένα Π.Δ., αλλά ένα σημαντικό κομμάτι εντός του επιδίωξε να στρέψει τα «βέλη» του σε ένα ευρύτερο συνονθύλευμα εμπορευματοποιημένων αξιών και αντεργατικών πολιτικών που ρυπαίνουν συστηματικά και μεθοδευμένα (και) τον χώρο των Τεχνών. Όπως εξηγούν, οι επιχειρούμενες αναδιαρθρώσεις στις καλλιτεχνικές σχολές και η χρόνια υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών αποτελούν πτυχές της συνολικότερης κατεύθυνσης συγκεντροποίησης της εκπαίδευσης και της (περαιτέρω) εμπορευματοποίησης του πολιτισμού την οποία υπηρετεί το κράτος και το κεφάλαιο.
Αρχικά, όσον αφορά το παρασκήνιο των αλλαγών στα μορφωτικά δικαιώματα των πτυχιούχων, το Π.Δ. 85 χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για την υποβάθμιση των δημόσιων και (κυρίαρχα) των μικρών ιδιωτικών σχολών -στις οποίες βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος των σπουδαστών/τριών- και την προοδευτική μεταφορά αυτών σε ιδιωτικά κολλέγια, τα οποία βάσει νόμου είναι και τα μόνα που δύνανται να παρέχουν πτυχίο Τεχνών αναγνωρισμένο από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Ταυτόχρονα, παράλληλη στόχευση αποτελεί η χειροτέρευση των ήδη διαιωνισμένων εκμεταλλευτικών συνθηκών εργασίας στο πολιτισμό. Η σχετική ΚΥΑ, που δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό, δεν συνιστά ούτε καν «ασπιρίνη», καθώς δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικό και απλώς προβλέπει την οικονομική απολαβή στην κλίμακα Τ.Ε. όταν και εάν ανοίξουν θέσεις για καλλιτεχνικό έργο σε δημόσιους φορείς, διάταξη που αφορά μια άκρως ισχνή μειοψηφία. Σε συνέχεια της παραπάνω συνολικής κυβερνητικής επίθεσης, ανοίγει και η συζήτηση από τους μεγαλοπαραγωγούς για υπογραφή υποβαθμισμένης ΣΣΕ.
Εάν στην εξίσωση προστεθεί η δυσθεώρητη φετινή μείωση της κρατικής επιχορήγησης στα θέατρα και η υποβάθμιση συνολικά της «μικρής» και ανεξάρτητης τέχνης, γίνεται φανερό πως η συνολική αναδιαμόρφωση του τοπίου του πολιτισμού στοχεύει στο να παραδώσει «γη και ύδωρ» στους εργοδότες και τους μεγάλους παραγωγούς της βιομηχανίας θεάματος.
Τα εργατικά συμφέροντα μπροστά!
Συχνά θεωρείται πως οι καλλιτέχνες δεν έχουν εργασιακή και πολιτική υπόσταση και πως ο μόνος τρόπος διαμαρτυρίας τους είναι η καλλιτεχνική έκφραση. Η στρεβλή αυτή θεώρηση, τους τελευταίους μήνες, έφαγε ένα γερό «χαστούκι». Όπως αποδείξανε οι ίδιοι, οι άνθρωποι του πολιτισμού είναι εργαζόμενοι! Έχουν λογαριασμούς να πληρώσουν, δικά τους πρόσωπα να φροντίσουν και ανάγκες να καλύψουν… Έχουν δικαίωμα, ή καλύτερα υποχρέωση, στις απεργίες, στις διαδηλώσεις και στη συμμετοχή στα σωματεία. Σε αυτό το πλαίσιο, παρά την έντονη πολυδιάσπαση του κλάδου (ηθοποιοί, χορευτές, σκηνογράφοι, σκηνοθέτες, τεχνικοί κ.λπ.), η διαδικασία σκιαγράφησης ενός «σκελετού», οικονομικών και πολιτικών, αιτημάτων που προχώρησε τόσο μέσα στις καταλήψεις όσο και στις συνελεύσεις σωματείων, αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα «μπρος». Από τη δημιουργία ενός δημοσίου Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών -με την ταυτόχρονη αναγνώριση των αποφοίτων ιδιωτικών σχολών-, μέχρι την κατάργηση των κολεγίων και από την αναβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων μέχρι την υπογραφή αξιοπρεπούς ΣΣΕ, η συζήτηση μεταξύ των εργαζομένων του πολιτισμού και η απαιτητικότητα αυτών δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιες.
