Σταύρος Μαυρουδέας
You can read the english version of the article here
Οι καπιταλιστικές οικονομίες βρίσκονται αντιμέτωπες με το δίδυμο χαμηλής κερδοφορίας και υψηλού πληθωρισμού. Στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πληθωρισμού αυξάνονται τα επιτόκια, όμως αυτό επιδεινώνει περαιτέρω την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ο δε χρηματοπιστωτικός τομέας είναι πολύ πιο ευάλωτος, καθώς εξαρτάται από την κερδοφορία των παραγωγικών επιχειρήσεων.
Στις 10 Μαρτίου, η καλιφορνέζικη Silicon Valley Bank (SVB) έγινε η μεγαλύτερη τράπεζα που πτωχεύει μετά την οικονομική κρίση του 2008 και την κατάρρευση της Lehman Brothers. Ήταν η 16η μεγαλύτερη αμερικανική εμπορική τράπεζα, ενώ εξειδικευόταν σε δοσοληψίες με εταιρείες στους τομείς της τεχνολογίας και της υγειονομικής περίθαλψης και ιδιαίτερα σε επενδύσεις στις αποκαλούμενες «start up».
Η χρεοκοπία της SVB πυροδοτήθηκε από σημαντικές ζημιές σε τίτλους επιχειρήσεων τις οποίες είχε δανείσει. Προσπάθησε να τις καλύψει με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, κίνηση όμως που προκάλεσε πανικό μεταξύ των βασικών εταιρειών τεχνολογίας στην Καλιφόρνια, οι οποίες διατηρούσαν τα μετρητά τους στη SVB. Το αποτέλεσμα ήταν αντί να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές, να χάνει μαζικά καταθέσεις. Η μετοχή της κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και άλλες τράπεζες μαζί της. Οι συναλλαγές με τις μετοχές της σταμάτησαν, ενώ απέτυχαν και οι προσπάθειες άντλησης κεφαλαίων ή εύρεσης αγοραστή, με αποτέλεσμα η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων των ΗΠΑ (FDIC) να αναλάβει τον έλεγχό της. Η τελευταία είναι μια ανεξάρτητη κρατική υπηρεσία που ασφαλίζει τις τραπεζικές καταθέσεις και εποπτεύει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Θα ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας προκειμένου να αποπληρώσει τους πελάτες της, συμπεριλαμβανομένων των καταθετών και των πιστωτών.
H χρεοκοπία της SVB δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είχε προηγηθεί μία άλλη ρωγμή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στον αμαρτωλό τομέα των κρυπτονομισμάτων. Η τράπεζα κρυπτονομισμάτων Silvergate χρεοκόπησε μετά την κατάρρευση των τιμών και των συναλλαγών του bitcoin και άλλων όμορων προϊόντων (8 Μαρτίου 2023). Επιπλέον, την κατάρρευσή της SVB ακολούθησε γρήγορα (12 Μαρτίου) το κλείσιμο της Signature Bank, που δραστηριοποιείται επίσης στον τομέα των κρυπτονομισμάτων.
Τα παραπάνω έχουν προκαλέσει φόβους σε όλα τα βασικά πολιτικο-οικονομικά κέντρα του καπιταλιστικού συστήματος για πυροδότηση αλυσίδας (ντόμινο) χρεοκοπιών. Οι αντιδράσεις τους, όπως συνήθως, είναι ένας συνδυασμός στρουθοκαμηλισμού και εγρήγορσης. Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο βιάστηκαν να δηλώσουν ότι επηρεάζονται λίγο από τα συμβάντα, παρά το γεγονός ότι οι τραπεζικοί δείκτες βυθίστηκαν στο κόκκινο σε όλα τα χρηματιστήρια. Ταυτόχρονα, όμως, το αγγλικό υποκατάστημα της SVB πωλείται κυριολεκτικά αντί πινακίου φακής.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ ενεργοποίησαν –εκμεταλλευόμενες και το κενό του Σαββατοκύριακου– μία σειρά από διαθέσιμα εργαλεία τους, φανερά και συγκαλυμμένα, για να αποσοβηθεί το ντόμινο. Εκτός από καθησυχαστικές δηλώσεις και επηρεασμό του δημόσιου κλίματος, το Υπουργείο Οικονομικών, η FDIC και η Fed ανακοίνωσαν ένα νέο Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης (BTFP), το οποίο προσφέρει δάνεια έως και ενός έτους για τα θεσμικά ιδρύματα έναντι ομολόγων και ορισμένων άλλων εξασφαλίσεων. Οι εξασφαλίσεις θα ληφθούν στην ονομαστική αξία αντί για τις τιμές της αγοράς, αποφεύγοντας τις αναγκαστικές πωλήσεις ως απάντηση στον φόβο χρεοκοπίας. Επιπλέον, εγγυήθηκαν τις καταθέσεις των δύο χρεοκοπημένων τραπεζών (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων πάνω από το θεσμικό όριο των 250.000 δολαρίων). Επίσης, οι ρυθμιστικές αρχές επεξεργάζονται νέες διαδικασίες ελέγχων πρόληψης τραπεζικών καταρρεύσεων.