Πολιτικό κίνημα στο πλευρό της κοινωνίας
Όπως είναι φυσικό, ένα κλαδικό κίνημα σπουδαστών / εργαζομένων, με ελάχιστες κινηματικές καταβολές θα ερχόταν αντιμέτωπο με στενά εσωτερικά πολιτικά όρια. Μετά την τραγωδία των Τεμπών, το καλλιτεχνικό κίνημα καλέστηκε να επαναδιαπραγματευτεί (κυρίαρχα με τον εαυτό του) τη θέση του στο νέο κινηματικό και πολιτικό σκηνικό. Μπορεί το τελικό βήμα της ενοποίησης των διαφόρων κοινωνικών σωμάτων σε μια επαναστατική κατεύθυνση να μην ολοκληρώθηκε, εξαιτίας των πολιτικών ορίων συνολικά του κινήματος και όχι μόνο των καλλιτεχνών, αλλά μερικά στιγμιότυπα αξίζει να χαραχτούν στη συλλογική μνήμη. Ήδη πριν από τα Τέμπη, αλλά ιδιαίτερα μετά, σημαντικό τμήμα του κινήματος των καλλιτεχνών -με κυρίαρχο σημείο αναφοράς το ΡΕΞ- επεδίωξε, και ως ένα βαθμό κατάφερε, να αναδειχθεί σε ενοποιητικό κρίκο ευρύτερων κοινωνικών αντιστάσεων. Συνεπώς, θετικά πρέπει να αποτιμηθούν τα κοινά συντονιστικά καταλήψεων με τη συμμετοχή εργαζομένων και σπουδαστών, οι κοινές δράσεις -παρότι αναιμικές- με τους φοιτητικούς συλλόγους, η συμμετοχή των καλλιτεχνικών μπλοκ στις πορείες των υγειονομικών και των εκπαιδευτικών και τέλος, η ανάδραση των καταληψιών του ΡΕΞ με τους εργαζομένους του θεάτρου.
Η διαδικασία σκιαγράφησης ενός «σκελετού» οικονομικών και πολιτικών αιτημάτων αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα «εμπρός»
«Ισχυρή η πολιτική παρακαταθήκη του κινήματος»
«Τίποτα δεν τελείωσε!», περιγράφουν στο ΠΡΙΝ εργαζόμενες και σπουδάστριες. Η φράση αυτή, όπως διατυπώνουν, δεν συνιστά «ευχολόγιο» αλλά αντίθετα πατάει πάνω σε υλική βάση.
Ο αγώνας που εκδηλώθηκε απέδειξε μια και καλή στους εργαζομένους του κλάδου τον πραγματικό ρόλο της διοίκησης του ΣΕΗ, δηλώνει η Μαρίνα-Ναταλία Γρηγοριάδη. Όλοι και όλες πλέον αντιλαμβάνονται την υποκριτική στάση της ηγεσίας του ΣΕΗ απέναντι τόσο στους σπουδαστές όσο και στα μέλη του σωματείου. Ειδικά οι τελευταίες συνελεύσεις του σωματείου, όπως περιγράφει, ήταν ιδιαίτερα ενδεικτικές. Η διοίκηση του ΣΕΗ όχι απλά αποφάσισε το άκρως αντιδημοκρατικό μέτρο, σύμφωνα με το οποίο το Δ.Σ. θα κληθεί (χωρίς τη διεξαγωγή νέας συνέλευσης) να αποφασίσει το εάν και πότε θα μπει απεργία, αλλά μάλιστα έφτασε σε σημείο να αναδιατυπώνει τα απεργοσπαστικά επιχειρήματα της (εργοδοτικής) ένωσης παραγωγών! Παρόλα αυτά, όμως, σε άμεση αντιπαράθεση με την ηγεσία του ΣΕΗ, ένα ευρύ δυναμικό επιχείρησε και κατάφερε να δράσει έξω και ενάντια στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, πετυχαίνοντας μάλιστα να αναβαθμίσει συλλογικά και «από τα κάτω» το πολιτικό του περιεχόμενο, επισημαίνει η Ρόζυ Μονάκη. Μπορεί η μαζικότητα των κινηματικών δομών, όπως είναι λογικό, να πέρασε από αρκετά σκαμπανεβάσματα και σε έναν βαθμό να επηρεάστηκε από τη προδοτική στάση της διοίκησης του ΣΕΗ, όμως γεγονότα όπως η επιτυχής κατάληψη του ΡΕΞ για 54 συναπτά ημέρες από εργαζόμενους/ες ηθοποιούς και σπουδαστές/τριες σκηνοθεσίας και η άρνηση των καταληψιών (σπουδαστές και εργαζόμενοι του χορού) του Ολύμπια να αποχωρήσουν, συνιστούν τεράστιες παρακαταθήκες για τον πολιτικό και οργανωτικό δρόμο που δύναται να ακολουθήσουν οι μελλοντικοί αγώνες.