Οι κινήσεις αυτές, όπως και το διάγγελμα Μπάιντεν που διαβεβαίωσε ότι θα κάνει «ό,τι χρειαστεί», αποσκοπούν στην αποφυγή εκδήλωσης πανικού στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου την επαύριο των χρεοκοπιών. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ανεξέλεγκτη χιονοστιβάδα και ενδεχομένως ένα κραχ. Τα συστημικά κέντρα έχουν αρκετή πείρα, ώστε –εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν– να αποφύγουν κάτι τέτοιο. Όμως, αυτό που αδυνατούν να επιτύχουν είναι να επιλύσουν τις βαθύτερες αντιφάσεις του συστήματος που τις γεννούν.
Οι περισσότερες αναλύσεις εθελοτυφλούν μπροστά στις ανυπέρβλητες θεμελιακές αντιφάσεις του καπιταλισμού
Οι ενδο-συστημικές αντιπαραθέσεις για τις χρεοκοπίες εστιάζουν σε δύο σημεία. Πρώτο, οι σοσιαλφιλελεύθερες απόψεις επιρρίπτουν την ευθύνη στην απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος επί Τραμπ (απόσυρση του νόμου Ντοντ-Φρανκ το 2018), που χαλάρωσε την εποπτεία επί των τραπεζών. Δεύτερο, οι οπαδοί μίας χαλαρότερης νομισματικής πολιτικής –και μαζί τους και οι αγορές– υποστηρίζουν ότι οι γρήγορες αυξήσεις επιτοκίων πνίγουν τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για μυωπικούς καυγάδες που εθελοτυφλούν μπροστά στις ανυπέρβλητες θεμελιακές αντιφάσεις του καπιταλισμού.
Η μαρξιστική Πολιτική Οικονομία τοποθετεί εύστοχα στον πυρήνα αυτών των καπιταλιστικών προβλημάτων τη μακροχρόνια πτωτική τάση της κερδοφορίας. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και στις σημερινές χρεοκοπίες, διαψεύδοντας ξανά τις επιπόλαιες θεωρίες χρηματιστικοποίησης. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα (το οποίο ποτέ δεν έκοψε τον ομφάλιο λώρο του με την καπιταλιστική κερδοφορία, αντίθετα με τις «χρηματιστικοποιητικές» αφέλειες) συμπιέζεται από το δίπολο μιας επικείμενης ύφεσης: Πτώση κερδών και πτώση τιμών των επιχειρηματικών περιουσιακών στοιχείων λόγω αύξησης επιτοκίων.
Η κερδοφορία ανέκαμψε γρήγορα μετά την πανδημική κρίση, μόλις επανεκκινήθηκε η οικονομία. Όμως η ανάκαμψη δεν κάλυψε πλήρως τις απώλειες της κρίσης. Επιπλέον, γρήγορα σκόνταψε στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και στην αύξηση του κόστους παραγωγής που εκδηλώθηκε με την άνοδο του πληθωρισμού. Έτσι, ακόμη και συστημικά κέντρα (π.χ. JP Morgan) εκτιμούν ότι η κερδοφορία έχει ξαναπάρει την κατιούσα.
Ο πληθωρισμός περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Η αναιμική καπιταλιστική μεγέθυνση προκάλεσε πραγματικές (και όχι απλά νομισματικές) αιτίες αύξησης τιμών. Αυτές επιδεινώθηκαν από τη συστηματική αύξηση του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων μέσω ήπιας αύξησης των τιμών (δηλαδή πληθωρισμού κερδών). Όμως, αυτό γρήγορα έγινε ανεξέλεγκτο, λόγω των εντεινόμενων ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων, αλλά και της αδυναμίας περαιτέρω αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας. Οι πρώτες κατακερματίζουν αλυσίδες παραγωγής και αυξάνουν τα κόστη. Η «ξαφνική» εμφάνιση έλλειψης εργατικού δυναμικού δείχνει ότι το κεφάλαιο, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν μπορεί να αυξήσει ραγδαία το ποσοστό υπεραξίας και να αντιρροπήσει την πτώση κερδοφορίας.
Έτσι, το σύστημα αντιμετωπίζει το δίδυμο χαμηλής κερδοφορίας και υψηλού πληθωρισμού. Στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πληθωρισμού αυξάνει τα επιτόκια, όμως, αυτό επιδεινώνει περαιτέρω την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι πολύ πιο ευάλωτος, καθώς εξαρτάται από την κερδοφορία των παραγωγικών επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα υποτιμούνται τα περιουσιακά στοιχεία του λόγω αύξησης επιτοκίων. Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί τις πιο εκτεθειμένες τράπεζες στη χρεοκοπία. Κάτι που αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πριν στις 18-03-2023
Bank failures: The specter of crisis once again looms over capitalist economies