Παρόμοια κατάσταση και στους σπουδαστές. Όπως εξηγεί η Άρτεμη Ζαρόκωστα, οι συνελεύσεις σπουδαστών συνεχίζονται, ενώ πλέον έχει μπει για τα καλά στο πλάνο η συγκρότηση σπουδαστικών συλλόγων στις καλλιτεχνικές σχολές!
«Η τέχνη ως πολιτική πράξη»
Σπάζοντας την ιστορική διαιώνιση προβληματικών ιδεολογημάτων που θέλανε τους καλλιτέχνες έξω από την πολιτική ζωή και αμέτοχους από τις παραδοσιακές πολιτικές και κινηματικές διαδικασίες, το κίνημα από την αρχή της συγκρότησής του απέδειξε πως η έννοια της τέχνης είναι σύμφυτη με αυτή της πολιτικής, τονίζει η Δήμητρα Ταρούση. Το κίνημα των τελευταίων μηνών πάλεψε για μια άλλη τέχνη… «Μια τέχνη που πυροδοτεί τη σύνδεση των σκηνών με το δρόμο! Το δρόμο των αγώνων και της αντίστασης κόντρα στη μετριοπάθεια και τα σκοτάδια των καιρών. Μια τέχνη που μιλάει για τη συλλογική ζωή και αφυπνίζει το συλλογικό φαντασιακό ως το μόνο τρόπο επιβίωσης», όπως είπε η ίδια. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει σημασία να επισημανθούν οι καλλιτεχνικές και πολιτικές δραστηριότητες που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο του κινήματος. Πέρα από συναυλίες και μέρες δράσεων λοιπόν, μεταξύ άλλων στο ΡΕΞ πραγματοποιήθηκε συνάντηση με την οικογένεια του δολοφονημένου Νίκου Σαμπάνη, εκδήλωση για τη ψυχική υγεία, καλλιτεχνικά φεστιβάλ και βραδιές Slam Poetry και Fem Rap. Όπως διατύπωσε με νόημα, το «εθνικό» θέατρο έγινε πραγματικά ΕΘΝΙΚΟ και άνοιξε για όλουες/ες/α.
Όσον αφορά το μέλλον, ο Οδυσσέας Ιωάννου – Κωσταντίνου τονίζει πως αυτό που πραγματώθηκε στο ΡΕΞ το προηγούμενο διάστημα πρέπει να γίνει το «παράδειγμά μιας φωτεινής ένδειξης ότι δίνοντας χρόνο στις φωνές να εκφραστούν, να δουλευτούν και να ακουστούν, η δόνηση που παράγεται τελικά είναι μία, ισχυρή και ενιαία!».
Όπως προαναφέρθηκε, η αισιοδοξία των ανθρώπων που συμμετείχαν στο κίνημα και η περηφάνεια για όσα πέτυχαν πατάει πάνω σε πραγματικά στεγανά. Αυτό φάνηκε και στις 2 Απριλίου, ημέρα «εξόδου» από το ΡΕΞ. Εκεί, 200 με 300 άτομα παρακολούθησαν την τελευταία παράσταση της κατάληψης, κατά την οποία οι συμμετέχοντες προχώρησαν σε μετονομασία της σκηνής “Ελένη Παπαδάκη” του ΡΕΞ σε “Ολυμπία Παπαδούκα”, αγωνίστρια της αντίστασης. Η ΕΞΟΔΟΣ ολοκληρώθηκε με πορεία περίπου 500 ατόμων με σημείο κατάληξης την πλατεία Κοραή όπου ενώθηκε με τη συγκέντρωση για τα υπό απειλή σινεμά Άστορ και Ιντεάλ.